ΚΑΘΕ ἔμπα τοῦ Σεπτέμβρη, στὰ Τριπόταμα Ψωφίδος,
χωριὸ κοντὰ στὰ χωριὰ τῶν γονιῶν μου, καὶ σταυροδρόμι τριῶν ποταμῶν,
ὅπως τὸ ὄνομά του μαρτυρεῖ, τοῦ Ἐρύμανθου, τοῦ Ἀροάνιου καὶ τοῦ Σειραίου,
ἀνάμεσα στὰ Λάμπεια ὅρη καὶ τὸ Ἀφροδίσιο, γινόταν μεγάλη ἐμποροζωοπανήγυρη,
κι ἀκόμα γίνεται δηλαδὴ χωρὶς ὅμως πιὰ νὰ ἀγοραπωλοῦνε ζῶα. Πραματευτάδες
ἀπὸ ὅλα τὰ γύρω μέρη μαζεύονται καὶ γεμίζουν μὲ πάγκους τοὺς δρόμους
ὣς τὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας. Γύρω ἀπὸ τὴν πλατεία, στήνονται πρόχειρες
πίστες γιὰ τὰ κλαρίνα κι ἕνα σωρὸ τραπέζια γιὰ τὴ βραδινὴ ἐπιδρομὴ
στὴ γίδα καὶ τὴ γουρνοπούλα.
Στὸ πανηγύρι πηγαίναμε συνήθως μεσημέρι καὶ καθόμαστε ὣς τὸ
βράδυ. Κι ἐνῶ ἡ μητέρα μου καὶ ἡ θεία κοιτάζαν τοὺς πάγκους μὲ τὰ ροῦχα
καὶ τὰ κουζινικά, ἐγὼ προπορευόμουν καὶ χάζευα γιὰ ὧρες τὰ τσοκάνια.
Τὰ ἔπιανα ἕνα-ἕνα καὶ τὰ περιεργαζόμουν, προσπαθώντας νὰ ἀποτυπώσω
τὸν ἰδιαίτερο μεταλλικό τους ἦχο. Λένε πὼς τὰ πιὸ μεγάλα τα κρεμοῦσαν
στὰ πιὸ ἄτακτα ζῶα γιὰ νὰ ἐμποδίζουν τὶς σκανταλιές τους.
Μιὰ χρονιά, θὰ γινόμουν λυκειοκόριτσο θαρρῶ, ὅπως κατηφόριζα
πρὸς τὴν πλατεία, πλάι μου χαμηλώνει ταχύτητα ἕνα παπάκι. Ἐποχούμενος
ἕνας κατάξανθος νεαρὸς ὀνόματι Γιάννης, ὅπως αὐτοβούλως μοῦ συστήθηκε,
μὲ μάγουλα ροδαλά, βουνίσια, τὰ εἴκοσι θὰ τά ’χε πατημένα καὶ ἤδη,
καθὼς φαινόταν, καζανόβας. Νὰ μαρσάρει καὶ μὲ προφορὰ βαριά, νὰ μὲ
ρωτάει πῶς σὲ λένε, ἀπὸ ποῦ εἶσαι, πῶς περνᾶς καὶ ὅλα τὰ σχετικά. Ἐγὼ
σὰν χέλι τοῦ ξεγλίστρησα καὶ χάθηκα στὸ πλῆθος, ἔχοντας γευτεῖ γιὰ
πρώτη μου φορὰ αὐτὸ ποὺ συνηθίζανε νὰ λένε νυφοπάζαρο.
Πέρασαν πέντε-ἕξι χρόνια μέχρι νὰ ξαναπάω στὸ χωριό. Ὁ Γιάννης
φόραγε ράσα καὶ κρατοῦσε σὲ κάθε χέρι κι ἀπὸ ἕνα κουτσούβελο. Ἦταν
πιὰ πατέρας καὶ ποιμήν. Ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψή του, μάλιστα, χτίστηκε ἡ
πρώτη ἐκκλησία μὲ τὸ ἱερὸ νὰ κοιτάζει στὴ δύση κι ὄχι στὴν ἀνατολή,
πράγμα πρωτοφανὲς κι ἀνόσιο. Οἱ χωριανοὶ τὸν ἔβριζαν γιὰ ἄθεο, ἔλεγαν
πὼς θὰ καεῖ στὴν κόλαση γιὰ τὸ ἀνόμημά του καὶ στὴ διαβολεμένη ἐκκλησία
δὲν πατοῦσαν.
Κι ἐγὼ ἔβλεπα τὸν πατέρα Ἰωάννη μόνο του νὰ ψάλλει τὴ λειτουργία
κάθε Κυριακή, καὶ σκεφτόμουν πῶς οὔτε ράσο, οὔτε τσοκάνι φτάνει νὰ
βάλει χαλινάρι σ’ ἄναρχη ψυχή.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ράνια Καραχάλιου: Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν Πάτρα, ἀλλὰ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Ἐκπονεῖ διατριβὴ στὴν Ἀνάλυση τῆς Συνομιλίας. Μέλος τῆς συντακτικῆς ὁμάδας τοῦ ποιητικοῦ περιοδικοῦ Τεφλόν.
|
|
|
|
|
και ο Θεός δεν είναι άναρχος σύμφωνα με τα Βυζαντινά κάλαντα;
ΑπάντησηΔιαγραφή