ΓΥΡΙΣΕ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ καὶ ἄνοιξε τὴν ντουλάπα. Πρῶτα
τὸ δεξιὸ φύλλο ποὺ ἔτριξε ἀπὸ τὴν ἀχρησία. Γκρινιάζει κι αὐτὴ μὲ
τὸν τρόπο της —σκέφτηκε— ποὺ χέρι δὲν τὴν ἀνοίγει πιά. Ὅλα τοποθετημένα
μὲ τάξη καὶ σειρά. Χώθηκε ὁλόκληρος λὲς καὶ ἤθελε νὰ τ᾿ ἀγαπήσει
γιὰ τελευταία φορά. Νὰ τὸν χαϊδέψουν οἱ μπλοῦζες, νὰ τὸν ἀγγίξει
κι ἐκεῖνο τὸ ταγιὲρ ποὺ φόραγε τὴν ἄνοιξη, νὰ τὸν τυλίξει καὶ τὸ
μαντὼ ποὺ τόσο τῆς πήγαινε. Μανταρίνι, κισσός, ὀρχιδέα πυρπόλησαν
τὶς αἰσθήσεις του καὶ ζαλισμένος πισωπάτησε. Ἡ κίτρινη ζακέτα
κρεμόταν τελευταία δίχως νὰ τὴν ἔχει ξεθωριάσει ὁ χρόνος. Δίστασε.
Τὴν ἄνοιξε πάνω στὸ κρεϐάτι, τὴ σιδέρωσε μὲ τὶς παλάμες του, τὴ
δίπλωσε προσεκτικά, τὴν τακτοποίησε στὸ σακίδιό του – ἄστατος ὁ
καιρὸς τελευταῖα, δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε. Ὕστερα, τὸ ἀριστερὸ
φύλλο. Ἐδῶ δὲν χρονοτρίϐησε. Φόρεσε τὸ καρὼ πουκάμισο ποὺ τοῦ
εἶχε ἀγοράσει ἐκείνη – «τώρα εἶσαι ὁλόιδιος ὁ Ρόμπερτ Ρέντφορντ
στὸ Γητευτὴ τῶν ἀλόγων, ὁ γητευτὴς τῆς δικῆς μου ζωῆς, μὴν σοῦ πῶ
καὶ καλύτερος», τοῦ εἶχε πεῖ ἡ Δεσποινιὼ στὴν ἐπέτειο τοῦ γάμου
τους πρὶν ἀπὸ κάμποσα χρόνια.
Πάστρεψε γιὰ λίγη ὥρα τὸ σπίτι, τακτοποίησε τὰ πιάτα στὴν
κουζίνα, πῆρε ἕνα φύλλο χαρτὶ κι ἔκαμε τὸ χρέος του. Σὲ λίγο βγῆκε
ἔξω νὰ κάμει ἕνα τσιγάρο. Δὲν τὸν χώραγε ὁ τόπος, δὲν τὸν χώραγε
τὸ σῶμα του. Δεκάρα δὲν ἔδινε γιὰ τὶς συμϐουλὲς τοῦ γιατροῦ.
Ἔσκυψε μὲ δυσκολία· ἄφησε τὸ κλειδὶ τῆς γκαρσονιέρας ποὺ
νοίκιαζε κάτω ἀπὸ τὸ χαλάκι τῆς ἐξώπορτας μαζὶ μ᾿ ἕνα γράμμα, αὐτὴ
τὴ φορά, γιὰ τὸν Κώστα. Θὰ καταλάϐει αὐτός, συλλογίστηκε. Τὰ βήματά
του τὸν ἔφεραν στὸν κουρέα τῆς γειτονιᾶς. «Κούρεμα καὶ κόντρα ξύρισμα,
παρακαλῶ.» «Ἄντε καὶ γαμπρός, Νικήτα», τοῦ εὐχήθηκε ὁ Θεόφιλος
—φτυστὸς ὁ Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στὸ Λούνα Πὰρκ— κι ἀμέσως
δαγκώθηκε μὲ τὴ γκάφα του. «Μὲ τὸ συμπάθιο», συνέχισε αὐτὸς χωρὶς
νὰ τσιγκουνευτεῖ τὴν Old Spice, «ἀλλὰ δὲν μοῦ ἔχεις πεῖ ποτὲ πόσα
χρόνια κουϐαλᾶς στὴν καμπούρα σου».
Γέλασε καὶ τοῦ ᾿πε: «χοντρικά, πάντα χοντρικά, Θεόφιλε, λίγο
προτοῦ πεθάνω…» «Κουνήσου ἀπ᾿ τὴ θέση σου, ἄνθρωπέ μου», τοῦ εἶπε ἐκεῖνος
καὶ σταυροκοπήθηκε. «Τὸ μόνο ποὺ εὔχομαι εἶναι ἐκεῖ ποὺ θὰ πάω νὰ
βρῶ ἕνα ψαλίδι σὰν τὸ δικό σου, Θεόφιλε.»
Γιὰ μιὰ στιγμή, καθὼς γύρισε, εἶδε τὸ πρόσωπο τῆς Δεσποινιῶς,
ὅπως τὸ χάραξε ὁ νοῦς του μέσα στὸν καθρέφτη, νὰ διανεύει σὰν ἀερικό.
Χαμογέλασε. «Ἄ, μὴν ξεχάσεις, τὴν ἀγάπη μου στὴν Οὐρανία», τοῦ ἔγνεψε
ὁ Νικήτας κλείνοντας τὴν πόρτα καὶ κοντοστάθηκε γιὰ μιὰ στιγμή:
«Ποτὲ δὲν ἤμουν καλύτερα, Θεόφιλε. Ὕπνος καὶ ξύπνιος εὔκολα ζευγαρώνουν,
μέχρι νὰ κάνεις πφφ καὶ νὰ περάσεις στὸ σκοτεινὸ τὸ θάλαμο».
Σταμάτησε στὸ καφενεῖο τοῦ Γκίκα κι ἔπαιξε μιὰ τελευταία
παρτίδα τάϐλι μὲ τὸν Ἀργύρη – ὅλο διπλὰ σήμερα· ἦταν, φαίνεται,
ἡ μέρα του. Ἀντάλλαξαν —ὅπως πάντα— λίγα λόγια γιὰ τὰ τρέχοντα, ἤπιανε
τὸ σαϐϐατιανό τους μὲ μεζέ, ἔϐαλε μιὰ ἐλιὰ στὸ στόμα, γέμισε
καὶ τὸ φλασκί του γιὰ ὥρα ἀνάγκης. Ἀποχαιρετήθηκαν. Στὸ περίπτερο
τῆς γωνίας ἀγόρασε πακέτο. Ἀπὸ τὰ βαριά.
Τό ᾿χε πάρει ἀπόφαση. Ὅταν ἔχασε τὴ δουλειά του, δὲν τὸν πείραξε.
Οὔτε σκοτίστηκε ποὺ ἡ σύνταξη δὲν φτούραγε γιὰ ὁλόκληρο τὸ μήνα.
Οὔτε ἔσκασε ὅταν τοῦ κατασχέσανε τὸ σπίτι. Οὔτε τά ᾿βαψε μαῦρα
σὰν χάλασε γιὰ πάντα ἡ ὑγεία του. «Ἀπεδόθη» κι αὐτό, ἔλεγε φιλοσοφώντας
κάθε φορά, ἔτσι γιὰ νὰ παρηγοριέται. «Ἀπεδόθη» κι αὐτό. Μιὰ μέρα…
ἔμεινε μισός. «Ἀπεδόθη» κι αὐτή. Μαγκούφη καὶ τσαγκό, τὸν ἔλεγαν,
ἐπειδὴ ἀπέφευγε ἔκτοτε τὶς πολλὲς συναναστροφές. Περισσότερο
τὸν πείραξε ποὺ δὲν τήρησε τὴν ὑπόσχεσή του καὶ δὲν τὴν ἀκολούθησε.
Πίσω δὲν κοίταξε καὶ τράϐηξε κατὰ πάνω. Στὸ δρόμο συνάντησε
ξωμάχους. «Πῶς ἀπὸ δῶ;» τοὺς ρώτησε. Κι ἐκεῖνοι χαμογέλασαν καὶ
προσπέρασαν. Ὁ περίπατος στὸ βουνὸ τὸν ἀναζωογόνησε. Ἡ ὀμορφιὰ
εἰσέϐαλε μέσα του καὶ τὸν μέθυσε. Σὲ λίγο ἀποκαμωμένος ἄραξε
σ᾿ ἕνα πεζούλι. Οἱ χυμοὶ ἀνέϐαιναν ἀπὸ τὶς ρίζες. Φούσκωναν τὰ
μάτια τῶν δέντρων. Ἴδια κι ἡ ψυχή του πλημμύριζε ἀπὸ τὴν κραιπάλη
τῶν χρωμάτων, κι ὅλα τὸν ἔκαναν δικό τους, κι ὅλα γίνονταν καθρέφτης
νὰ δεῖ μέσα τους πρόσωπα καὶ πράγματα, πάθη κι ἀγάπες ἀπὸ ἐκεῖνα
τὰ παλιά, τὰ γκρίζα χρόνια.
Ἔϐαλε τὸ χέρι ἀντήλιο. Τὰ πλεούμενα γλιστροῦσαν στὴν ὑγρὴ ἐπιφάνεια
καὶ σὲ λίγο ἔσϐηναν ἀπὸ μπροστά του, ὅπως κλείνεις γιὰ μιὰ στιγμὴ
τὰ μάτια καὶ ἀνεπαισθήτως καρώνεις τὸν αἰώνιο ὕπνο. Εἶδε καὶ τὴν
Πελοπόννησο ποὺ αὐτὴ τὴν ὥρα φάνταζε σὰν ζῶο ξαπλωμένο· καὶ τὴν
Αἴγινα ἀμέριμνη νὰ ταξιδεύει πάνω σ᾿ ἕνα πλατανόφυλλο. Φοϐήθηκε
μήπως δὲν τὴν ἀντέξει τόση ὀμορφιὰ καὶ κάνει πίσω, φοϐήθηκε μήπως
σπάσει ἀπὸ τὸ φῶς. Ἔκλεισε γιὰ ὥρα τὰ μάτια κι αἰσθάνθηκε τὸ οὐρανοθάλασσο
καὶ τὰ δέντρα καὶ τὸ βουνὸ ὁλάκερο νὰ μπαίνει μέσα του, νὰ γίνεται
ὁ ἴδιος χῶμα καὶ νερό, ἥλιος, σύννεφο καὶ μώϐ, λὲς κι ἡ ζωή του μόλις
ξεκινοῦσε.
Ἅπλωσε τὸ χέρι σὲ μιὰ πέτρα καὶ τὴ χάιδεψε μὲ στοργὴ λὲς κι αὐτὴ
ἡ πέτρα συμπύκνωνε τὸ σπόρο τῆς φωτιᾶς ποὺ γιὰ χρόνια ἀδράνειας καὶ
σιγῆς κρύϐεται κάτω ἀπὸ τὸ χῶμα, ὥσπου μιὰ μέρα νὰ ξαναγεννηθεῖ.
Ἀφυπνίστηκε ἀπὸ ἕνα ἀγκάθι ποὺ τοῦ μάτωσε τὸ δάχτυλο. Ἕνα τριαντάφυλλο
ξεπετάχτηκε ἀπὸ τὸ πουθενά. Μιὰ σκιὰ στάθηκε πίσω του καὶ σὰν μετάξι
τὸν ἄγγιξε. Το ᾿ξερε! Μιὰ ζωὴ αὐτὸ ἦταν τὸ σύνθημά τους. «Δεσποινιώ!»
εἶπε ξαφνιασμένος. «Ἐσύ;»
Ἀναθάρρεψε. Λύθηκε ἐπιτέλους ἡ σιωπή του καὶ ἄναψε τὸ γέλιο
μέσα του. Μέτρησαν τὰ χρόνια κι ἀναλογίστηκαν πόσο γρήγορα ἐρημώνει
ὁ ἄνθρωπος σὰν μένει μαγκούφης καὶ τίποτα δὲν περιμένει. Μίλησαν
γιὰ τὰ παλιά, τὰ χιλιοειπωμένα, τὰ δικά τους, μίλησαν καὶ γιὰ τ᾿ ἄλλα,
τὰ σκοτεινά, τ᾿ ἀνομολόγητα. Αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ κάποιες παραλλαγές.
Εἶπαν νὰ τὰ ἱστορήσουν κάπως ἀόριστα, σὲ τρίτο πρόσωπο, λὲς καὶ ὅλα
τοῦτα συνέϐησαν σὲ ξένους.
Κουϐέντα στὴν κουϐέντα, κάπνισαν ὁλόκληρο τὸ πακέτο. Στὸ
τέλος τὴ ρώτησε γιὰ τὸ καινούριο σπίτι, ἂν εἶναι στενάχωρο, ἂν ἔχει
ὑγρασία, ἂν χρειάζεται μερεμέτια. Τὰ γνωστά. Τὰ χέρια του ἔπιαναν.
«Μὴν σκοτίζεσαι! Μόνο… αὐτὲς οἱ ἀγρυπνίες.»
Χαμογέλασε. «Κι ἐμένα», τῆς ἐξομολογήθηκε, «ὕπνος δὲν μοῦ
κολλᾶ τελευταῖα».
«Ποῦ ἀκούστηκε!» τοῦ εἶπε. « Ἡ νύφη νὰ κλέϐει τὸ γαμπρό…»
Γέλασαν μὲ τὴν ψυχή τους.
«Σὲ καλό μας!» τοῦ ἔκανε στὸ τέλος καὶ χάιδεψε τὰ γκρίζα χιόνια.
Λέγανε ἱστορίες μέχρι ποὺ τὸ φεγγάρι ἔσκασε μύτη πίσω ἀπὸ
τὸ βουνό.
Ἔϐαλε ψύχρα κι αὐτὴ δὲν εἶχε πάρει τίποτα μαζί της.
Ἄνοιξε τὸ σακίδιο καὶ τῆς ἔριξε στοὺς ὤμους τὴν κίτρινη ζακέτα.
«Διψῶ, Νικήτα, διψῶ!» τοῦ φάνηκε νὰ λέει, μ᾿ ἕνα χαμόγελο
στὰ χείλη.
Ἔϐγαλε ἀπ᾿ τὴ μέσα τσέπη τοῦ σακακιοῦ του τὸ φλασκί. Ἤπιαν μιὰ
γουλιὰ κρασὶ νὰ γλυκάνουν τὴν πίκρα τῆς ἀπουσίας καὶ μὲ τὸ ὑπόλοιπο
ράντισε τὸ χῶμα.
Τὴ νανούρισε μ᾿ ἕνα σκοπὸ στὴ φυσαρμόνικα ποὺ εἶχε ἀκούσει
ἕνα καταχείμωνο στὸ Κιλκὶς καὶ ἔκτοτε τοὺς ἔδινε κουράγιο. Ἦταν
τὸ παρασύνθημα —μὰρς γιὰ ὕπνο— ποὺ μόνον οἱ δυό τους γνώριζαν καὶ
τό ᾿λεγαν κάθε χρόνο τέτοια μέρα.
Ψυχὴ δὲν σάλευε τριγύρω, μόνο τοῦ ἀνέμου τὸ σκίρτημα ἔσϐηνε
κάπου στὸ βάθος μαζὶ μὲ τὸν καημὸ τῆς φυσαρμόνικας. Σιωπὴ σφράγιζε
τώρα τὰ χείλη, καὶ μιὰ λύπη ποὺ σπάρθηκε ὁλόγυρα στὴν πλάση σοῦ ᾿σφιγγε
τὴν καρδιά.
Τὸ σκοτάδι σιγὰ-σιγὰ τοὺς κύκλωσε. Τὸν ἔκλεισε στὴν ἀγκαλιά
της, ἔγειραν στὸ πλάι καὶ ἀνυπεράσπιστοι ἀποκοιμήθηκαν νωρὶς-νωρίς.
Πηγή:
ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Σπουδὴ
στὸ κίτρινο (ἐκδ. Τὸ Ροδακιό, 2018).
Δημήτρης
Χριστόπουλος. Ἐργάζεται ὡς φιλόλογος
στὴ Μ.Ε., ἐνῶ σπουδάζει Δημιουργικὴ Γραφὴ στὸ Πανεπιστήμιο Δ.
Μακεδονίας. Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς διηγήματων Δημόσιες Ἱστορίες (ἐκδ.
Πήγη, 2013) καὶ Σπουδὴ
στὸ κίτρινο (ἐκδ. Ροδακιό, 2018). Διηγήματά του ἔχουν
δημοσιευτεῖ στοὺς ἱστοχώρους καὶ τὰ περιοδικὰ Πλανόδιον, Φρέαρ, Δέκατα, Bookpress καὶ στὸ Fractal. Διατηρεῖ
τὸν φιλολογικὸ ἱστότοπο Ἠλεκτρονικὴ
Τράπεζα Φιλολογικῶν Θεμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου