
Ερμία, Εκατομβαίως ισταμένου.

Εκατομβαίως απιόντος.
Απόψε φριχτός εφιάλτης
με αλάφιασε. Άνεμος δυνατός, λέει, σηκώνει τα κύματα πάνω από το παράθυρο. Βροντάει
το νερό τις πόρτες χωρίς να μπαίνει μέσα. Μου φωνάζει πως ο ξενιτεμένος ήρθε. Όλο λαχτάρα βγαίνω στην εξώθυρα και τι να δω. Μια σειρά ξύλινα σκαριά καλοτάξιδα,
ολόισια κομμένα στη μέση από γιγάντιο πριόνι. Ακρωτηριασμένα τα είχε αποθέσει
το κύμα, σαν τάματα απλωμένα στην εικόνα κάποιου άγνωστου ως τα τώρα θεού. Τρομάζω
στη σκέψη, ότι μπορεί να υπάρξει θεός, που να ζητάει τέτοιες θυσίες.
Η φουρτούνα σήμερα
ήταν πραγματική και όχι όνειρο. Έφερε έξω από την πόρτα μου κομμάτια ξύλου από
τσακισμένα ψαροκάικα. Έτρεξα στον βράχο απάνω, μήπως δω και τα άλλα τα
ακρωτηριασμένα του ύπνου μου, από τον χθεσινό εφιάλτη. Τα είδα μακριά στον
ορίζοντα του χρόνου, τρεις χιλιετίες μετά. Συντρίμμια κι ανάμεσά τους άνθρωποι
να κλείνουν τα μάτια με μαύρα γυαλιά, να φορούν πολύχρωμα πουκάμισα, να
παίρνουν από τους αργυραμοιβούς γρήγορα αυτοκίνητα. Η θάλασσα ησύχασε και σάρκασε
για το ψέμα που υπερασπίζομαι. Τις αξίες. Τις αξίες που θα παραδώσω στους
επόμενους να θυσιάζουν σε μοχθηρούς θεούς.
Καρνείου νουμηνία.
Ποιος είναι αυτός ο
θρασύς που με αναστάτωσε χθες και ξέχασα το σάβανο απείραχτο; Ένας βρωμερός και
τρισάθλιος ζητιάνος ήτανε, που τόλμησε να παραβγεί τα αρχοντόπουλα. Τόλμησα κι
εγώ να σκεφτώ με πονηριά τρόπους για να τον αποφύγω. Κι όμως. Επιθύμησα κρυφά,
να ήταν μεταμφίεση τα γηρατειά και τα σχισμένα του ρούχα. Έστησα την παγίδα μου
με το ριζωμένο κρεβάτι κι έπεσα εγώ η ίδια μέσα. Γιατί πράγματι ήταν μεταμφίεση,
που έκρυβε εκείνον. Τον ξενιτεμένο άντρα, που κάποτε με καθήλωσε στο σπίτι κι ο
ποιητής μου είπε, ότι στο εξής θα μείνω εκεί για να δείχνω, πώς είναι να
περιμένεις.
Λυδία Μαργαρώνη, Μάιος
‘18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου