|
ΕΙΧΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ μόνο δύο ὧρες. Τὸ μεσημέρι ζήτησα
ν’ ἀλλάξουν οἱ σκοπιὲς γιὰ νὰ νὰ πάω στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία στὸ
διπλανὸ χωριό. Μοῦ φαινόταν μιὰ πράξη ἀνθρώπινη. Στὸ στρατόπεδο ἦρθε
ἕνας ἱερέας στὶς 11 τὸ βράδυ. Μαζευτήκαμε καὶ ἀφοῦ διάβασε μερικὲς
εὐχὲς καὶ τὸ εὐαγγέλιο, εἴπαμε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ἄχαρη Ἀνάσταση.
Μὲ εἶχαν ὑπηρεσία στὴν πύλη. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἐπέστρεψα κατευθείαν
στὴ σκοπιὰ στὶς δύο τὸ πρωΐ. Εἶχα κοινωνήσει καὶ δὲν ἔνιωθα κούραση.
Ἤμουν χαρούμενος. Μέσα μου συντελοῦνταν μιὰ ἀνάσταση ἀπὸ τὸ δράμα
τῶν προηγούμενων ἡμερῶν. Σιγοέψαλλα τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν
λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα». Δάκρυζα. Σκεφτόμουν τὸ σπίτι καὶ τοὺς συγγενεῖς
ποὺ σὲ λίγο θὰ ἔψηναν τὸ ἀρνὶ στὸ χωριό. Ἄδεια μοῦ εἶχαν δώσει τὴ Μεγάλη
Δευτέρα. Ἐπέστρεψα τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Οἱ «καλὲς» μέρες δίνονταν σὲ ὅσους
εἶχαν μέσον. Οἱ ἄλλοι… στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅλη τὴ Μ. Ἑβδομάδα τὸ στρατόπεδο
ἦταν σὲ ἀναβρασμό. Τὸ Πάσχα θὰ τὸ γιόρταζε μαζί μας ὁ στρατηγὸς μὲ τὴ
γυναίκα του. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐπέστρεψα ἀπὸ τὴν ἄδεια ὣς καὶ τὸ Μ. Σάββατο
ὅλοι κοιμόμασταν ἐλάχιστα. Γυαλίζαμε ἅρματα μάχης καὶ τζὶπ στὸν ὄρχο,
σκουπίζαμε, ἀποψιλώναμε ἀπὸ τὰ χόρτα τὸ στρατόπεδο, μὲ τὰ χέρια, ἀφοῦ
τὰ σκαπτικὰ δὲν ἔφταναν γιὰ ὅλους, ἀσβεστώναμε τοίχους. Μετέφερα ἕνα
τρέιλερ γεμάτο χόρτα. Ἔπρεπε νὰ τὸ δέσω στὸν κοτσαδόρο τοῦ τζίπ. Δὲν
εἶχα βοήθεια. Τὸ τρέιλερ κύλησε καὶ μοῦ ἔπιασε τὸ χέρι. Πάλευα νὰ
τὸ βγάλω, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα. Τὸ χέρι ἄρχισε νὰ πρήζεται. Περνοῦσε τυχαῖα
ἕνας ἀνθυπολοχαγὸς καὶ μὲ εἶδε. Ἔσπρωξε τὸ τρέιλερ κι ἀπελευθέρωσα
τὸ χέρι. «Πάγο» μοῦ εἶπε. «Μὴν πᾶς στὸ γιατρὸ γιατὶ θὰ σὲ τιμωρήσουν. Θὰ
ποῦν ὅτι τὸ ἔκανες ἐπίτηδες γιὰ ἀναρρωτική.»
Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 1966). Σπούδασε στὸ Κλασικὸ Τμῆμα
τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἰωαννίνων. Ἐργάζεται ὡς καθηγητὴς Φιλόλογος
στὴ δημόσια Μέση Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς διηγημάτων Διηγήματα γιὰ τὸ τέλος τῆς μέρας (Ἐκδόσεις
Λογεῖον, Τρίκαλα, 2009) καὶ Ἡ
θεωρία τῶν χαρταετῶν (ἐκδ. Παράξενες Μέρες, Ἀθήνα,
2014).
Τὸν ἄκουσα. Ἔβαζα πάγο καὶ τὸ ἔκρυβα στὴν τσέπη. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν
ἔσπασε. Μὲ πονοῦσε πολὺ ὅμως.
Τὴν Κυριακὴ τὸ πρωῒ δὲν μὲ ἄφησαν νὰ πάω στὸ προσκλητήριο. «Μεῖνε
στὴ σκοπιά» μοῦ εἶπε ὁ ἔφεδρος ἀξιωματικὸς ποὺ ἦταν ὑπηρεσία στὸ
φυλάκιο τῆς πύλης. «Θὰ ἔρχονται ἐπίσημοι καὶ εἶσαι ἀπὸ τοὺς λίγους μὲ
σιδερωμένη στολή.» «Ἄ ρέ, μάνα», σκέφτηκα. «Τί μοῦ ἔκανες;» Θυμήθηκα
μὲ τί σχολαστικότητα σιδέρωνε τὰ φρεσκοπλυμένα ροῦχα μου. «Ποιός
ξέρει πότε θὰ ξαναρθεῖς» ἔλεγε. Κόντευε δώδεκα τὸ μεσημέρι καὶ ἀκόμη
δὲν μὲ εἶχαν ἀλλάξει. Διαμαρτυρήθηκα. Ἤμουν νηστικός. Ὁ ἔφεδρος μὲ
ἄφησε μόνο δέκα λεπτὰ νὰ ξεμουδιάσω καὶ νὰ φάω κάτι, γιατὶ ὁ ἀντικαταστάτης
μου ἦταν γιὰ κλάματα. Ἡ στολὴ τοῦ ἐρχόταν μικρὴ καὶ εἶχε παντοῦ τσαλάκες.
Ἀνέλαβα πάλι. Ζαλιζόμουν, ἀλλὰ σὲ ποιόν νὰ τὸ πῶ. Τὰ μάτια μου βούρκωναν.
Κατὰ τὴ μία ἔγινε πανικός. Κατέβηκε ὁ διοικητὴς καὶ οἱ ἀξιωματικοὶ
στὴν πύλη. Ἐρχόταν ὁ στρατηγός. Μετὰ τὰ «παρουσιάστε», τὰ «στρατιώτης
τεθωρακισμένων κλπ.» γιὰ τὴν ὑποτιθέμενη γνωριμία, πῆρα πάλι τὴ
θέση μου στὴ σκοπιά. Μὲ φώναξε σχεδὸν ἀμέσως ὅμως ὁ ἔφεδρος. Μᾶς εἶχαν
στήσει ὅλους τοῦ φυλακίου τὸν ἕναν δίπλα στὸν ἄλλον σὰν γιὰ ἐκτέλεση.
Μᾶς ἔδωσαν ἀπὸ ἕνα αὐγό. Τὸ μυαλό μου κοιμόταν. Δὲν θυμᾶμαι πολλά.
Μόνο τὴ φωνὴ τοῦ στρατηγοῦ νὰ μὲ ρωτάει ἀπὸ ποῦ εἶμαι καὶ «Δέκα μέρες
ἄδεια στὸν Καρδιτσιώτη». Τσουγκρίσαμε καὶ τοῦ ἔσπασα τὸ αὐγό. Μᾶλλον
ἡ ἔκφρασή μου ἔδειχνε ὅτι δὲν τὸ πίστευα καὶ γι’ αὐτὸ πιὸ δυνατὰ καὶ ἐπιτακτικὰ
ὁ στρατηγὸς εἶπε στὸν διοικητή: «Φεύγει τώρα!». «Ἄ ρέ, μάνα» ἦταν τὸ
μόνο ποὺ σκέφτηκα.
Μὲ ὠτοστόπ, λεωφορεῖα καὶ τραῖνα στὶς δύο τὸ βράδυ ἔφτασα στὸ
σπίτι κι ἔβαλα τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα.
ΠΗΓΗ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 1966). Σπούδασε στὸ Κλασικὸ Τμῆμα
τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἰωαννίνων. Ἐργάζεται ὡς καθηγητὴς Φιλόλογος
στὴ δημόσια Μέση Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς διηγημάτων Διηγήματα γιὰ τὸ τέλος τῆς μέρας (Ἐκδόσεις
Λογεῖον, Τρίκαλα, 2009) καὶ Ἡ
θεωρία τῶν χαρταετῶν (ἐκδ. Παράξενες Μέρες, Ἀθήνα,
2014).
|
This post is
asupported
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου