|
ΑΓΚΑΛΙΑ μὲ τὴν κούκλα της στὴ μεγάλη καρέκλα κοίταγε
μιὰ τὴ γιαγιὰ τὴ μεγάλη καὶ μιὰ τὴ γιαγιὰ τὴ μικρή. Ἡ γιαγιὰ ἡ μεγάλη,
«ἡ νόνα», ὅπως τὴν φώναζαν, ψηλὴ καὶ ἀγέρωχη, μέσα στὴ μακριὰ μαύρη
τουαλέτα της, χειρονομοῦσε νευριασμένη καὶ ἀναρωτιόταν, ἂν ἦταν
ὅλα ἕτοιμα, γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγαπημένου της γιοῦ, τοῦ μπάρμπα-Γιάννη.
Στάθηκε μπροστὰ στὸν καθρέφτη τῆς μεγάλης ξύλινης ντουλάπας καὶ
τὰ ἔβαλε μὲ τὴν κόρη της, τὴ γιαγιὰ τὴ μικρή, ποὺ δὲν τῆς εἶχε κουμπώσει
καλὰ τὸ φόρεμα. Παράξενες γυναῖκες καὶ οἱ δύο στὰ μάτια της.
Ἡ
γιαγιὰ ἡ μεγάλη εἶχε μείνει πολὺ νέα χήρα. Κλείστηκε στὸ σπίτι της,
στὴ Σάμη τῆς Κεφαλονιᾶς καὶ μεγάλωσε μόνη τα παιδιά της. Ὁ γιός της ὁ
Γιάννης ἦταν ἡ ἀδυναμία της, παρ’ ὅλο ποὺ ἔκανε πάντα τὸ κέφι του. Ἦταν
γυναικὰς ἔλεγαν, τοῦ ἄρεσε ἡ μεγάλη ζωὴ καὶ τὸ χαρτάκι. Ἔτσι χάθηκε
καὶ ἡ περιουσία τῆς γιαγιᾶς τῆς μικρῆς, τῆς Κάτε.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἡ Κάτια (Δρούστα) Σταματιάδου
γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε στὴ Σχολὴ Δοξιάδη Διακόσμηση Ἐσωτερικῶν
Χώρων, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε τὸ 1976. Στὴ συνέχεια ἐργάστηκε πάνω
στὸ ἀντικείμενό της γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Κατόπιν ξεκίνησε
νὰ δουλεύει σὲ ξενόγλωσσα ἑλληνικὰ περιοδικά, ὡς ὑπεύθυνη διαφήμισης
καὶ δημοσίων σχέσεων. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔγραφε θεατρικὰ ἔργα
καὶ διηγήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν δημοσίευσε ποτέ. Τὰ τελευταῖα
χρόνια ἀσχολεῖται μὲ ὁμάδες δημιουργικῆς γραφῆς, ἐνῶ παράλληλα
εἶναι μέλος ἐρασιτεχνικῶν θεατρικῶν ὁμάδων. Ἔκτοτε, κείμενά της
ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ συλλογικοὺς τόμους (Κρυσταλία Πατούλη, Ἀδέσποτα. 45 Ἀφηγήσεις
γιὰ τὴν παιδικὴ καὶ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία, Ταξιδευτής, Ἀθήνα 2019), ἐνῶ
ἔχει λάβει μέρος σὲ ἀρκετὲς ἐρασιτεχνικὲς παραστάσεις θεάτρου.
Ἡ
Κάτε πῆγε σχολεῖο στὶς καλόγριες, στὴ Ρουμανία, μακριὰ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά
της. Αὐτὸ ἦταν τὸ παράπονό της καὶ ὄχι μόνο. Ἀργότερα ἀναγκάστηκε
νὰ παντρευτεῖ ἕναν ἄντρα εἴκοσι χρόνια μεγαλύτερό της, μὲ πολλὰ χρήματα
γιὰ νὰ σώσει τοὺς δικούς της.
Ἡ
τσιριχτὴ φωνὴ τῆς νόνας της ἔκανε νὰ πεταχτεῖ καὶ παραλίγο νὰ τῆς πέσει
ἡ κούκλα.
— Φέρε μου παιδί μου, ἔλεγε στὴ γιαγιά της, τὰ φασαμέν μου. Δὲν
βλέπω τίποτα.
Αὐτὰ τὰ γυαλάκια πολὺ τῆς ἀρέσανε μὲ τὸ μακρὺ χεράκι τους,
μοιάζανε μὲ κιάλια. Ξεκίνησαν γιὰ τὸ σαλόνι, πρῶτα ἡ νόνα, πίσω ἡ
γιαγιὰ καὶ παραπίσω ἡ μικρή, σὰν μιὰ πομπή.
Σὲ λίγο ἔφτασε ὁ μπάρμπα-Γιάννης. Πολὺ κομψὰ ντυμένος, ἡ γραβάτα
του πάντα τὸ ἴδιο χρῶμα μὲ τὸ μαντηλάκι στὴ μικρὴ τσέπη τοῦ σακακιοῦ
του. Μόλις τὴν ἔβλεπε, ἔβγαζε τὸ καπέλο του καὶ τὴ χαιρετοῦσε μὲ μιὰ
μικρὴ ὑπόκλιση. Ξεκαρδίζονταν στὰ γέλια, τὴν ἔβαζε στὰ γόνατά του
καὶ τῆς γέμιζε τὰ χεράκια της, μὲ ὄμορφες, πολύχρωμες καὶ γευστικὲς
καραμέλες, ποὺ τόσο τῆς ἄρεσαν. Μετὰ τῆς ἔκλεινε πονηρὰ τὸ μάτι.
Ἤξεραν
καὶ οἱ δύο ὅτι ἡ νόνα εἶχε κλειστοφοβία καὶ ὁ μπάρμπα-Γιάννης τῆς εἶχε
πεῖ νὰ πηγαίνει ἐκεῖ ποὺ καθότανε καὶ νὰ τῆς κλείνει τὴν πόρτα. Ἐκείνη
φοβισμένη, πρῶτα τῆς φώναζε, ἀλλὰ μετὰ τὴν καλόπιανε. «Ἄνοιξε καλὸ
παιδάκι καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω καραμέλα.» Ἡ μικρὴ τὴν ἄνοιγε γρήγορα
καὶ μόλις ἔπαιρνε τὴν καραμέλα, τσοὺκ τὴν ξανάκλεινε. Μέχρι νὰ τὴν καταλάβουν
καὶ νὰ τὴν μαλώσουν, προλάβαινε καὶ μάζευε ἀρκετὲς καραμέλες. Αὐτὸ
ἦταν τὸ μυστικό τους μὲ τὸν μπάρμπα-Γιάννη καὶ ἐκεῖνος σὰν ἐπιβράβευση,
τῆς ἔδινε μιὰ μεγάλη σοκολάτα.
Τώρα θὰ πήγαινε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ μαμά του καὶ ἡ μικρὴ ἤξερε ὅτι
θὰ γελοῦσε ἀκόμη περισσότερο. Πράγματι, μόλις κάθισε κοντά της ἄρχισε
νὰ φωνάζει μπᾶς καὶ τὸν ἀκούσει. Μάταια. Τότε ἦρθε ἡ γιαγιὰ ἡ μικρὴ
κρατώντας τὸ ἄδειο ρόλο ἀπὸ τὸ χαρτὶ τῆς τουαλέτας. Ἡ νόνα τὸ ἔβαλε
στὸ αὐτί, μὲ μιὰ μεγαλόπρεπη κίνηση ποὺ ἅρμοζε στὴ θέση της καὶ τὸ
πρόσωπό της φωτίστηκε μόλις ἄκουσε τὴ φωνή του.
Τί πλάκα τελικὰ ποὺ εἶχαν οἱ μεγάλοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου