|
Τζίτζικα!
Ὦ τρισευτυχισμένε,
ποὺ στῆς γῆς πάνω τὸ κρεβάτι
πεθαίνεις μεθυσμένος ἀπὸ φῶς!
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα[1]
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ἐπρόκειτο νὰ κρατήσει πολὺ κι ἦταν
μόνο στὴν ἀρχή. Δεύτερη μέρα στὸ νησὶ κι ἔνιωθε λὲς καὶ βρισκόταν ἐκεῖ
ἀπὸ πάντα. Γιατί ἄραγε; Νομοτέλεια τῆς προσαρμογῆς ἢ ὁ τόπος ἀσκοῦσε
ἐπάνω της κάποια ἀπροσδιόριστη ἕλξη;
Ἡ
ζέστη σ’ ἔκανε νὰ νιώθεις ἀποκαμωμένος, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐπίσκεψη
στὸ παλάτι ἡ δροσιὰ στὸ καφὲ ποὺ περιβαλλόταν ἀπὸ δέντρα καὶ ὁ χυμὸς
τὴν ἀποζημίωσαν. Ὁ ἦχος ἀπὸ τὰ χιλιάδες τζιτζίκια ἀπομακρυνόταν,
ὡστόσο δὲν ἔπαυε νὰ σὲ συνοδεύει σὰν μουσικὴ ὑπόκρουση. Ἀμέτρητοι
τζίτζικες ὑμνοῦσαν τὸ καλοκαίρι ἐνῶ ἄλλοι εἶχαν ἤδη σιωπήσει ἀγκαλιάζοντας
σὰν μανδύας τοὺς κορμοὺς τῶν δέντρων. Τότε θυμήθηκε ἕνα ἄλλο καλοκαίρι
στὴν Ἀττική. Μὲ τοὺς παιδικοὺς φίλους ποὺ ἔτρεχαν μὲ τὰ ποδήλατα προσπαθώντας
νὰ ξεπεράσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σὲ κάποιο μονοπάτι ποὺ ὁδηγοῦσε στὴ
θάλασσα. Καὶ τώρα, μετὰ τὴν ἀνάπαυλα, στὴ θάλασσα θὰ πήγαινε.
Ἀφοῦ
πάρκαρε καὶ κατέβηκε στὴν παραλία, διαπίστωσε μὲ δυσαρέσκεια ὅτι
εἶχε ἀρχίσει νὰ φυσάει καὶ τὸ κύμα ἦταν μᾶλλον ἐνοχλητικό. Ἀποφάσισε
ὅμως νὰ μείνει. Τὸ ἀεράκι ἦταν καλοδεχούμενο μὲ τέτοια ζέστη καὶ
τὸ τραγούδι τῶν τζιτζικιῶν κι ἐδῶ κυρίαρχο. Δὲν ὑπῆρχε καμία βιάση
γιὰ μπάνιο.
Ἡ
διπλανὴ παρέα διαφωνοῦσε ἔντονα ὅταν πῆρε τὸ αὐτί της ὅτι μιλοῦσαν
γιὰ τὴν ἄλλη παραλία, τῆς Ἀττικῆς καὶ προφανῶς ὁ λόγος ἦταν κάποια
χρονολογία. Ὅταν εἶχαν πρωτοπάει ἐκεῖ; Ὅταν ἔκαναν διακοπές; Ὅταν
συνάντησαν κάποιον ἢ κάποια; Σίγουρα ἦταν Ἀθηναῖοι. Γύρισε καὶ
τοὺς κοίταξε: τρία ὥριμα ζευγάρια – τώρα ἂν ἦταν ἀντρόγυνα ἢ φίλοι
ἢ ἴσως καὶ ἀδέλφια δὲν μποροῦσες εὔκολα νὰ συμπεράνεις. Οἱ γυναῖκες
πρέπει νὰ ἦταν ὄμορφες στὰ νιάτα τους. Ἀκόμα ὑπῆρχε λάμψη. Οἱ δύο ἀπὸ
τοὺς ἄντρες ἀγουρογερασμένοι, ὁ τρίτος ἀκόμα γοητευτικός. Αὐτὸς ἦταν
ποὺ τῆς θύμιζε κάποιον ἀπὸ τὸ μακρινὸ παρελθόν. Ὅλοι τώρα εἶχαν τὸν
ἀέρα πρώην χίπιδων, ἀλλὰ ὁ γκριζομάλλης μὲ τὴν κοτσίδα καὶ τὸ γαλάζιο
μαντίλι φορεμένο στὸ κεφάλι κάπως ἀνορθόδοξα τὴν πῆγε στὴν ποδηλατάδα
ἐκείνου τοῦ καλοκαιριοῦ.
Ἔπινε
τὸν καφέ της κοιτώντας τους χωρὶς νὰ τὴ βλέπουν. Φοροῦσε ἐκεῖνα τὰ ἀπίθανα
γυαλιὰ ἡλίου ποὺ δὲν καταλάβαινες πρὸς τὰ ποῦ κοιτοῦσε. Καὶ πράγματι
δὲν τοὺς ἔβλεπε, ὁ νοῦς της ἦταν εἴκοσι τριάντα χρόνια πίσω. Σορτσάκι,
τιραντάτο μπλουζάκι, σπορτέξ. Τὰ μεγάλα παιδιὰ τὴν κουβαλοῦσαν στοὺς
ὤμους τους ἐνῶ ταυτοχρόνως ἔκαναν ποδήλατο προσπαθώντας νὰ πηγαίνουν
τὸ ἴδιο σιγά, ἰσορροπώντας ὅπως προσπαθοῦσε νὰ ἰσορροπεῖ καὶ κείνη.
Ἔτσι ξαφνικὰ διαταράχτηκε ἡ ἰσορροπία κι ἔπεσαν κάτω ὅλοι – εὐτυχῶς
γελώντας. Ἐκεῖνοι ἦταν δυὸ ἀδέλφια, Ἔφη καὶ Ἀντρέας ἂν θυμόταν καλά.
Κι ὁ ἄλλος ξάδελφός τους. Τὸν θυμόταν ἀμυδρά. Αὐτὸ ποὺ τὴν ἔκανε νὰ μὴ
θέλει νὰ φύγει ἦταν ὅταν ἡ μία γυναίκα τὸν φώναξε Ἀντρέα καθὼς τοῦ
μιλοῦσε γιὰ τότε. Ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ περιγράφει τὴν ἡμέρα τοῦ ταξιδιοῦ.
Εἶχαν ξεκινήσει ὅλοι πρωὶ πρωὶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γονεῖς, παιδιὰ καὶ ξαδέλφια.
Θυμήθηκε πὼς εἶχαν πάρει μαζί τους καὶ τὸ κορίτσι τοῦ νοικάρη τους. Τὴ
μικρὴ ποὺ πήγαινε στὶς πρῶτες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, Πρώτη, Δευτέρα,
δὲν θυμόταν. Παράξενο παιδί. Τοὺς εἶχε γίνει φόρτωμα ἢ τουλάχιστον
ἔτσι τὸ ἔβλεπαν ἐκεῖνοι.
«Ὑπεροπτικὸ παιδί», εἶπε ὁ Ἀντρέας, «ἀπὸ κεῖνα ποὺ δὲν σ’ ἀγγίζουν,
μᾶλλον τὰ ἀντιπαθεῖς. Τὸ κορίτσι, ἐν τούτοις, περνοῦσε καλά, γελοῦσε.
Ἀλλὰ μετὰ κλεινόταν στὸν ἑαυτό του. Πραγματικὴ σφίγγα».
Δὲν τὸ πίστευε. Ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια… Αὐτὸ ποὺ τὴν ἐξέπληξε ἦταν
το πῶς τὴ θυμόταν τὸ μεγαλύτερο ἀγόρι ποὺ θαύμαζε. Λὲς νὰ ἔλεγε τὴν
ἀλήθεια;
Ἄρχισε
νὰ μαζεύει τὰ πράγματά της γεμάτη σκέψεις, ὅταν ὁ Ἀντρέας τὴν πλησίασε
καὶ τῆς φάνηκε ὅτι ἤθελε νὰ τῆς πεῖ κάτι. «Σᾶς ἔπεσαν τὰ γυαλιά», ψιθύρισε
ἐκεῖνος. Τὸν εὐχαρίστησε κι ἔσκυψε νὰ τὰ σηκώσει ἐνῶ ὁ σχεδὸν ἐκκωφαντικὸς
ἦχος τῶν τζιτζικιῶν κάλυπτε τὰ πάντα.
Δεκέμβριος 2017
[1]Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ποιήματα, μετάφραση: Κοσμᾶς Πολίτης, Ἐκδόσεις Κοροντζῆ, Δεκέμβρης 2007.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀντωνία Πασχαλίδου. Σπούδασε Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας καὶ Ἰταλικὴ Γλώσσα καὶ Μετάφραση στὸ Ἰταλικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς ἴδιας πόλης. Ἐπίσης Μετάφραση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ διετία 2004-2006. Ἐργάζεται στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση καὶ ὡς μεταφράστρια. Τακτικὴ συνεργάτιδα τοῦ ἱστολογίου μας, ἐκτὸς τῶν ἄλλων μεταφραστικῶν ἐργασιῶν της, ἔχει ἐπιμεληθεὶ τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰταλὸ συγγραφέα Luigi Malerba.
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου