|
ΗΤΑΝ ΒΡΑΔΥ καὶ ἡ ἐξοχὴ ἤδη μισοκοιμόταν. Ἀπὸ
τὶς κοιλάδες σηκωνόταν τὸ χνούδι τῆς ὁμίχλης καὶ ἀκουγόταν τὸ κάλεσμα
τοῦ μοναχικοῦ βατράχου ποὺ ὅμως σύντομα σιωποῦσε (τὴν ὥρα ποὺ νικιοῦνται
ἀκόμα καὶ οἱ καρδιὲς ἀπὸ πάγο, μὲ τὸν καθάριο οὐρανό, τὴν ἀνεξήγητη
γαλήνη τοῦ κόσμου, τὴ μυρωδιὰ τοῦ καπνοῦ, τὶς νυχτερίδες καὶ τὰ κρυφὰ
βήματα τῶν πνευμάτων στὰ παλιὰ σπίτια), ἐκείνη τὴν ὥρα, νά ’τος, ὁ ἱπτάμενος
δίσκος προσγειώθηκε στὴν ὀροφὴ τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐνορίας ποὺ δεσπόζει
στὴν κορυφὴ τοῦ χωριοῦ.
Χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ μόλις εἶχαν μπεῖ στὰ σπίτια
τους, ὁ μηχανισμὸς κατέβηκε κάθετα ἀπὸ τὸ διάστημα, δίστασε μερικὲς
στιγμὲς βγάζοντας ἕνα εἶδος βουητοῦ, καὶ στὴ συνέχεια ἄγγιξε τὴ σκεπὴ
χωρὶς θόρυβο, ὅπως ἕνα περιστέρι. Ἦταν μεγάλος, φωτεινός, συμπαγής,
ὅμοιος μὲ μία τεράστια φακή. Ἀπὸ κάποια ἀνοίγματα συνέχισε νὰ
βγαίνει σφυρίζοντας ἕνα ἀεράκι. Στὴ συνέχεια σιώπησε καὶ ἔμεινε ἀκίνητος,
σὰν νεκρός.
Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati) (San Pellegrino di
Belluno, 1906 – Milano, 1972). Σπούδασε Νομικὰ καὶ ξεκίνησε τὴν δημοσιογραφική
του δραστηριότητα δουλεύοντας στὴν ἐφημερίδα Corriere della Serra, τὴν
ὁποία δὲν ἐγκατέλειψε ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἦταν ἐπίσης ζωγράφος,
σκηνογράφος καὶ μουσικός. Γνώστης τῆς κεντροευρωπαϊκῆς λογοτεχνίας
καὶ τῆς σκανδιναβικῆς μυθολογίας ἐπηρεάστηκε πολὺ ἀπὸ τὸν Κάφκα.
Μετὰ τὴν ἐμπειρία του στὴν Αἰθιοπία ἔγραψε τὸ πιὸ διάσημο βιβλίο
του Ἡ ἔρημος τῶν Ταρτάρων τὸ ὁποῖο μεταφράστηκε
σὲ πολλὲς γλῶσσες. Στὰ διηγήματά του ξεχωρίζει ὁ ὑπερρεαλιστικὸς
μύθος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ποὺ περιστοιχίζεται ἀπὸ προβλήματα
γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ λύση. Ἀπὸ μιὰ ἄποψη, εἶναι ἕνας συγγραφέας
πολὺ ρεαλιστικὸς μὲ διεισδυτικὴ ματιὰ στὴν ἀνθρώπινη μοναξιὰ καὶ
ἀγωνία. Πραγματεύεται θέματα καὶ συναισθήματα ὅπως ὁ φόβος τοῦ
θανάτου, ἡ μαγεία, τὸ μυστήριο, ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀπόλυτου καὶ τοῦ
μεταβλητοῦ καὶ τὸ ἀναπόφευκτο τῆς μοίρας. Ἡ τελευταία εἶναι συχνὰ
ἡ πρωταγωνίστρια τῶν διηγημάτων του, αἰνιγματικὴ καὶ παντοδύναμη
καὶ κάποιες φορὲς σαρκαστική. Ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους στὴν Ἰταλία ποὺ
προήγαγε τὴν φανταστικὴ λογοτεχνία. Στὸ συγκεκριμένο διήγημα,
χρησιμοποιεῖ τὸ φανταστικὸ γιὰ νὰ καταδυθεῖ στοὺς μεγαλύτερους φόβους
καὶ ἐφιάλτες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ ταλανίζεται ἀπὸ τὶς ἴδιες
της τὶς ἀντιθέσεις. Δεῖτε καὶ τὸ ἀφιέρωμα τοῦ ἱστολογίου μας στὸν
συγγραφέα.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Ἀπὸ
κάτω, στὸ δωμάτιο ποὺ βρίσκεται ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τῆς ἐκκλησίας,
ὁ ἐφημέριος, ὁ δὸν Πιέτρο, διάβαζε μὲ τὸ ποῦρο τοσκάνο στὸ στόμα. Ἀκούγοντας
τὸν ἀσυνήθιστο θόρυβο, σηκώθηκε ἀπὸ τὴν πολυθρόνα καὶ πῆγε στὸ παράθυρο
νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Εἶδε λοιπὸν αὐτὸ τὸ παράξενο ἀντικείμενο, ποὺ
εἶχε γαλάζιο ἀνοιχτὸ χρῶμα καὶ διάμετρο περίπου δέκα μέτρα.
Δὲν φοβήθηκε, οὔτε φώναξε, οὔτε ἔμεινε κατάπληκτος. Ἔχει ἄραγε
ἐντυπωσιαστεῖ ποτὲ ἀπὸ κάτι ὁ ὑπεροπτικὸς καὶ ἀπτόητος δὸν Πιέτρο;
Ἔμεινε ἐκεῖ, μὲ τὸ ποῦρο στὸ στόμα, νὰ τὸ παρατηρεῖ. Καὶ ὅταν εἶδε νὰ
ἀνοίγει ἡ πορτούλα, ἁπλὰ τέντωσε τὸ χέρι του: πέρα, στὸν τοῖχο ἦταν
κρεμασμένο τὸ δίκαννο.
Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δύο παράξενων πλασμάτων
ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸ δίσκο δὲν ὑπάρχει καμία σιγουριά. Προκαλεῖ μεγάλη
σύγχυση ὁ δὸν Πιέτρο. Ἀκόμα καὶ στὶς μεταγενέστερες ἀφηγήσεις του
συνεχίζει νὰ ἀντιφάσκει. Σίγουρα γνωρίζουμε μόνο αὐτό: ἦταν λεπτοὶ
καὶ κοντοί, ἕνα μέτρο, ἕνα καὶ δέκα. Αὐτὸς ὅμως λέει ὅτι μάκραιναν ἢ
κόνταιναν σὰν νὰ ἦταν φτιαγμένοι ἀπὸ ἐλαστικό. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν μορφή,
δὲν κατάλαβε πολλά: «ἔμοιαζαν μὲ πίδακες σιντριβανιοῦ, πιὸ φαρδιοὶ
στὴν κορυφὴ καὶ πιὸ στενοὶ χαμηλότερα» ἔλεγε ὁ δὸν Πιέτρο, «ἔμοιαζαν
μὲ δύο καλικάντζαρους, ἔμοιαζαν μὲ δύο ἔντομα, ἔμοιαζαν μὲ σκουπίτσες,
ἔμοιαζαν μὲ δύο μεγάλα σπίρτα». «Καὶ εἶχαν δύο μάτια ὅπως ἐμεῖς»;
«Βέβαια, ἕνα σὲ κάθε μεριά, ἀλλὰ μικρά». Καὶ τὸ στόμα; Καὶ τὰ χέρια;
Καὶ τὰ πόδια; Ὁ δὸν Πιέτρο δὲν μποροῦσε νὰ ἀποφασίσει: «Κάποιες στιγμὲς
ἔβλεπα δύο ποδαράκια καὶ ἕνα δευτερόλεπτο μετὰ δὲν τὰ ἔβλεπα πιά…ὅπως
καὶ νά ’χει, ποῦ νὰ ξέρω ἐγώ; Ἀφῆστε με ἐπιτέλους στὴν ἡσυχία μου!».
Σιωπηλός, ὁ ἱερέας τοὺς ἄφησε νὰ πειραματίζονται μὲ τὸν δίσκο.
Μιλοῦσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, ἕνας διάλογος ποὺ ἔμοιαζε μὲ τρίξιμο.
Μετά, σκαρφάλωσαν στὴν ὀροφὴ ποὺ ἔχει μία ἐλαφριὰ κλήση πρὸς τὰ κάτω,
κι ἔφτασαν στὸ σταυρό, αὐτὸν ποὺ ἦταν στὴν κορυφὴ τῆς πρόσοψης. Γύρισαν
γύρω του, τὸν ἄγγιξαν, ἔμοιαζαν νὰ τὸν μετρᾶνε. Γιὰ μιὰ στιγμὴ τοὺς ἄφησε
νὰ τὸν περιεργαστοῦν, πάντα ἀγκαλιάζοντας τὸ δίκαννο. Μὰ ξαφνικὰ ἄλλαξε
γνώμη.
«Ἔϊ» τοὺς φώναξε μὲ τὴν στεντόρεια φωνή του. «Ἐσεῖς, ἐκεῖ πάνω,
οἱ νεαροί. Ποιοί εἶστε;»
Καὶ οἱ δύο γύρισαν καὶ τὸν κοίταξαν καὶ φάνηκαν πολὺ λίγο ταραγμένοι.
Παρόλα αὐτὰ κατέβηκαν ἀμέσως καὶ πλησίασαν στὸ παράθυρο τοῦ ἱερέα.
Μετά, ὁ πιὸ ψηλὸς ἄρχισε νὰ μιλᾶ.
Ὁ
δὸν Πιέτρο —κάτι τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος παραδέχτηκε— ταράχτηκε: ὁ ἀρειανὸς
(γιατὶ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ποιός ξέρει γιατί, ὁ ἱερέας ἦταν πεπεισμένος
πὼς ὁ ἱπτάμενος δίσκος ἦρθε ἀπὸ τὸν Ἄρη κι οὔτε σκέφτηκε ποτὲ νὰ ἀλλάξει
αὐτή του τὴν πεποίθηση), ὁ ἀρειανὸς μιλοῦσε μιὰ ἄγνωστη γλώσσα. Ἀλλὰ
ἦταν μιὰ πραγματικὴ γλώσσα; Κάτι ἦχοι ἦταν, τὴν ἀλήθεια ὄχι δυσάρεστοι,
ὅλοι στὴ σειρὰ χωρὶς καμία παύση. Παρόλα αὐτά, ὁ ἱερέας κατάλαβε
τὰ πάντα ἀμέσως σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἴδια του τὴν διάλεκτο. Μεταφορὰ
σκέψης; Ἢ μήπως ἕνα εἶδος παγκόσμιας γλώσσας αὐτόματα κατανοητῆς;
«Ἠρέμησε, ἠρέμησε», εἶπε ὁ ἄγνωστος, «σὲ λίγο θὰ φύγουμε. Ξέρεις,
ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ γυρίζουμε τὸν κόσμο, σᾶς παρατηροῦμε, ἀκοῦμε τὰ
ραδιόφωνά σας, ἔχουμε μάθει σχεδὸν τὰ πάντα. Ὅταν μιλᾶς ἐσύ, γιὰ παράδειγμα,
ἐγὼ σὲ καταλαβαίνω. Μόνο ἕνα πράγμα δὲν ἔχουμε ἀποκωδικοποιήσει.
Τί εἶναι αὐτὲς οἱ κεραῖες; (καὶ ἔδειξε τὸν σταυρό). Τὶς ἔχετε παντοῦ,
σὲ πύργους καὶ σὲ καμπαναριά, στὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν, καὶ μετὰ ἔχετε
στρατιὲς ἀπὸ αὐτὲς ἐδῶ κι ἐκεῖ, κλεισμένες σὲ τείχη σὰν νὰ ἦταν σὲ φυτώρια.
Πές μου λοιπόν, ἄνθρωπε, σὲ τί χρησιμεύουν;»
«Μὰ εἶναι σταυροί!» φώναξε ὁ δὸν Πιέτρο. Καὶ τότε πρόσεξε ὅτι αὐτοὶ
οἱ δύο ἔφεραν στὸ κεφάλι τους ἕνα λοφίο, σὰν μαλακὴ βούρτσα, ψηλὴ
μέχρι εἴκοσι ἑκατοστά. Ὄχι, δὲν ἦταν μαλλιά, περισσότερο ἔμοιαζαν
μὲ λεπτοὺς μίσχους φυτῶν ποὺ τρεμόπαιζαν, ἐξαιρετικὰ ζωηροί, ποὺ ἔτρεμαν
συνέχεια. Ἢ μήπως ἦταν μικρὲς ἀκτίνες ἢ ἕνα στέμμα ἀπὸ ἠλεκτρικὴ ἀκτινοβολία;
«Σταυροί» ἐπανάλαβε συλλαβίζοντας ὁ ξένος. «Καὶ σὲ τί χρησιμεύουν;»
Ὁ
δὸν Πιέτρο ἀκούμπησε τὸ δίκαννο στὸ πάτωμα σὲ ἀπόσταση ὅμως ποὺ
μποροῦσε νὰ τὸ πιάσει. Ξεδίπλωσε τὸ ἀνάστημά του καὶ προσπάθησε νὰ
εἶναι ἐπίσημος:
«Εἶναι χρήσιμοι γιὰ τὶς ψυχές μας» ἀπάντησε. «Εἶναι τὸ σύμβολο
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ πέθανε γιὰ μᾶς
πάνω στὸ σταυρό.»
Ξαφνικά, στὸ κεφάλι τῶν ἀρειανῶν, οἱ ἀχνὲς τοῦφες ἄρχισαν νὰ
τρέμουν. Ἦταν ἕνα σημάδι ἐνδιαφέροντος ἢ συγκίνησης; Ἢ ἦταν αὐτὸς
ὁ τρόπος τους νὰ γελοῦν;
«Καὶ ποῦ; ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει συμβεῖ αὐτό;» ρώτησε καὶ πάλι ὁ
πιὸ ψηλὸς μὲ ἐκεῖνο τὸ τρίξιμο ποὺ θύμιζε σήματα Μὸρς καὶ μὲ μιὰ φευγαλέα
ἀπόχρωση εἰρωνείας. «Θέλεις νὰ πεῖς ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε ἐδῶ, ἀνάμεσα
σὲ ἐσάς;»
«Ἐδῶ, στὴν Γῆ. Στὴν Παλαιστίνη.»
Ὁ
τόνος ἀμφισβήτησης ἐνόχλησε τὸν δὸν Πέτρο.
«Θὰ ἦταν μιὰ μεγάλη ἱστορία», εἶπε, «ἴσως πολὺ μεγάλη γιὰ σοφοὺς
ὅπως ἐσεῖς».
Στὸ κεφάλι τοῦ ξένου τὸ χαριτωμένο ἀπροσδιόριστο στέμμα τρεμόπαιξε
δύο ἢ τρεῖς φορές. Ἔμοιαζε νὰ τὸ κινεῖ ὁ ἄνεμος.
«Ὤ, θὰ εἶναι σίγουρα μία ὑπέροχη ἱστορία» εἶπε μὲ συγκατάβαση.
«Ἄνθρωπε, θὰ ἤθελα πραγματικὰ νὰ τὴν ἀκούσω».
Τὴν καρδιὰ τοῦ δὸν Πιέτρο φώτισε ἡ ἐλπίδα νὰ προσηλυτίσει ἕναν
κάτοικο ἄλλου πλανήτη. Θὰ ἦταν ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς καὶ ὁ ἴδιος θὰ
ἀποκτοῦσε αἰώνια δόξα.
«Ἐὰν θέλετε μόνο αὐτό…» εἶπε κουρασμένος. «Ἀλλὰ ἐλᾶτε κοντά,
ἐλᾶτε ἐδῶ, μέσα στὸ δωμάτιό μου.»
Ἦταν
σίγουρα μιὰ παράξενη σκηνή, στὸ δωμάτιο τοῦ ἐφημέριου, ἐκεῖνος καθισμένος
στὸ γραφεῖο του κάτω ἀπὸ τὸ φῶς μιᾶς παλιᾶς λάμπας, μὲ τὴν Βίβλο στὰ χέρια
του καὶ οἱ δύο ἀρειανοὶ ὄρθιοι πάνω στὸ κρεβάτι, γιατὶ ὁ δὸν Πιέτρο
τοὺς κάλεσε νὰ βολευτοῦν, νὰ κάτσουν στὸ στρῶμα, καὶ ἐπέμενε, ἀλλὰ ἐκεῖνοι
δὲν κατάφεραν νὰ καθίσουν καὶ βλέποντας ὅτι δὲν μποροῦσαν, γιὰ νὰ μὴν
ἀρνηθοῦν, στὸ τέλος ἀνέβηκαν πάνω στὸ κρεβάτι, στάθηκαν ὄρθιοι, μὲ
τὸ λοφίο στητὸ καὶ τρεμάμενο περισσότερο ἀπὸ ποτέ.
«Ἀκοῦστε μικρές μου σκουπίτσες!» εἶπε ὁ ἱερέας καὶ ἀπότομα, ἀνοίγοντας
τὸ βιβλίο διάβασε: «ὁ Αἰώνιος Θεὸς πῆρε τότε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔβαλε
στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ…καὶ τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴν ἐντολή: μπορεῖτε νὰ φᾶτε ἐλεύθερα
καρποὺς ἀπὸ ὁποιοδήποτε δέντρο τοῦ κήπου, ἀλλὰ τὸν καρπὸ τοῦ δέντρου
τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν θὰ τὸν φᾶτε: γιατὶ τὴν ἡμέρα ποὺ
θὰ φᾶτε ἀπὸ αὐτό, σίγουρα θὰ εἶναι ἡ μέρα τοῦ θανάτου σας. Μετά, ὁ Αἰώνιος
Θεός….».
Σήκωσε τὰ μάτια ἀπὸ τὴν σελίδα καὶ εἶδε τὸ λοφίο νὰ τρεμοπαίζει
πολὺ ἔντονα. «Ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν καταλαβαίνετε;»
Ὁ
ἀρειανὸς ρώτησε: «καὶ πές μου, τὸ φάγατε παρόλα αὐτά; Δὲν ξέρατε πῶς
νὰ ἀντισταθεῖτε; Ἔτσι δὲν ἔγινε;»
«Ἀκριβῶς. Τὸ ἔφαγαν» παραδέχτηκε ὁ ἱερέας καὶ ἡ φωνή του γέμισε
θυμό. «Θὰ ἤθελα νὰ δῶ κι ἐσᾶς. Μήπως ὑπῆρχε καὶ στὸν πλανήτη σας τὸ
δέντρο τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ;»
«Φυσικά. Ὑπῆρχε καὶ στὸν πλανήτη μας. Ἑκατομμύρια χρόνια πρίν.
Εἶναι ἀκόμα πράσινο.»
«Κι ἐσεῖς; θέλω νὰ πῶ, τοὺς καρπούς, δὲν τοὺς δοκιμάσατε;»
«Ποτέ» εἶπε ὁ ἄγνωστος. «Τὸ ἀπαγορεύει ὁ νόμος.»
Ὁ
δὸν Πιέτρο ἀναστέναξε ταπεινωμένος. Αὐτοὶ οἱ δύο λοιπὸν ἦταν ἁγνοί,
ὅμοιοι μὲ τοὺς ἀγγέλους στὸν οὐρανό, δὲν γνώριζαν τὴν ἁμαρτία, δὲν ἤξεραν
τί θὰ πεῖ κακία, μίσος, ψέμα; Κοίταξε γύρω του σὰν νὰ ἔψαχνε γιὰ βοήθεια
μέχρι ποὺ εἶδε μέσα στὸ ἀχνὸ φῶς, πάνω ἀπὸ τὸ κρεβάτι, τὸν μαῦρο ἐσταυρωμένο.
Ἀναθάρρησε:
«ναί, γι’ αὐτὸν τὸν καρπὸ καταστραφήκαμε… ἀλλὰ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» φώναξε
κι ἔνιωσε ἕναν κόμπο στὸ λαιμὸ «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Καὶ
κατέβηκε ἐδῶ, ἀνάμεσά μας!». Ὁ ἄλλος παρέμεινε ἀπαθής. Μόνο τὸ λοφίο
πήγαινε ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη στὴν ἄλλη ὅμοιο μὲ μιὰ σκωπτικὴ φλόγα.
«Λὲς ὅτι ἦρθε ἐδῶ, στὴ Γῆ; Κι ἐσεῖς; Τί κάνατε; Τὸν ἀνακηρύξατε
βασιλιά σας; Ἂν δὲν κάνω λάθος εἶπες πρὶν ὅτι πέθανε στὸν σταυρό… τὸν
σκοτώσατε ἑπομένως;»
Ὁ
δὸν Πιέτρο πάλευε σκληρά: «ἀπὸ τότε ἔχουν περάσει σχεδὸν δύο χιλιάδες
χρόνια! Ἀκριβῶς γιὰ ἐμᾶς πέθανε, γιὰ τὴν δική μας αἰώνια ζωή!».
Σιώπησε, δὲν ἤξερε τί ἄλλο νὰ πεῖ. Καὶ στὴν σκοτεινὴ γωνία τὰ
δύο μυστηριώδη λοφία καίγονταν, πραγματικὰ καίγονταν ἀπὸ ἕνα παράξενο
φῶς. Ἐπικράτησε σιωπὴ καὶ ἀπέξω ἀκούστηκε τὸ τραγούδι τῶν γρύλλων.
«Καὶ ὅλο αὐτό» ρώτησε ξανὰ ὁ ἀρειανὸς μὲ ὑπομονὴ δασκάλου «ὅλο
αὐτὸ χρησίμευσε κάπου;»
Ὁ
δὸν Πιέτρο δὲν μίλησε. Περιορίστηκε νὰ κάνει μιὰ κίνηση μὲ τὸ δεξί
του χέρι, ἀπαρηγόρητος σὰν νὰ ἔλεγε: τί θέλετε; ἔτσι πλαστήκαμε,
εἴμαστε ἁμαρτωλοί, φτωχὰ ἁμαρτωλὰ σκουλήκια ποὺ ἔχουν ἀνάγκη τὸ ἔλεος
τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔπεσε στὰ γόνατα καλύπτοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὰ χέρια
του.
Πόση ὥρα πέρασε; Ὧρες, λεπτά; Ἡ φωνὴ τῶν φιλοξενούμενων ἐπανέφερε
τὸν δὸν Πιέτρο. Σήκωσε τὰ μάτια καὶ τοὺς εἶδε ἤδη στὸ περβάζι νὰ ἑτοιμάζονται,
θὰ ἔλεγε κανείς, νὰ φύγουν. Μὲ φόντο τὸν νυχτερινὸ οὐρανὸ τὰ δύο λοφία
τρεμόπαιζαν μὲ γοητευτικὴ χάρη.
«Ἄνθρωπε» ρώτησε ὁ συνήθης ἀπὸ τοὺς δύο. «Τί κάνεις ἐκεῖ;»
«Τί κάνω; Προσεύχομαι!...ἐσεῖς ὄχι; Ἐσεῖς δὲν προσεύχεστε;»
«Νὰ προσευχόμαστε; Ἐμεῖς; Γιατί νὰ προσευχόμαστε;»
«Δηλαδὴ τὸν Θεὸ δὲν τὸν παρακαλεῖτε ποτέ;»
«Μὰ ὄχι!» εἶπε τὸ παράξενο πλάσμα καί, ποιός ξέρει πῶς, τὸ ζωηρὸ
στέμμα του, σταμάτησε ἀπότομα νὰ τρέμει, καὶ ἔγινε πλαδαρὸ καὶ ἄχρωμο.
«Ὤ, καημενούληδες» μουρμούρισε ὁ δὸν Πιέτρο, ἀλλὰ μὲ τρόπο ποὺ
οἱ δύο ξένοι δὲν τὸν ἄκουσαν, ὅπως κάνει κανεὶς μὲ τοὺς σοβαρὰ ἀσθενεῖς.
Σηκώθηκε στὰ πόδια του, τὸ αἷμα ξανάρχισε νὰ τρέχει μὲ δύναμη πάνω-κάτω
στὶς φλέβες του. Πρὶν λίγο αἰσθανόταν σὰν κάμπια. Μὰ τώρα ἦταν εὐτυχισμένος.
«Χέ,χέ» γελοῦσε μέσα του, «ἐσεῖς δὲν ἔχετε τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα
μὲ ὅλες του τὶς συνέπειες. Εὐγενεῖς, σοφοί, ἄκριτοι. Δὲν συναντήσατε
ποτὲ τὸ δαιμόνιο. Ὅταν ὅμως ἔρχεται τὸ βράδυ, θὰ ἤθελα νὰ ξέρω πῶς αἰσθάνεστε!
Ἀπίστευτα μόνοι, ὑποθέτω, νεκροὶ ἀπὸ τὴν ἀχρηστία καὶ τὴν πλήξη»
(οἱ δύο ξένοι εἶχαν ἤδη περάσει τὴν πορτούλα τοῦ δίσκου, τὴν εἶχαν
κλείσει καὶ ὁ κινητήρας εἶχε ἤδη ξεκινήσει μὲ ἕναν βουβὸ καὶ ἐξαιρετικὰ
ἁρμονικὸ θόρυβο. Σιγὰ-σιγά, σχεδὸν ἀπὸ θαῦμα, ὁ δίσκος ἀποκολλήθηκε
καὶ ἀνυψώθηκε σὰν νὰ ἦταν μπαλόνι: μετά, ἀφοῦ γύρισε λίγο γύρω ἀπὸ
τὸν ἑαυτό του, ἔφυγε ψηλὰ μὲ ἀπίστευτη ταχύτητα, ψηλά, κατευθυνόμενος
πρὸς τὸν ἀστερισμὸ τῶν Διδύμων.). «Ὤ» συνέχισε νὰ μουρμουρίζει ὁ ἱερέας
«ὁ Θεὸς προτιμᾶ σίγουρα ἐμᾶς! Καλύτερα μερικὰ γουρούνια σὰν ἐμᾶς,
ὁπωσδήποτε ἄπληστοι, ἀνήθικοι, ψεῦτες, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πρωτοκλασάτους
ποὺ ποτὲ δὲν τοῦ ἀπευθύνουν τὸ λόγο. Τί ἱκανοποίηση μπορεῖ νὰ πάρει
ὁ Θεὸς ἀπὸ τέτοια ὄντα; Καὶ τί σημασία ἔχει ἡ ζωὴ ἂν δὲν ὑπάρχει τὸ
κακό, ἡ μετάνοια, τὸ κλάμα;»
Ἀπὸ
τὴ χαρά του, ἅρπαξε τὸ ὅπλο, κοίταξε τὸν ἱπτάμενο δίσκο ποὺ τώρα πιὰ
ἦταν μία ἀχνὴ κηλίδα στὸ μέσο τοῦ οὐράνιου θόλου καὶ ἔριξε μία βολή.
Κι ἀπὸ τοὺς μακρινοὺς λόφους ἀπάντησε τὸ οὐρλιαχτὸ τῶν σκυλιῶν.
ΠΗΓΗ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati) (San Pellegrino di
Belluno, 1906 – Milano, 1972). Σπούδασε Νομικὰ καὶ ξεκίνησε τὴν δημοσιογραφική
του δραστηριότητα δουλεύοντας στὴν ἐφημερίδα Corriere della Serra, τὴν
ὁποία δὲν ἐγκατέλειψε ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἦταν ἐπίσης ζωγράφος,
σκηνογράφος καὶ μουσικός. Γνώστης τῆς κεντροευρωπαϊκῆς λογοτεχνίας
καὶ τῆς σκανδιναβικῆς μυθολογίας ἐπηρεάστηκε πολὺ ἀπὸ τὸν Κάφκα.
Μετὰ τὴν ἐμπειρία του στὴν Αἰθιοπία ἔγραψε τὸ πιὸ διάσημο βιβλίο
του Ἡ ἔρημος τῶν Ταρτάρων τὸ ὁποῖο μεταφράστηκε
σὲ πολλὲς γλῶσσες. Στὰ διηγήματά του ξεχωρίζει ὁ ὑπερρεαλιστικὸς
μύθος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ποὺ περιστοιχίζεται ἀπὸ προβλήματα
γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ λύση. Ἀπὸ μιὰ ἄποψη, εἶναι ἕνας συγγραφέας
πολὺ ρεαλιστικὸς μὲ διεισδυτικὴ ματιὰ στὴν ἀνθρώπινη μοναξιὰ καὶ
ἀγωνία. Πραγματεύεται θέματα καὶ συναισθήματα ὅπως ὁ φόβος τοῦ
θανάτου, ἡ μαγεία, τὸ μυστήριο, ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀπόλυτου καὶ τοῦ
μεταβλητοῦ καὶ τὸ ἀναπόφευκτο τῆς μοίρας. Ἡ τελευταία εἶναι συχνὰ
ἡ πρωταγωνίστρια τῶν διηγημάτων του, αἰνιγματικὴ καὶ παντοδύναμη
καὶ κάποιες φορὲς σαρκαστική. Ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους στὴν Ἰταλία ποὺ
προήγαγε τὴν φανταστικὴ λογοτεχνία. Στὸ συγκεκριμένο διήγημα,
χρησιμοποιεῖ τὸ φανταστικὸ γιὰ νὰ καταδυθεῖ στοὺς μεγαλύτερους φόβους
καὶ ἐφιάλτες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ ταλανίζεται ἀπὸ τὶς ἴδιες
της τὶς ἀντιθέσεις. Δεῖτε καὶ τὸ ἀφιέρωμα τοῦ ἱστολογίου μας στὸν
συγγραφέα.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Μαρία Χατζηκυριακίδου (Πειραιᾶς,
1980). Ἀπόφοιτη τοῦ τμήματος Ἰατρικῶν Ἐργαστηριῶν ΣΕΥΠ ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης.
Σπούδασε Ἰταλικὴ Γλώσσα καὶ Φιλολογία στὸ ΕΚΠΑ καὶ Ἱσπανικὴ Γλώσσα
καὶ Πολιτισμὸ στὸ ΕΑΠ. Ἐργάζεται στὸ Εἰδικὸ Ἀντικαρκινικὸ Νοσοκομεῖο
Πειραιᾶ «Μεταξᾶ». Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἰταλικά, ἐνῶ ἔχει ἀσχοληθεῖ
μὲ τὸ ἔργο τῆς ἑλληνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου