|
ΤΟ 2016 ἡ Καναδὴ οἰκολόγος Suzanne Simard,
μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια ἔρευνας τῶν ὑπογείων, πολύπλοκων, συμβιωτικῶν
δικτύων ποὺ εἶχε ἐντοπίσει στὰ καναδέζικα δάση, δημοσίευσε τὴ θεωρία
της τὰ δέντρα ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους.
Τὸ 2001 κυκλοφόρησε ἡ
μονογραφία τῆς Ἰσπανίδας πανεπιστημιακοῦ Carmen Blanes
Valdeiglesias μὲ τίτλο Un jardin barroco
en los relatos de Francisco Ayala, στὴν ὁποία παρουσιάζεται
τὸ ἔργο τοῦ Ἰσπανοῦ Francisco Ayala ὡς ἕνας κῆπος μπαρόκ, ὅπου
ὅλοι οἱ κανόνες ἀνατρέπονται, τὰ πάντα εἶναι ἐφήμερα καὶ σὲ μόνιμη
περιδίνηση. Ἰδιαίτερη ἀναφορὰ γίνεται στὸ ζοφερὸ καὶ γκροτέσκο
μυθιστόρημά του μὲ τίτλο Muertes
de perro (1958): ἡ πλοκὴ ἐκτυλίσσεται κάπου στὴν κεντρικὴ Ἀμερική,
στὴ χώρα τοῦ καθεστωτικοῦ Anton Bocanegra ποὺ κυβερνάει μὲ τὴν πανούργα
σύζυγό του Dona Concha κι ἐξιστορεῖ τὶς παθογένειες τῆς παραδοσιακὰ
πολιτικῆς οἰκογένειάς τους, παρουσιάζοντας τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀποδόμηση
κάθε ἠθικοῦ κώδικα ὡς τρόπο ζωῆς. Ὁ Luis Pinedo, ὁ κεντρικὸς ἥρωας
ποὺ βρίσκεται καθηλωμένος σὲ ἀναπηρικὸ καρότσι, ἀφηγεῖται ἀπὸ
χαμηλὴ ὀπτικὴ γωνία, μεταφέροντάς μας τὴν αἴσθηση τοῦ ἀναπόδραστου
ἀπὸ ἕναν χαμηλὸ ὁρίζοντα, ἐνῶ ὁ συγγραφικὸς φακὸς μοιάζει νὰ ἕρπει
ἀνάμεσα σὲ δηλητηριώδη φυτά, ψάχνοντας τὸ ἀνθρώπινο θηρίο ποὺ
κρύβεται ἐκεῖ καὶ βρυχᾶται ὑπόκωφα ἀπὸ οἴηση κι ἐξουσιομανία. Ἄνθρωποι
πεθαίνουν βίαια σὰν ἀδέσποτα σκυλιὰ καὶ θυσιάζονται στὸ βωμὸ τῆς
φιλοδοξίας ἀνθρώπων ποὺ δὲ διαφέρουν ἀπὸ λυσσασμένους σκύλους. Ἡ ἀφηγηματικὴ
οἰκονομία καὶ ἡ ὀξυδερκὴς καταγραφὴ ἀπὸ τὸν Luis Pinedo διαφορετικῶν
χαρακτήρων μὲ βίαια χαρακτηριστικά, παραπέμπει στὰ Καπρίτσια, τὴ
συλλογὴ χαρακτικῶν του 18ου αἰ. τοῦ Francisco Goya, ἀλλὰ καὶ στὶς ἀκόμα
παλιότερες σύντομες σάτιρες σὲ πρόζα ἀπὸ τὸν 17ο αἰ., Sueños y discursos
τοῦ Francisco Gómez de Quevedo, πηγὲς ἔμπνευσης
πλήθους δειγμάτων τῆς σύγχρονης ἰσπανόφωνης μικρομυθοπλασίας.
Τὸ διήγημα «The Garden Party» (1920) ἀποτελεῖ σημεῖο
ἀναφορᾶς σὲ μελέτες γιὰ τὴ μικρομυθοπλασία λόγω τῆς συσχέτισης
τοῦ συγγραφικοῦ ὕφους τῆς Νεοζηλανδῆς Katherine Mansfield μὲ τὸν
Anton Chekhov[1],
ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους προδρόμους τοῦ εἴδους. Τὸ
θέμα εἶναι τὸ πάρτι ποὺ ἑτοιμάζει μία εὔρωστη οἰκονομικὰ οἰκογένεια
στὸν ὁλάνθιστο κῆπο τους, ποὺ θυμίζει τὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ καὶ ἡ συνειδητοποίηση
τῆς ἔφηβης ἡρωΐδας ὅτι παρὰ τὶς ἀντιξοότητες ἡ ζωὴ συνεχίζεται.
Ἡ
μόνη ἐπιλογὴ ἐὰν φοβᾶσαι εἶναι νὰ κινεῖσαι, προτείνει καὶ ὁ Ρῶσος
καρδιολόγος καὶ συγγραφέας Maxim Osipov. Ἡ πρόσφατη συλλογή του σὲ ἀγγλικὴ
μετάφραση τῶν δώδεκα διηγημάτων του μὲ τίτλο Rock, Paper, Scissors and Other Stories
(Ἀπρίλιος 2019) συνδυάζει τὸ ἐλλειπτικό, ὑπαινικτικὸ ὕφος τῶν Anton
Chekhov, Ivan Turgenev καὶ William Carlos Williams καὶ φωτίζει τὴν ἐλπίδα
γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ ξεφυτρώνει ἀκόμα καὶ στὶς σκοτεινότερες πτυχὲς τοῦ ἀνθρώπινου
βίου.
Πολλοὶ ἱσπανόφωνοι κριτικοὶ
θεωροῦν ὡς πρῶτο δεῖγμα τῆς ἰσπανόφωνης σύγχρονης μικρομυθοπλασίας
τὴν ἱστορία «Στην Κίρκη» (1917) τοῦ Julio Torri. Ὅμως,
πλέον, οἱ παραλλαγὲς γνωστῶν μύθων, παραμυθιῶν καὶ ἱστοριῶν συνηθίζονται
ὅπως καὶ τὰ ὄνειρα. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῆς Ana Maria
Shua, ἡ ὁποία ἀξιοποιεῖ τὰ ὄνειρα συνδυάζοντάς τα μὲ
ὀξυδέρκεια, εὑρηματικότητα καὶ ἀφηγηματικὴ οἰκονομία, στοιχεῖα
ποὺ διακρίνουν τὸ εἶδος γενικά, ἀλλὰ καὶ τὸ ὕφος τῆς Shua, ὅπως στὴ μικρομυθοπλασία
της «Τὸ γαλάζιο πουλί». Ἡ πρωτοτυπία, ἡ λοξὴ
ματιὰ καὶ ἡ φαντασία τροφοδοτοῦν τοὺς συγγραφεῖς τοῦ εἴδους ὅπως προκύπτει
ἀπὸ ἔρευνες τῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς χωρῶν τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς,
οἱ ὁποῖες ἔχουν μεγάλη παράδοση στὸ εἶδος. Γιὰ παράδειγμα, στὰ ἕξι
τεύχη τοῦ περιοδικοῦ fix 100
ποὺ ἔχει ἐκδώσει ἀπὸ τὸ 2009
τὸ Centro Peruano de Estudios Culturales, βρίσκονται συγκεντρωμένα πολλὰ
τέτοια δείγματα ἀπὸ τὸ Περοῦ. Παρόλα αὐτά, στὸ ἴδιο συμπέρασμα καταλήγει
κανεὶς ἐὰν παρακολουθήσει τὸν δημοφιλέστερο διεθνῆ διαγωνισμὸ
μικρομυθοπλασίας τοῦ Fundación César Edigo Serrano. Μάλιστα,
στὸν τελευταῖο διακρίθηκαν οἱ μικρομυθοπλασίες τῆς
Ἰωάννας Ἐλπίδας Παπανδρέου καὶ τοῦ Στάθη Γουργουρῆ μὲ τίτλο «Τὸ ὄνειρο
τοῦ Ὀδυσσέα Κρούσου»[2].
Ὁ
Αχιλλέας Κυριακίδης στὶς Διεστραμμένες
Ιστορίες (1988) παραλλάσσει ἐμβληματικὰ ἔργα καὶ μύθους
σὲ κείμενα ποὺ σήμερα μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν μικρομυθοπλασίες. Στὸ
κείμενο γιὰ τὴν Κοκκινοσκουφίτσα, περιγράφει πῶς κανάκευε τὸν μικρὸ
λύκο ἡ μητέρα του καὶ πῶς ἀγωνιοῦσε γιὰ τὴν ἀσφάλειά του πρὶν αὐτὸς
βγεῖ στὸ δάσος. Στὸ τέλος, ὅμως, ἄκουσε «τὴν καραμπίνα νὰ ὁπλίζεται
καὶ τὴ φωνὴ τῆς τρομερῆς κοκκινοσκουφίτσας ν’ ἀπαγγέλει τὴ θανατικὴ
καταδίκη τοῦ τελευταίου μικροῦ λύκου».
Ὁ
Gilbert Lascault, στὸ βιβλίο του Ἡ Κοκκινοσκουφίτσα
παντοῦ (1989) ἐπιχειρεῖ 48 παραλλαγὲς τοῦ παραμυθιοῦ
τοῦ Charles Perrault. Στὴ μικρομυθοπλασία «42» γράφει: «Στὸν ἀστερισμὸ
τοῦ Λέοντος, ἡ Κοκκινοσκουφίτσα εἶναι μιὰ λιμνούλα στρογγυλὴ καὶ
κόκκινη, σχηματισμένη ἀπὸ ἕνα ὑγρὸ ποὺ ἡ γεύση του θυμίζει μέλι
καί, μαζί, θαλασσινὸ νερό. Ὁ λύκος εἶναι ἕνα διψασμένο μαῦρο τρίγωνο
πού, μαγνητισμένο ἀπ’ τὴν ὀσμὴ τῆς ρευστῆς Κοκκινοσκουφίτσας, σέρνεται
στὸ ἔδαφος, διατρέχοντας χιλιάδες χιλιόμετρα.»
Ὁ
Jaime Montestrela στὴ μικρομυθοπλασία
«210» στὸ βιβλίο του Ὑδατώδεις ἱστορίες
(1974), γράφει: «Στὸν ὑδατώδη πλανήτη ΕΑ1897, ζωὴ ὑπάρχει μόνο στὴ λεπτὴ
ἐπιφάνεια ἑνὸς ὠκεανοῦ ὅπου δὲ σηκώνεται τὸ παραμικρὸ κυματάκι.
Κατὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἀνακάλυψε, τὸν Ἔντουιν Ἄμποτ, τὰ ὄντα ἐκεῖ
εἶναι γεωμετρικὰ καὶ ὑπάρχουν ἱεραρχίες. Ἔτσι, τὸ τετράγωνο θεωρεῖται
ὅτι εἶναι ἕνα τρίγωνο ποὺ ἔχει προκόψει στὴ ζωή. Κάποιοι φιλόσοφοι,
ἐντούτοις, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ πρεσβεύουν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο.»
Κατὰ τὴ διάρκεια ἐξερεύνησης
τοῦ διαστήματος ἔχουν καταγραφεῖ ἦχοι
ἀπὸ τοὺς πλανῆτες τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος, ὅπου ἀμέσως
παρατηρεῖ κανεὶς τοὺς διαφορετικοὺς θορύβους ποὺ ἐκπέμπει ὁ πλανήτης
μας, μὲ τοὺς πολέμους ποὺ μαίνονται σὲ διάφορα σημεῖα, τὶς χιλιάδες ἀεροσκαφῶν
ποὺ διασχίζουν ἀσταμάτητα τὴν ἀτμόσφαιρα, τὶς πολύβουες μητροπόλεις,
τὴν καθημερινὴ κοινωνικὴ καὶ ἰδιωτικὴ ζωή μας ποὺ βρίσκεται σὲ μόνιμη
περιδίνηση.
Ἡ Οὐρουγουανὴ Cristina Peri Rosi στὴ μικρομυθοπλασία
της μὲ τίτλο «Καθημερινὴ ζωή» περιγράφει τὴ στενὴ σχέση δύο ἀνθρώπων,
χωρὶς ὀνόματα, προσδιορισμὸ γένους, ἡλικίας, ἐθνικότητας ἢ ἐπαγγελματικῆς
ἰδιότητας καὶ περικλείει σὲ λίγες γραμμὲς μιὰ συνήθη συνθήκη ἀνθρώπινης
κατάστασης στὰ ὅρια τῆς παράνοιας, ἀνιχνεύσιμη διαχρονικὰ καὶ διαπολιτισμικά.
Ἡ Ἀμερικανίδα Molia Dumbleton στὴ μικρομυθοπλασία τῆς «Pasarea Paradisului / Birds of Paradise»
φωτίζει μὲ εὐαισθησία τὸ ὅριο ἀνάμεσα στὴν παράνοια καὶ τὴ λογικὴ
ποὺ χάνεται πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ βίου, εἴτε λόγῳ τῆς ἐνίοτε
δυσβάσταχτης βιοπάλης ἢ μιᾶς βαθιὰ τραυματικῆς ἀπώλειας, ὅπως στὴν
«Τρίχα» τοῦ Ἄγγλου Santino Prinzi.
Ἡ ἐπίσης Ἀμερικανίδα Lucia Berlin, στὸ μικροδιήγημά της «Ὁ
τζόκεΐ μου» ἀπὸ τὴ συλλογή της μὲ τίτλο Ὁδηγίες γιὰ οἰκιακὲς
βοηθούς, ἀφηγεῖται τὴν ἱστορία μιᾶς νοσοκόμας ἡ ὁποία
φροντίζει ἕναν τραυματισμένο τζόκεϊ στὸ πλαίσιο τῆς καθημερινῆς
της ρουτίνας. Ὅταν ὅμως τὸν ἀποκοιμίζει μὲ χάδια βλέπει τὴ γυμνὴ πλάτη
του νὰ ἀνατριχιάζει στὸ ἄγγιγμά της, ὅπως ἡ ράχη ἑνὸς ἄγριου πουλαριοῦ
καὶ συγκινεῖται βαθιά. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα, πανίσχυρη μέσα στὴν ἁπλότητά
της, παραπέμπει στὶς ὑφολογικὰ καὶ θεματικὰ πρωτότυπες μικρομυθοπλασίες
«The Gift» τῆς Rose Andersen καὶ «Horses» τοῦ Geordie Flantz, ἀλλὰ καὶ στὸ
χαϊκοὺ τοῦ Kobayashi Issa: «Ξαφνικὴ βροχή: τὸ γυμνό
μου ἄλογο γυμνὸς ἱππεύω».
Ὁ Ἡράκλειτος ὀνομάζει
τοὺς κοιμισμένους ὡς ἐργάτες καὶ συνεργοὺς ὅσων συμβαίνουν στὸν κόσμο.
Οἱ δυσκολίες τῆς πραγματικῆς ζωῆς ἀντιμετωπίζονται εὐκολότερα
μὲ τὴ φαντασία καὶ τὰ ὄνειρα, ὅπως διαφαίνεται καὶ στὶς συμμετοχὲς
στὸ διεθνῆ διαγωνισμὸ φανταστικῆς λογοτεχνίας World Fantasy Award, στὸν ὁποῖο τὸ 2018
διακρίθηκε τὸ διήγημα τῆς Ναταλίας Θεοδωρίδου μὲ τίτλο «The birding: A fairy tale».
Ὁ
Ἰσπανὸς David Roas θεωρεῖ ὅτι στὸ ἀνήλιο σημεῖο
τῆς ὑποταγμένης σὲ κοινωνικὲς συμβάσεις ἀνθρώπινης ζωῆς φαίνεται
πὼς εὐδοκίμησε τὸ ὑποεῖδος τοῦ φανταστικοῦ καὶ στὴ μικρομυθοπλασία,
τὸ ὁποῖο καταλαμβάνει τὸ μεγαλύτερο μέρος στὴν ἱσπανόφωνη παραγωγὴ
τοῦ εἴδους. Ὁ Roas, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐπιφυλάξεις του ὡς πρὸς τὸ ὅτι ἐξαιτίας
τῆς ἁλματώδους ἐξάπλωσης τῆς μικρομυθοπλασίας κινδυνεύουμε νὰ μᾶς «καταβροχθίσει ὁ
“δεινόσαυρος” τοῦ Monterroso», συμφωνεῖ
μὲ τὴν πλειοψηφία τῶν θεωρητικῶν τοῦ εἴδους, ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ ὑποεῖδος
δὲ συνηθίζεται ἀνατροπὴ στὸ τέλος (μία ἀπὸ τὶς κύριες ἀφηγηματικὲς
τεχνικὲς στὸ διήγημα), ἀλλὰ ὁ τρόμος τῆς πραγματικότητας εἴτε δηλώνεται
ἢ ὑπονοεῖται, ὅπως χαρακτηριστικὰ φαίνεται στὸν Thomas Bernhard, στὴ συλλογὴ τοῦ Ὁ μίμος τῶν φωνῶν,
ἀλλὰ καὶ στὸν Max Aub, στοὺς Παραδειγματικούς
φόνους.
Στὸ λοξό, ἀνατρεπτικὸ
καὶ χιουμοριστικὸ ὕφος τοῦ Aub κινοῦνται πάρα πολλοὶ συγγραφεῖς μὲ ἀξιοσημείωτη
παρουσία στὴ διεθνῆ βιβλιογραφία μικρομυθοπλασίας. Ἡ Jayne Anne Phillips μὲ τὴ συλλογή της μὲ
τίτλο Black Tickets
(1979) πρωτοπόρησε στὸ εἶδος, καθὼς ἔβαλε στὸ μικροσκόπιο τὶς στενότερες ἀνθρώπινες
σχέσεις καὶ ἀνέδειξε τὴ δυναμικὴ τῆς πολὺ σύντομης πεζογραφικῆς
φόρμας νὰ ἑστιάζει σὲ ὅσα δὲ φαίνονται. Μάλιστα ὁ Raymond Carver διέκρινε μιὰ πρωτόγνωρη
διεστραμμένη
ὀμορφιά, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν ἐλλειπτικότητα καὶ
τὴν ἀκρίβειά της, συγγραφικὲς ἰδιότητες ποὺ τὸν διακρίνουν, ὅπως
προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴ συλλογὴ του Ἐλέφαντας.
Ἡ
Meg Pokrass
στὴ συλλογὴ τῆς Alligators at night
(2018) ξεδιπλώνει ὅλο το φάσμα τῆς ἀγάπης, ἀπὸ τὴν παράνοια καὶ τὴν ὑπερβολὴ
ἕως τὴν πλήρη ἀπουσία της καὶ βάσει αὐτοῦ χαρτογραφεῖ τὶς σύγχρονες
ἀνθρώπινες σχέσεις. Στὴν ὁμότιτλη μικρομυθοπλασία γράφει χαρακτηριστικά:
«Αὐτὸ ποὺ χρειάζεσαι κάποιες φορὲς εἶναι νὰ μὴ φτάσεις ποτὲ σὲ αὐτὸ
τὸ σημεῖο», ποὺ θυμίζει τὸν ἀφορισμὸ τοῦ Kafka, «Ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ
μετὰ δὲν ὑπάρχει καμία ἐπιστροφὴ πιά. Αὐτὸ τὸ σημεῖο πρέπει νὰ φταστεῖ»
[3].
Ἡ
συλλογὴ τῆς Kathy Fish μὲ τίτλο Wild Life (2018) ἀκτινογραφεῖ διασκορπισμένες
οἰκογένειες, ἀδέλφια ποὺ μισιοῦνται θανάσιμα, ζευγάρια σὲ ἀποσύνθεση,
μητέρες ποὺ ἔχουν ἀφανιστεῖ στὴ δίνη τῆς μητρότητας. Σύμφωνα μὲ τὸν
Kafka ὁ μόνος τρόπος ἀπόδρασης ἀπὸ τὴν παράνοια εἶναι πρὸς τὰ μέσα,
στὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς, μὲ φαντασία καὶ χιοῦμορ. Στὴν ὑπερσύντομη ἱστορία
του Kleine Fabel , ἡ γάτα ποὺ καραδοκεῖ στὴ γωνία λέει
στὸ ἀπελπισμένο ποντίκι: «Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται νὰ κάνεις εἶναι ν’
ἀλλάξεις κατεύθυνση». Ἔπειτα ἀνοίγει τὸ στόμα της καὶ τὸ καταπίνει,
λυτρώνοντάς το ἀπὸ τὸ μαρτύριο τῆς ἐπιβίωσης μὲ ἀποκλειστικὸ ὁδηγὸ
τὴ λογική, δίνοντας στὸ κωμικοτραγικὸ συμβὰν φιλοσοφικὲς προεκτάσεις.
Ὁ
συνδυασμὸς συντομίας καὶ στοχασμοῦ ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμα χαρακτηριστικό
του εἴδους τῆς μικρομυθοπλασίας, ὅπως στὸ «Ζοὺμ στὸ φλάς» τοῦ Κώστα
Βραχνοῦ στὴ συλλογή του Πρῶτα
ὁ Θεός (2017), ὅπου ὁ ἥρωας δοκιμάζει ἐνθουσιασμένος τὸ ὑψηλῆς
τεχνολογίας καὶ ἀκρίβειας νεοαποκτηθὲν φλὰς τῆς φωτογραφικῆς μηχανῆς
του κάνοντας τυχαῖες λήψεις στὸ χῶρο του. Σύντομα διαπιστώνει ὅτι
στὸ γιακὰ τοῦ μοντγκόμερί του ἀπαθανάτισε ἕνα ζευγάρι σκώρων μὲ τὰ
τρία μικρά τους νὰ κοιτοῦν περίτρομοι κι ἀγκαλιασμένοι τὸ φακό.
«Τὰ ζῶα ἀπ’ ἔξω κοιτοῦσαν
πότε τὰ γουρούνια καὶ πότε τοὺς ἀνθρώπους, πότε τοὺς ἀνθρώπους καὶ πότε
τὰ γουρούνια, ὕστερα πάλι τὰ γουρούνια καὶ πάλι τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ
ἦταν ἀδύνατον νὰ διακρίνουν ποιός ἦταν ποιός», γράφει ὁ George Orwell , ὀλοκληρώνοντας τὴ Φάρμα τῶν ζώων.
Σὲ ἀνάλογο πνεῦμα ὅταν ρωτήθηκε ἡ Flannery O’ Connor γιατί ἐπέλεγε νὰ ἑστιάζει
σὲ παθογένειες τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης, ὅπως στὸ μυθιστόρημά
της μὲ τίτλο Καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν
αὐτήν, ποὺ παραπέμπει σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ γνωστότερα Καπρίτσια
τοῦ Goya, ἀπάντησε: «Ὅποτε ἐρωτῶμαι γιατί οἱ
Νότιοι (Ἀμερικανοὶ) συγγραφεῖς δείχνουν ἰδιαίτερη προτίμηση σὲ (ἀνθρώπους)
τέρατα, ἀπαντῶ ἐπειδὴ μποροῦμε ἀκόμα νὰ τὰ ἀναγνωρίζουμε.»
Τὸ 1925, σὲ ἕνα γράμμα ποὺ
ἔγραφε στὸν πατέρα του ὁ Ernest Hemingway, ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους
προδρόμους τῆς μικρομυθοπλασίας, ἐξηγοῦσε πῶς ἀκριβῶς ἤθελε νὰ
γράφει: «σὲ ὅλες τὶς ἱστορίες μου προσπαθῶ νὰ δίνω τὴν αἴσθηση τῆς
πραγματικῆς ζωῆς. Ὄχι ἁπλῶς νὰ τὴν περιγράψω ἢ νὰ ἀσκήσω κριτική, ἀλλὰ
νὰ τὴ μεταφέρω ζωντανὴ στὴ σελίδα. Ὥστε ὅταν διαβάζει κανεὶς νὰ βιώνει
τὴν ἴδια τὴν ἐμπειρία αὐτοῦ ποὺ διαβάζει. Αὐτὸ δὲ γίνεται ἂν ἀπορρίψεις
τὸ κακὸ καὶ τὸ ἄσχημο, διότι ἂν εἶναι ὅλα ὄμορφα δὲν πείθουν κανένα.
Ἡ ζωὴ ἐμπεριέχει τὰ πάντα.» Ἰδέα ποὺ εἶχε ἐκφράσει καὶ ὁ Ν.
Γ. Πεντζίκης ὅταν ἔγραφε ἡ
πηγὴ τῆς ζωῆς μέσα στὴ ζωή καὶ ἀποτυπώνεται καλειδοσκοπικὰ
στὸ πεζογράφημά του Ὁ πεθαμένος καὶ ἡ
Ανάσταση (1938). Ἡ ἴδια ἰδέα διατέμνει καὶ τὸ μυθιστόρημα
τοῦ Claudio Magris μὲ τίτλο Μικρόκοσμοι
(1997), στὸ ὁποῖο ἡ ἀφήγηση ρέει μέσα στὸ ποτάμι τῆς ζωῆς μὲ πρωταγωνιστὲς
ἀνθρώπους καὶ ζῶα σὲ μιὰ ἁρμονικὴ συμβίωση.
Στὴ συλλογὴ διηγημάτων
καὶ μικρομυθοπλασιῶν τῆς Ἀμερικανίδας Aimee Bender
μὲ τίτλο Willful Creatures
(2006) ἡ αἱρετικὴ ματιά της στὰ καθημερινὰ παράδοξα
πλησιάζει κατὰ πολὺ τὴν ἰδέα τοῦ
Hemingway καθὼς θυμίζει χρονογράφημα τῆς ζωῆς τοῦ σύγχρονου (δυτικοῦ)
ἀνθρώπου. Στὴ σουρεαλιστικὴ ἱστορία της μὲ τίτλο «End of the line» ἕνας
κανονικὸς ἄντρας ἀγοράζει ἕνα μικροσκοπικὸ ἄντρα ἀπὸ ἕνα κατάστημα
κατοικιδίων, τὸν φυλακίζει σὲ ἕνα κλουβὶ μὲ τηλεόραση καὶ καναπὲ
καὶ διαπράττει τερατώδεις βαρβαρότητες εἰς βάρος του.
Ὁ
ἐπίσης Ἀμερικανὸς Manuel Gonzales στὴ συλλογή του μὲ τίτλο
The miniature wife
(2013) διεισδύει στοὺς χειρότερους ἐφιάλτες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου,
πολὺ κοντὰ στὸ ὕφος τῆς Bender, ἀλλὰ καὶ τῶν Roberto Bolaño, Jesse Ball καὶ Ben
Marcus. Στὸ πρῶτο διήγημα τῆς συλλογῆς μὲ τίτλο «Pilot,
Copilot, Writer» ὁ δημοσιογράφος ἥρωας προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει πῶς
εἶναι δυνατὸ τὸ ἀεροπλάνο στὸ ὁποῖο ἐπιβαίνει καὶ τελεῖ ὑπὸ ἀεροπειρατεία
νὰ συνεχίζει ἐπὶ εἴκοσι χρόνια νὰ κάνει κύκλους ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἀεροδρόμιο
τοῦ Ντάλας. Στὸ ὁμότιτλο διήγημα ἕνας ἐπιστήμονας ἔχει συρρικνώσει
στὸ ἐλάχιστο τὴ σύζυγό του, ἀλλὰ οὔτε φαντάζεται τοὺς τρόπους ποὺ θὰ
ἐπινοήσει ἐκείνη γιὰ νὰ κερδίσει τὸν ἀνελέητο πόλεμό του. Δυστοπία,
ἀκηδία, ἀποξένωση, ἀλλὰ κυρίως φαντασία καὶ χιοῦμορ ποὺ λειτουργοῦν
λυτρωτικὰ ἀκόμα καὶ στὶς πιὸ ἀπίθανες καταστάσεις ποὺ περιγράφει ὁ
Gonzales, ὅπως στὸ σύντομο διήγημά του στὸ περιοδικὸ Guernica μὲ τίτλο
«Farewell Africa». Τὸ θέμα του εἶναι μιὰ δημόσια ὁμιλία μὲ τίτλο «Ἀποχαιρετισμὸς
στὴν Ἀφρική», ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ἀναμεταδίδεται ζωντανὰ τὴν
ὥρα ποὺ ἡ ἀφρικανικὴ ἤπειρος βυθίζεται κάτω ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ
τεκτονικὴ πλάκα. Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ἤδη ἀπὸ τὸ 2011 ἔχει ἐπαληθευθεῖ
ὅτι συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, γεγονὸς ποὺ ἔχει καταγραφεῖ ὡς
«ἐπιστημονικὰ
συναρπαστικό».
Στὴν «Ἐπίσκεψη» τῆς Μαρίας Τσολακούδη ὅταν ἡ κόρη ἐπιστρέφει
ἀπὸ τὴ δουλειά της βρίσκει τὸν πεθαμένο πατέρα της νὰ διαβάζει στὴν
τραπεζαρία, μ’ ἕνα κλαράκι ἀγριοελιᾶς σκαλωμένο στὰ μαλλιά του,
καὶ προβληματίζεται γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξηγήσει στὰ παιδιά της τὴν ἐπίσκεψή
του, ἀγνοώντας τὸ θάνατό του καὶ ξαναβάζοντάς τον στὴ ζωή της.
Ὁ
Jonathan Franzen ξεχώρισε τὸ ἄρθρο «Family Tradition» τῆς Λίζας
Νικολιδάκη ἀνάμεσα στὰ καλύτερά του 2016 στὴν Ἀμερική.
Σὲ αὐτὸ περιγράφεται ἡ τραγικὴ ἱστορία τῆς οἰκογένειάς της: ἐνδοοικογενειακὴ
βία, ὀδυνηρὸ διαζύγιο τῶν γονιῶν της, διαμελισμὸς τῆς οἰκογένειας
στὴ συνέχεια, ὁ γιὸς μὲ τὴ μητέρα, ἡ κόρη μὲ τὸν πατέρα, ὁ ὁποῖος τελικὰ
δολοφόνησε τὴν Ἀμερικανίδα σύντροφό του καὶ τὴν ἔφηβη κόρη της καὶ
αὐτοκτόνησε. Ὅπως γράφει χαρακτηριστικὰ ἡ Νικολιδάκη σὲ ἕνα ἀπὸ
τὰ γνωστότερα ἐλλειπτικὰ (μικρο)διηγήματά της μὲ τίτλο «Silence, Stillness», «Ποτὲ δὲ λέω κακοποιημένη.
Ἀντ’ αὐτοῦ ξεγλιστράω μὲ κλισέ. Δὲν ἦταν πὶκ νίκ, λέω. Εἶχα δύσκολα
παιδικὰ χρόνια.»
Ἡ
Berlin
στὸ διήγημά της μὲ τίτλο «Μαμά», σ’ ἕνα διάλογο ἀνάμεσα στὶς δύο ἀδελφὲς
ἡρωίδες γράφει: «Ἦταν μάγισσα. Ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ εἶναι νεκρή, φοβᾶμαι
ὅτι μπορεῖ νὰ μὲ δεῖ.» «Κι ἐγώ. Ἂν κάνω κάτι πραγματικὰ ἀνόητο, τότε
εἶναι ποὺ ἀνησυχῶ καὶ φοβᾶμαι. Τὸ ἀξιοθρήνητο εἶναι πὼς ὅταν κάνω
κάτι σωστὰ τὸ ἐλπίζω. “Ἔ, μαμά, δὲς τί ἔκανα”. Κι ἂν οἱ νεκροὶ ἁπλῶς
κρέμονται πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας, μᾶς κοιτάζουν καὶ ξεκαρδίζονται
μὲ τὰ καμώματά μας; Θεέ μου, Σάλι, αὐτὸ ποὺ εἶπα θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ
κι αὐτή. Κι ἂν εἶμαι ὁλόϊδια ἐκείνη;» Ἂν καὶ ἡ Κατερίνα Γώγου, στὸ Νόστο, βλέπει ἀκόμα καὶ τὶς μάγισσες
μὲ τρυφερότητα: «Οἱ Ἰνδιάνες μάγισσες ὅταν ξυπνάγαν τὰ παιδιά τους
δίδασκαν μαθήματα ἀπὸ τὰ ὄνειρά τους. Μαθαίνανε πολλά.»
θεωρητικὲς διακλαδώσεις
Ὅλη αὐτὴ τὴ φαντασμαγορία
ποὺ εἴδαμε δὲν τὴν ἀνακάλυψε ἡ μικρομυθοπλασία, ἀλλὰ τὴ χωράει. Ἂν
καὶ εἶναι ἡ μικρότερη μορφὴ πρόζας, προσφέρει τὴ μεγαλύτερη διαστολὴ
χώρου καὶ χρόνου, ἀναλογικὰ μὲ τὴ ρηματικὴ ἔκτασή της, κι εὐνοεῖ τὸ
στοχασμὸ (βάθος, παλίμψηστο, διακειμενικότητα) καὶ τὴ φαντασία
(δημιουργικότητα, σύνθεση, πρωτοτυπία). Ἄπειρες μικρομυθοπλασίες
ρέουν στὰ ὑπόγεια ρεύματα ποὺ συνδέουν τοὺς πολιτισμοὺς μεταξύ
τους, ἀναπτύσσοντας ἕνα πολύπλοκο, συμβιωτικὸ δίκτυο ἀνάλογο
τοῦ δικτύου ποὺ ἀνακάλυψε ἡ Susanne Simard ὅτι συνδέει ὑπογείως τὰ
δέντρα στὰ δάση τοῦ πλανήτη μας. Παραμένει ἀκόμα ρευστὴ καὶ ἄπιαστη
στὰ σπλάχνα τῆς λογοτεχνίας, μὲ πολλὰ ὀνόματα καὶ ἀποκλείει τὴν ἐφαρμογὴ
ὁποιασδήποτε καθολικῆς ἀρχῆς – ἀποκλείοντας ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπολυτότητα
ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της. Συνιστᾶ ὄχι μόνο ἐξωτερικὴ κίνηση
(σύζευξη ἐπιστημονικῆς γνώσης καὶ τέχνης τῆς ἀφήγησης μὲ πρωτοφανῆ
δυνητικότητα), ἀλλὰ καὶ κίνηση πρὸς τὰ μέσα, πρὸς τὴν ἐνδοσκόπηση
καὶ τὴ σιωπή.
Ὁ
Ρῶσος γλωσσολόγος Roman Jakobson, γιὰ νὰ συγκρίνει τοὺς
δύο ἄξονες τῆς μεταφορᾶς καὶ τῆς μετωνυμίας, ἔχει χρησιμοποιήσει
τὶς ψυχαναλυτικὲς ἔννοιες τῆς μετάθεσης καὶ συμπύκνωσης, στὶς ὁποῖες
ὁ Freud ἀπέδιδε τὸ ρόλο τῶν δύο σημαντικότερων ἀσυνείδητων μηχανισμῶν
ποὺ λειτουργοῦν κατὰ τὴν παραγωγὴ τῶν ὀνειρικῶν εἰκόνων. Ὁ Γάλλος
φιλόσοφος Gaston Bachelard στὸ ὄψιμο ἔργο του διαχώρισε
τὴ θέση του ἀπὸ τὴν ψυχανάλυση, ἐπειδὴ ἡ τελευταία ἑρμήνευε τὶς εἰκόνες
ἐννοιολογικά. Μὲ τὴ φαινομενολογική του μέθοδο ἐπιχείρησε νὰ
συλλάβει «τὴν οὐσία τῆς ποιητικῆς φαντασίας ὡς πηγὴ πρωτότυπων εἰκόνων
καὶ νὰ φωτίσει τὴ συνείδηση ἑνὸς ὑποκειμένου στὸ ὁποῖο προκαλοῦν
δέος οἱ εἰκόνες ποὺ ἀντικρίζει»[4].
Ἡ εἰκόνα εἶναι τὸ πρωταρχικὸ ἐργαλεῖο τοῦ ἀσυνείδητου, ἀλλὰ καὶ
πρωταρχικὸ δομικὸ ὑλικό της μικρομυθοπλαστικῆς ἀφήγησης, εἴτε
μεταφέρει ἕνα ἐμπειρικὸ δεδομένο μέσῳ τῆς ὅρασης ἢ ἕνα ἀποκύημα
φαντασίας ἢ ὀνείρου. Στὴν Ποιητική
του χώρου[5]
ἐμβάθυνε καὶ στὴ μικροσκοπική κλίμακα προκειμένου νὰ
διατηρήσει ζωντανὴ τὴ φαντασία καὶ τὴν αἴσθηση τῆς διαύγειας τῶν
πραγμάτων καὶ τῆς ζωῆς, ὅπου συνάντησε μιὰ φαντασμαγορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου