|
ΚΑΤΕΒΑΙΝΑΜΕ ΨΗΛΑ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία.
Μπροστὰ πήγαινε ἡ μάνα
μου καὶ τὴν ἀκολουθοῦσαν τὰ τρία ἀδέρφια μου. Ἐγώ, ἐρχόμουνα παραπίσω,
ὅπως ἦταν τὸ χούι μου.
Εἴχαμε τὸ μνημόσυνο γιὰ τὰ σαράντα τοῦ πατέρα μου.
Τότε τὸν εἶδα.
Περνοῦσε στὸν κεντρικὸ δρόμο τοῦ χωριοῦ, στητὸς καὶ κορδωμένος. Οἱ δικοί
μου, ὅτι εἶχαν στρίψει ἀριστερά, γιὰ τὸ σπίτι μας, ὅταν αὐτὸς ξεφύτρωσε
ἀπὸ τὸ μονοπάτι πλάι στὸ ποτάμι, τὴ Μαντήλω, καὶ βάδιζε σ’ ἀντίθετη
κατεύθυνση, πρὸς τὴν πλατεία.
Ἄλλαξα πορεία, ξέκοψα ἀπὸ τὴν οἰκογένεια καὶ τὸν ἀκολούθησα.
Γιατί φοροῦσε τὸ κουστούμι τοῦ πατέρα μου.
«Εἶμαι ὁ γιατρός», φώναζε χαιρέκακα. «Εἶμαι ὁ γιατρὸς Παπαθωμάς».
Παλαβὸς δὲν ἦταν, δὲν τάχε χάσει ἀκόμα, παρὰ ἕνας βαμμένος κόκκινος,
ἕνα δεκαοχτάχρονο παλιόπαιδο, ποὺ ξέμεινε ἀπὸ τοὺς ἄλλους φονιάδες
καὶ δὲν δίστασε νὰ βγάλει τὰ ροῦχα τοῦ πατέρα μου καὶ νὰ τὰ φορέσει ὁ ἴδιος,
ἀφήνοντας τὸ τρυπημένο ἀπὸ τὶς σφαῖρες κορμὶ ὁλόγυμνο, πάνω στὰ
βουνά.
Γιὰ νὰ τὸ φάνε πιὸ εὔκολά τὰ ὄρνια καὶ τὰ τσακάλια.
Ἦταν ξενόφερτος στὸ χωριό. Δὲν ξέραμε ἀπὸ ποῦ κρατοῦσε ἡ σκούφια
του. Τὸν εἶχαν στρατολογήσει μὲ τὸ ζόρι οἱ ἀντάρτες καὶ ἔγινε μετὰ ἕνα
σκυλὶ μαῦρο, ἕνας γενίτσαρος, τόσο ποὺ κι οἱ ἴδιοι οἱ δικοί του τὸν φοβόντουσαν
καὶ τὸν ἀπέφευγαν.
Τὸ σῶμα τοῦ πατέρα μου δὲν τὸ ηὔραμε ποτέ.
Ὁ Μάμαλης, ἔτσι τὸν λέγαμε, διάβαινε κάθε μέρα μπροστὰ ἀπὸ τὸ μεγάλο
πέτρινο σπίτι μας, φωνάζοντας: «Εἶμαι ὁ γιατρὸς Παπαθωμάς. Εἶμαι ὁ
γιατρός». Περιφερόταν μετὰ στὴν πλατεία ἐπαναλαμβάνοντας τὴν ἴδια
δήλωση.
Συνέχισε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ πολλὰ χρόνια ἀργότερα. Κανεὶς ὅμως, δὲν
τὸν ἀπόπαιρνε πιά. Κανεὶς δὲν τοῦ ’δινε σημασία, ἀφοῦ εἶχε χάσει τελικὰ
τὰ μυαλά του.
Πῆγε καιρὸ φυλακή, τὸν βασάνισαν οἱ χωροφύλακες, τὸν πέρασαν ἀπὸ
φάλαγγα, τί ἄλλο τούκαναν δὲν ξέρω.
Ἐλευθερώθηκε μὲ τὴν ἀμνηστία, γύρισε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ χωριό.
Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ βγῆκε στὴν πλατεία φοροῦσε πάλι τὸ κουστούμι τοῦ
πατέρα μου κι ἔλεγε καὶ ξανάλεγε τὰ ἴδια λόγια. Τόσο ποὺ τὸν συνήθισαν
ὅλοι, κι ὅσοι νεότεροι μάλιστα δὲν τὸν ξέρανε, οὔτε εἶχαν ἀκούσει
τίποτε γιὰ τὸ φόνο, γιὰ τὴν ἐκτέλεση, τὸν πιστεύανε πὼς ἦταν ὅποιος
ἔλεγε.
Τὸν δέχτηκα στὴν αὐλή μου. Εἶχα μείνει ἡ μόνη κληρονόμος στὸ ἀρχοντικό
τοῦ γιατροῦ, τ’ ἀδέρφια μου ἔφυγαν στὴν Ἀθήνα, ἡ μάνα μου πέθανε.
Τοῦ ’δινα κάθε μεσημέρι ἕνα πιάτο φαί, τοῦ τὸ πήγαινα ἔξω, στὸ πεζούλι.
Δὲν τὸν ἤθελα νὰ μπεῖ μέσα στὸ σπίτι μου.
Καθόμουνα καὶ τὸν κοίταζα ποὺ ἔτρωγε, κι εἶχα ἕνα φόβο, ἔτρεμα ἀπὸ
ἀγωνία, μὴν πέσει πάνω του τὸ φαί, ἔτσι ὅπως ἔτρωγε λαίμαργα. Καὶ τὸ
λερώσει τὸ κουστούμι τοῦ πατέρα μου.
Ὅταν τελείωνε τὸ φαγητό, ἐπαναλάμβανε τὴν ἴδια φράση. «Εἶμαι ὁ
γιατρός» μοῦ ’λεγε «εἶμαι ὁ γιατρός, Παπαθωμάς». Καὶ μὲ περίμενε.
Πήγαινα τότε ἐγὼ γρήγορα καὶ τοῦ ’φερνα μιὰ κανάτα νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι.
Τὸ ’πινε, σηκώνονταν κι ἔφευγε χορτασμένος.
Μόνο τὴ μέρα ποὺ χάθηκε ἀπὸ ἀνακοπή καρδιᾶς –οὔτε τριάντα χρόνων– δὲν
ἐπανέλαβε τὴ φράση του. Ἀπόφαγε, σταυροκοπήθηκε, πρώτη του φορά,
κι ἀποχώρησε μετὰ σιωπηλός, χωρὶς νὰ περιμένει γιὰ τὸ νερό.
Τὸν ἔκλαψα ὅπως δὲν εἶχα κλάψει ἄνθρωπο. Κατέβασα μὲ τὰ νύχια τὸ πρόσωπό
μου, ξερίζωσα τὰ μαλλιά μου. Ἔσκουξα δυνατά. Ἔφτασαν οἱ φωνές μου ὡς
τοὺς λόγγους καὶ στ’ ἄγρια βουνά. Σὰν κότα κακάριζα πάνω στὸ νεκρὸ κορμί.
Τὸ μαῦρο κουστούμι τοῦ γιατροῦ, κουστούμι ἀπὸ γνήσιο ἀγγλικὸ κασμίρι
ἄφθαρτο. Ὀλοκαίνουργιο. Τὸ πουκάμισο λευκό, κολλαριστὸ καὶ πεντακάθαρο.
Ἔλαμπε μέσα στὸ φέρετρο. Τὰ κεντητὰ σκαρπίνια μὲ τὰ μικρὰ δοντάκια ἄλιωτα.
Τόσα χρόνια.
Ἡ γραβάτα του ἤτανε κόκκινη. Κατακόκκινη, αἷμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου