ΚΑΠΟΙΟ ΧΕΡΙ μοῦ ἄφηνε φαγητό, κάθε μέρα,
ἀπὸ ἕνα μικρὸ πορτάκι τοῦ κάστρου. Ἐκεῖ ἤμουν φρουρός, εἴκοσι χρόνια.
Ἀκοίμητος, φρουροῦσα τὴν κεντρικὴ πόρτα. Μὲ ἥλιο, μὲ φεγγάρι, μὲ βροχὴ
καὶ μὲ χιόνι. Ὅμως, κανένας ἄνθρωπος δὲν ἔμπαινε στὸ κάστρο. Λίγο μὲ
ἀπασχολοῦσε αὐτό: ἡ δουλειά μου ἦταν νὰ φυλάω, ἡρωικά, τὴν πόρτα. Ἐξάλλου,
ἀπὸ μέσα ἀκούγονταν ὅλοι οἱ ἦχοι ἑνὸς ζωντανοῦ βασιλείου: φωνὲς ἀνθρώπων,
ἀλόγων, μουσικὲς γλυκές, ἐνῶ ἄλλες φορὲς ἄκουγα δοξολογίες, γάμους
ἢ κηδεῖες, τραγούδια γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ τὴν ἀγάπη, φωνὲς παιδιῶν.
Ἦταν κτισμένο στὴν ἄκρη ἑνὸς γκρεμοῦ. Ἀπέναντί μου, ἕνα δύσβατο δάσος.
Μόνο μιὰ φορὰ πῆγα μέχρι τὴν ἀρχή του καὶ ξαναγύρισα στὴ θέση μου, γιατί ἦταν πολὺ σημαντική, ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ ἡ πυργοδέσποινα, μιᾶς καὶ τὸ ἑτοίμαζε γιὰ τὸν πρίγκηπά της… Μάλιστα, εἶχα καὶ ἕνα μικρὸ φυλάκιο ὅπου κοιμόμουν ὄρθιος, βέβαια, ὅλ’ αὐτὰ τὰ χρόνια. Μοῦ ἔφερνε φαγητό, ὅμως ἀδυνάτιζα καὶ μὲ κόπο σήκωνα τὴ βαριὰ πανοπλία καὶ τὰ ὅπλα. Τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους μὲ λυποῦνταν καὶ μοῦ ἔφερναν ψιχουλάκια, πράγμα ποὺ παραδόξως μὲ δυνάμωνε.
Μόνο μιὰ φορὰ πῆγα μέχρι τὴν ἀρχή του καὶ ξαναγύρισα στὴ θέση μου, γιατί ἦταν πολὺ σημαντική, ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ ἡ πυργοδέσποινα, μιᾶς καὶ τὸ ἑτοίμαζε γιὰ τὸν πρίγκηπά της… Μάλιστα, εἶχα καὶ ἕνα μικρὸ φυλάκιο ὅπου κοιμόμουν ὄρθιος, βέβαια, ὅλ’ αὐτὰ τὰ χρόνια. Μοῦ ἔφερνε φαγητό, ὅμως ἀδυνάτιζα καὶ μὲ κόπο σήκωνα τὴ βαριὰ πανοπλία καὶ τὰ ὅπλα. Τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους μὲ λυποῦνταν καὶ μοῦ ἔφερναν ψιχουλάκια, πράγμα ποὺ παραδόξως μὲ δυνάμωνε.
Ὥσπου μιὰ μέρα, σταμάτησαν οἱ ἦχοι τοῦ κάστρου. Κι ἡ ἑπόμενη πέρασε
σιωπηλή. Τὴν τρίτη μέρα ἀποφάσισα νὰ μπῶ μέσα. Ἄνοιξα τὴ βαριὰ πόρτα.
Ψυχὴ ζῶσα γύρω, ἐρημιά. Στὸ κέντρο τῆς πλατείας μιὰ γυναίκα νεκρή, ἡ
πυργοδέσποινα, καὶ γύρω της πεταμένες κασέτες κι ἕνα κασετόφωνο.
Ἔσκυψα καὶ πῆρα μιὰ ποὺ ἔγραφε: τοῦ γάμου, ἄλλη ἔγραφε: τῆς κηδείας,
ἄλλη: τραγούδια ἀγάπης, ἦχοι ἀνθρώπων, ἦχοι ζώων… Εἶχε κασέτες γιὰ
κάθε μέρα τοῦ χρόνου… Πλησίασα τὸ νεκρὸ σῶμα. Δὲν ἀναγνώρισα τὸ πρόσωπό
της, γιατί ἦταν διαφορετικό, ὄμορφο. Μόνο τὸ χέρι ποὺ μὲ ἔτρεφε εἶδα
καὶ κατάλαβα πὼς ἦταν αὐτή. Σ’ αὐτὸ τὸ ἴδιο χέρι κρατοῦσε μιὰ μάσκα,
ἴδια μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἤξερα. Στὸ ἄλλο μιὰ κασέτα ποὺ ἔγραφε: φωνὲς
παιδιῶν. Γιατί ἔκρυβε αὐτὴν τὴν ὀμορφιά;
Ξάφνου, κατάλαβα πὼς φρουροῦσα λάθος κάστρο τόσα χρόνια… Ἔμεινα ἀποσβολωμένος,
ἐνῶ ἕνας δυνατὸς ἄνεμος παρέσυρε τὶς κασέτες μέχρι ποὺ κάλυψαν τὸ
σῶμα της. Μιὰ ἀπόκοσμη σιωπὴ ἁπλώθηκε, καθὼς ἀποφάσισα νὰ τὴν θάψω.
Μὲ δυὸ ξύλα ἔφτιαξα ἕναν σταυρό. Ὄνομα; Δὲν ἤξερα, ἀλλὰ ἔβαλα μερικὲς
μαργαρίτες καὶ τὴν κασέτα μὲ τὰ παιδιά. Ἕνα ἀηδόνι ἀκούστηκε ἀπ’
τὸ δάσος. Μὲ καλοῦσε… Τὰ δάκρυά μου ἦταν καυτὰ ὅταν γύρισα τὴν πλάτη
καὶ βγῆκα ἀπὸ τὴν βαριὰ πόρτα. Μπροστά μου τὸ δάσος, μὲ τὸ ἐπίμονο ἀηδόνι
νὰ μὲ ὁδηγεῖ. Ἕνα μονοπάτι ἀνάμεσα στὰ δένδρα εἶδα, γιὰ πρώτη φορά,
καὶ πῆγα πρὸς τὰ ἐκεῖ. Πίσω μου ἀκούστηκε ἕνας ἐκκωφαντικὸς θόρυβος.
Τὸ κάστρο εἶχε χαθεῖ στὸν γκρεμό!
Περπατοῦσα κι ἔκλαιγα. Τὰ δάκρυα ἕλιωναν τὴν πανοπλία μου. Ἄφησα
πίσω μου τὸ δόρυ, τὴν περικεφαλαία, τὸν σιδερένιο θώρακα… Τότε εἶδα
ἕνα ξέφωτο. Στάθηκα κάτω ἀπὸ τὸν λαμπερὸ ἥλιο καὶ ξάφνου κατάλαβα
πὼς ἤμουν μιὰ γυναίκα, γυμνὴ στὸ ξέφωτο τοῦ δάσους.
Ξάπλωσα στὸ χῶμα. Ἔκλαιγα, γελοῦσα, ἔκλαιγα, γελοῦσα, γελοῦσα… Ὕστερα,
ἄνοιξα τὰ μάτια μου καὶ θυμήθηκα τὸ δικό μου κάστρο: τό ’χα ἀφήσει
μισό. Εἴκοσι χρόνια μὲ περίμενε.
Στάθηκα στὰ πόδια μου κι ἄρχισα νὰ περπατῶ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου