|
ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ἡ Τάμμυ ἔριξε τὸ αὐτοκίνητό της
στὴν λίμνη, τὴν ἑβδομάδα ποὺ ὁ ἄνδρας της —σύντομα ὁ πρώην ἄνδρας της—
ἔλειπε μακριά. Δὲν τὸ ἔκανε ἐπίτηδες, ἂν καὶ τελικὰ ὁ δημόσιος κατήγορος
δημιούργησε αὐτὴν τὴν ἐντύπωση. Ἀντιθέτως ἡ Τάμμυ ἔστριψε ἀπότομα
γιὰ νὰ ἀποφύγει ἕνα κουνέλι ποὺ εἶχε πηδήξει ξαφνικὰ πάνω στὸ δρόμο.
Ὁ γιός της, ὁ Τάννερ, καθόταν στὸ μπροστινὸ κάθισμα κι ἦταν ὁ πρῶτος
ποὺ τὸ εἶδε.
«Μὴ τὸ χτυπήσεις!», εἶχε φωνάξει. Πράγμα ποὺ ἔκανε τὴν Τάμμυ νὰ
στρίψει ἀπότομα, κι ἐπειδὴ ἦταν ἔξω βαρὺς ἀπριλιάτικος χιονιᾶς,
τὸ ἁμάξι πέρασε πάνω ἀπὸ ἕνα λεπτὸ στρῶμα πάγου, ἐξετράπη τῆς πορείας
του, διέσχισε τὸ προστατευτικὸ κιγκλίδωμα κι ἔπεσε στὴ λίμνη.
Τὰ θυμᾶται ὅλα. To κύμα φόβου ποὺ τῆς ἄφησε μιὰ μεταλλικὴ γεύση
στὸ στόμα, καθὼς αἰσθάνθηκε τὰ χέρια της νὰ γλιστρᾶνε, νὰ χάνουν τὸν ἔλεγχο
τοῦ τιμονιοῦ· τὸ τρίξιμο ποὺ ἔκανε τὸ ἁμάξι καθὼς ἐκσφενδονιζόταν
πάνω ἀπὸ τὰ βράχια κι ἔπεφτε στὸ νερό· τὸν ἀσυνήθιστο, διαπεραστικὸ
θόρυβο ἀπὸ τὶς στριγκλιὲς τῶν παιδιῶν, ὅταν τὸ ἁμάξι σταμάτησε μὲ ἕνα
τράνταγμα. Ἐκεῖνο τὸ κλάσμα τοῦ δευτερολέπτου ψυχικῆς ἠρεμίας ὅταν
συνειδητοποίησε ὅτι ὅλοι ἦταν καλά, κι ὕστερα ὁ μεγάλος πανικὸς
ποὺ τοὺς βρῆκε ἀπροετοίμαστους κι ὅρμησε νὰ τοὺς καταβροχθίσει. Τὸ
νερὸ ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ παντοῦ. Τὸ νερό, ἡ ζοφερὴ μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ παγωμένα
φύκια, ἡ αἰφνίδια, ἁψιὰ δυσοσμία ἑνὸς πιθανοῦ θανάτου.
Ἡ
Τάμμυ ψαχούλεψε τὴν ζώνη ἀσφαλείας της, τὴν ξεκούμπωσε κι ἅπλωσε τὰ
χέρια νὰ πιάσει τὸν Τάννερ, ποὺ ἦταν κάτωχρος ἀπὸ τὸν φόβο. Οὔρλιαζε ἀκόμα.
Ὥσπου νὰ βάλει τὰ χέρια της γύρω ἀπὸ τὴ ζώνη του τὸ νερὸ ἦταν ἤδη πάνω
ἀπὸ τὰ γόνατά του. Τὸ μισὸ ἁμάξι —τὸ μπροστινό του μέρος— εἶχε ἤδη
βυθιστεῖ .
«Τάννερ», εἶπε. Αὐτὸς συνέχιζε νὰ οὐρλιάζει. «Τάννερ!». Κι ἄλλα
οὐρλιαχτά. Σήκωσε τὸ χέρι της καὶ τὸν χαστούκισε δυνατά. Σταμάτησε
καὶ τὴν κοίταξε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό. Ἕνα λεπτὸ νῆμα σάλιου κρεμόταν ἀπὸ
τὰ χείλη του. «Θὰ πρέπει νὰ κολυμπήσεις», εἶπε. Ἀργά. Προσεχτικά. «Θὰ
ἀνοίξω τὴν πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου – τὸ νερὸ θὰ μπεῖ μέσα, καὶ θὰ πρέπει
νὰ κολυμπήσεις.»
Ὁ
Τάννερ κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι. Τὰ μάτια του ἦταν σὰν γυάλινα
– δὲν φαινόταν σίγουρος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἴσως καὶ νὰ μὴν θυμόταν οὔτε
πὼς τὸν λένε. «Δὲν ξέρω κολύμπι», ψιθύρισε.
Καλύτερα νὰ μὴν τὸν ἄκουγε νὰ ψιθυρίζει. Τώρα ποὺ τὸ θυμᾶται εἶναι
σίγουρη γιὰ αὐτό. Ἀλλὰ τέντωσε τὸ χέρι της καὶ τράβηξε τὴν πόρτα του.
Δὲν ἄνοιγε, τότε ἔπιασε τὸ χερούλι ποὺ ἀνεβάζει τὸ παράθυρο καὶ τὸν
ἄγγιξε στὸν ὦμο. «Κλώτσα μόνο», εἶπε. «Κλώτσα, καὶ σπρῶξε.»
Τὸ παράθυρο δὲν ἄνοιγε. Τότε τὸ θυμήθηκε – κάτι γιὰ τὴν πίεση,
τὴν φυσική, ἡ ἐξωτερικὴ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ πίεση στὸ ἁμάξι θὰ πρεπε
νὰ εἶναι οἱ ἴδιες. Ἄφησε τὴν πόρτα καὶ γύρισε στὸ μωρὸ ποὺ δὲν εἶχε
σταματήσει νὰ κλαίει. Ἡ Ὤντρεϋ καθόταν γερμένη στὴ θέση της μὲ τὴν βαρύτητα
νὰ τὴν τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω. Καθὼς ἔγερνε τὸ ἁμάξι τὸ σῶμα της κλυδωνιζόταν
μπροστὰ καὶ ἡ ζώνη εἶχε χωθεῖ ἀνάμεσα στὰ πλευρὰ καὶ τὴν ἔκοβε. Εἶχε
μιὰ πληγὴ στὸ μέτωπο.
«Ὅλα καλά», εἶπε ἡ Τάμμυ μηχανικά. «Ὅλα καλά. Ὅλα καλά.» Τὰ δάχτυλά
της ἔτρεμαν κι ἔψαχναν. Κι ἄλλο νερὸ τώρα, παγωμένο. Ἡ ζώνη ἀσφαλείας
τοῦ μωροῦ δὲν ξεκούμπωνε. Τὸ νερὸ συνέχιζε νὰ ἀνεβαίνει. Ὁ Τάννερ εἶχε
ἀρχίσει πάλι νὰ κλαίει μὲ πυκνὰ ἀναφιλητά.
«Σταμάτα!», τοῦ φώναξε. Οἱ λέξεις ἔβγαιναν ἀργὲς καὶ πνιχτὲς ἀπὸ
τὸ στόμα της. Δὲν εἶχαν ἀρκετὸ ἀέρα. Τὰ πάντα ἦταν μουσκεμένα. Τὰ
πάντα.
Ἡ
ζώνη ἀσφαλείας τοῦ μωροῦ ἐπιτέλους ξεκούμπωσε κι ἡ Ὤντρεϋ ἔπεσε μὲ
ἕνα παφλασμὸ στὸ νερὸ ποὺ γέμιζε τὸ ἁμάξι. Ξανὰ κλάματα. Τὰ χέρια τῆς
Τάμμυ ἔτρεμαν πολὺ τώρα. Κρατοῦσε τὸ κεφάλι τοῦ μωροῦ πάνω ἀπὸ τὸ
νερὸ καὶ παρακολουθοῦσε καὶ τὰ δύο. Τὰ παιδιά της κι ἕνα παγωμένο, ὑγρὸ
τάφο.
«Ἕνα λεπτό», εἶπε μὲ δυσκολία. Τὰ δόντια της χτυποῦσαν. Ἦταν τόσο
κρύα. «Ἕνα...λεπτό.» Ἔσπρωξε τὸ χέρι της μέσα στὸ νερὸ καὶ βρῆκε τὸ χερούλι
τῆς πόρτας. Τώρα ἦταν βυθισμένο ὁλόκληρο τὸ ἁμάξι καὶ βούλιαζε
γρήγορα. Ὁ θύλακας ἀέρα εἶχε συρρικνωθεῖ στὶς ἕξι ἴντσες. Πέντε.
Στριμώχθηκαν πάνω-πάνω, ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχε ἀέρας... Τέσσερεις ἴντσες.
Τὸ κεφάλι τοῦ Τάννερ σκεπάστηκε πρῶτο ἀπὸ τὸ νερό. Ὕστερα τὸ
δικό της, ὕστερα τοῦ μωροῦ. Ἡ Τάμμυ χίμηξε μπροστὰ καὶ τράβηξε μὲ δύναμη
τὸ χερούλι τῆς πίσω πόρτας. Δὲν κινήθηκε. Τὸ ξανατράβηξε κι αὐτὴ τὴ
φορὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε τρίζοντας. Ἔσπρωξε. Ἦταν σὰν νὰ γεννοῦσε μὲ τὰ
χέρια της.
Ὕστερα
ἔσπρωξε τὸν Τάννερ μπροστά, στὸ νερό. Κλώτσα, παρακαλοῦσε μέσα της.
Κλώτσησε. Ἀνέβηκε.
Προσπάθησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει μὲ τὴν Ὤντρεϋ γαντζωμένη στὸ
μπράτσο της, ἀλλὰ δὲν ὑπολόγισε καλά. Ὅπως κινιόταν χτύπησε τὸ κεφάλι
της πάνω στὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας τόσο δυνατὰ ποὺ τῆς ἔφυγε τὸ μωρό. Μαῦρα
στίγματα χόρευαν μπρὸς στὰ μάτια της. Ἔκανε νὰ ἀναπνεύσει καὶ κατάπιε
νερό.
Τὸ μωρὸ ἔπλεε πίσω της σὰν κούκλα. Ἡ Τάμμυ τράβηξε τὸ κοριτσάκι
κοντά της, τὸ φίλησε καὶ τὸ ἔσπρωξε πάλι. Ἡ κόρη της ἀναδύθηκε στὴν ἐπιφάνεια.
Ὁ δημόσιος κατήγορος δὲν
πιστεύει αὐτὴν τὴν ἱστορία, πράγμα καθόλου περίεργο. Τοὺς τελευταίους
μῆνες οὔτε καὶ ἡ ἴδια τὴν πιστεύει Πῶς γίνεται νὰ θυμᾶται κάποιος ποὺ
πνίγεται τόσες λεπτομέρειες; Ποῦ ἀκούστηκε ἕνα δεκαοχτάμηνο μωρὸ
νὰ ἀναδύεται στὴν ἐπιφάνεια μέσα ἀπὸ τὴ λάσπη λὲς καὶ εἶναι προωθητικὴ
μηχανή; Πουθενά.
Ἀντιθέτως
ὁ δημόσιος κατήγορος ἑστιάζει τὴν προσοχή του στὸ διαλυμένο γάμο
καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἔντουαρντ δίνει μάχη γιὰ τὴν ἐπιμέλεια τῶν παιδιῶν.
Ὅλο φέρνουν τὴν κουβέντα στὶς συναντήσεις τοῦ συλλόγου τῶν Ἀνωνύμων
Ἀλκοολικῶν καὶ τὴν ἐπιλόχεια κατάθλιψη ποὺ ἔπληξε τὴν Τάμμυ πρὶν ἀπὸ
ὀχτὼ χρόνια, ὅταν γεννήθηκε ὁ Τάννερ. Χρησιμοποιοῦν λέξεις ὅπως «ἀνισόρροπη
« καὶ «σαλεμένη». Ἀναφέρουν κι ἄλλες περιπτώσεις ἀνισόρροπων καὶ
σαλεμένων μητέρων. (Στὶς μέρες μας εὔκολα πιστεύει κανεὶς ὅτι μιὰ
μητέρα μπορεῖ νὰ θέλει νὰ σκοτώσει τὰ παιδιά της ἐξαιτίας ἑνὸς διαζυγίου.
Πιστεύει κανεὶς πιὸ δύσκολα σὲ παγωμένους δρόμους καὶ στὴν κακὴ τύχη.
Σήμερα τὴν τύχη μας τὴν φτιάχνουμε μόνοι μας. Ἔχουμε παραβιάσει τὰ
φυσικὰ ὅρια.) Φαίνονται τόσο σίγουροι ποὺ μερικὲς φορὲς ἀκόμα κι ἡ
Τάμμυ τοὺς πιστεύει. Δὲν ἦταν θυμωμένη; Δὲν ἔκλαιγε συνεχῶς ἀκριβῶς
πρὶν τὸ κουνέλι διασχίσει τὸν δρόμο;
Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ δὲν θυμᾶται. Ἴσως καὶ νὰ ἔκλαιγε. Ἴσως
καὶ ὄχι. Δὲν ἔχει καμιὰ σημασία τώρα πιά.
Αὐτὸ ποὺ δὲν τοὺς λέει —ποὺ δὲν θὰ τοὺς τὸ πεῖ ποτὲ καὶ ποὺ ποτὲ δὲν
θὰ μάθουν τὰ παιδιὰ— εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε νὰ τὴν βρεῖ μέσα στὸ ἁμάξι.
Ἦταν βαθυπράσινος, σκεπασμένος μὲ βρύα, κι ἔμοιαζε μὲ τὸν Ποσειδώνα
ἢ τὸν Νίκερ, κάτοικο τοῦ Βορρᾶ – ἀκόμη πιὸ παγερὸς ἐκεῖνος. Ὅταν τὰ
παιδιὰ αἰωροῦνταν ἀπὸ πάνω της, κλωτσώντας πρὸς τὸ φῶς, παρουσιάστηκε
μπροστά της, ἀναδευόμενος στὰ κυματάκια τῆς λίμνης κι ἅπλωσε τὰ χέρια
Του γιὰ νὰ τὴν ἀγγίξει.
Τί σοῦ λέει ὁ Θεὸς ὅταν παρουσιάζεται μπροστά σου; Οὔτε αὐτὸ τὸ
θυμᾶται, τουλάχιστον ξεκάθαρα. Ξέρει μόνο πὼς τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν
Του ἦταν σὰν γιγαντιαῖα θαλάσσια φύκη. Γλιστερὰ κι αἰνιγματικά. Εἶναι
σκοτεινός, μιλάει μόνο γιὰ θυσίες καὶ αἷμα. Ἂν ἀγαπάει, ἡ ἀγάπη
του εἶναι βαθύτερη καὶ σκληρότερη ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο γνώρισε ὣς
τώρα.
Τελικὰ ὅμως Τὸν ἄφησε, ὅρμησε πάνω καὶ βγῆκε στὴν ἐπιφάνεια, ὅπου
βρῆκε τὰ παιδιά της νὰ πλέουν μὲ τὰ κεφάλια πρὸς τὰ κάτω, μέσα στὸ νερό.
Τὰ τράβηξε κοντά της καὶ φύσηξε ἀέρα μέσα στὰ πνευμόνια τους, τὸ ἕνα
μετὰ τὸ ἄλλο. Ἔπειτα ἔκλαψαν, ἐκεῖ, ὅλοι μαζὶ .
Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Ἔντουαρντ γύρισε ἀπὸ τὸ ταξίδι του καὶ πῆρε
τὰ παιδιά.
«Ἂν γυρίσεις πίσω», ἴσως
νὰ τῆς εἶχε πεῖ Ἐκεῖνος, τὴν στιγμὴ ποὺ ὅλα ἦταν πράσινα κάτω ἀπὸ τὸ
νερό, «θὰ σοῦ πάρουν τὰ παιδιά». Καὶ τῆς τὰ πῆραν. Τώρα δὲν τῆς ἐπιτρέπουν
νὰ τὰ δεῖ, πράγμα καθόλου περίεργο. Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἔντουαρντ περνάει
καμιὰ φορὰ καὶ τῆς λέει τὰ νέα τους. – Ἡ ἱστορία τους ἔγινε γνωστή,
τοὺς ἔδειξαν σὲ ἕνα ἑβδομαδιαῖο σόου στὴν τηλεόραση. Ἡ Ὤντρεϋ μιλάει
πιά. Ὁ Τάννερ ἄρχισε πάλι τὰ μπάνια. Δὲ ρωτοῦν ποτὲ γιὰ κείνη.
Δὲν πειράζει. Τουλάχιστον εἶναι ὅλοι τους ζωντανοί.
Τὸ λέει αὐτὸ κάθε μέρα – τὸ πρωΐ, στὸ δικαστήριο, τὰ βράδια ποὺ
μένει μόνη. Εἶναι ζωντανοὶ κι ὕστερα ἀπὸ καιρὸ θὰ θυμοῦνται τὸ περιστατικὸ
μόνο καὶ μόνο σὰν τὴν τελευταία βόλτα ποὺ ἔκαναν μὲ τὸ αὐτοκίνητο
μαζὶ μὲ τὴ μάνα τους. Θὰ θυμοῦνται νὰ φτάνουν στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ,
ὅπως ἀκριβῶς τὰ νεογέννητα. Τὸ νερὸ θὰ μένει πίσω τους, ὅπως ἕνας ἐφιάλτης
ποὺ πέρασε πιά. Ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πάντα ἕνα δῶρο γιὰ αὐτούς.
Κι ὁ Θεός; Ὁ Θεὸς κρυμμένος ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὴν λίμνη, θὰ περιμένει
κάποιον ἄλλον γιὰ νὰ Τὸν ἀνακαλύψει. Εἶναι ὑπομονετικός. Γεμάτος
καλοσύνη. Κρατᾶ σφιχτὰ στὰ χέρια του τὶς αἰνιγματικὲς καὶ τρομερές
του ἐπιλογές. Ξέρει ἀπὸ θλίψη. Βαστᾶ τὴν Τάμμυ ἀκόμη καὶ τώρα ποὺ
κοιμᾶται ἐνῶ οἱ ἔνορκοι τὴν κατηγοροῦν.
Ἡ
αἰωνιότητα, ὅπως κι ὁ θάνατος, εἶναι πράσινη.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου