
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΗΡΑΝ τὸ δίπλωμα ὁδήγησης, κι ὅταν
πήγαινα μὲ τοὺς ἄλλους στὸ χωριό, μοῦ ’λεγε νὰ γράφω σ' ἕνα χαρτάκι
τί χρειαζόταν νὰ τοῦ φέρουμε. Μιὰ φορά, τὸ τελευταῖο καλοκαίρι, μὲς
στὰ πολλά, ἦταν κι ἕνα ἀποσμητικό, καὶ τοῦ τὸ πῆρα σὲ σπρέι καὶ πολὺ
μοντέρνο, νὰ γελάσει. Μέρες μετά, στόμωσε χωρὶς λόγο – τὸν βρῆκα μὲ
μιὰ βελόνα νὰ παλεύει νὰ ξεβουλώσει τὴν τρυπίτσα. Δὲν τὰ κατάφερνε
καὶ μοῦ ’πε: «Βρέ, παιδί, ὅταν ξανακατέβετε, πάρε μου ἕνα ἄλλο.» Μετὰ
τὸ ξέχασα, ἔφυγαν κι οἱ ἄλλοι μὲ τὸ αὐτοκίνητο γιὰ τὴν Ἀθήνα —ἐγὼ εἶχα
πεῖ ὅτι θὰ κάτσω μέχρι τὸν Σεπτέμβρη– καὶ μείναμε στὸ σπίτι οἱ δυό
μας. Πήγαινα στὴ θάλασσα, ξενυχτοῦσα καμιὰ φορὰ μὲ τὰ παιδιά, ξυπνοῦσα
ἀργὰ καὶ καθόμασταν μαζὶ νὰ φᾶμε.