Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Δήμητρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς








ΤΟ 2016 ἡ Κα­να­δὴ οἰ­κο­λό­γος Suzanne Simard, με­τὰ ἀ­πὸ τριά­ντα χρό­νια ἔ­ρευ­νας τῶν ὑ­πο­γεί­ων, πο­λύ­πλο­κων, συμ­βι­ω­τι­κῶν δι­κτύ­ων ποὺ εἶ­χε ἐν­το­πί­σει στὰ κα­να­δέ­ζι­κα δά­ση, δη­μο­σί­ευ­σε τὴ θε­ω­ρί­α της τὰ δέν­τρα ἐ­πι­κοι­νω­νοῦν με­τα­ξύ τους.

Τὸ 2001 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ μο­νο­γρα­φί­α τῆς Ἰ­σπα­νί­δας πα­νε­πι­στη­μια­κοῦ Carmen Blanes Valdeiglesias μὲ τί­τλο Un jardin bar­roco en los re­la­tos de Franci­sco Ay­ala, στὴν ὁ­ποί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται τὸ ἔρ­γο τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ Francisco Ayala ὡς ἕ­νας κῆ­πος μπα­ρόκ, ὅ­που ὅ­λοι οἱ κα­νό­νες ἀ­να­τρέ­πον­ται, τὰ πάν­τα εἶ­ναι ἐ­φή­με­ρα καὶ σὲ μό­νι­μη πε­ρι­δί­νη­ση. Ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρὰ γί­νε­ται στὸ ζο­φε­ρὸ καὶ γκρο­τέ­σκο μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλο Muertes de perro (1958): ἡ πλο­κὴ ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται κά­που στὴν κεν­τρι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή, στὴ χώ­ρα τοῦ κα­θε­στω­τι­κοῦ Anton Bocanegra ποὺ κυ­βερ­νά­ει μὲ τὴν πα­νούρ­γα σύ­ζυ­γό του Dona Concha κι ἐ­ξι­στο­ρεῖ τὶς πα­θο­γέ­νει­ες τῆς πα­ρα­δο­σια­κὰ πο­λι­τι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειάς τους, πα­ρου­σι­ά­ζον­τας τὸ θά­να­το καὶ τὴν ἀ­πο­δό­μη­ση κά­θε ἠ­θι­κοῦ κώ­δι­κα ὡς τρό­πο ζω­ῆς. Ὁ Luis Pinedo, ὁ κεν­τρι­κὸς ἥ­ρω­ας ποὺ βρί­σκε­ται κα­θη­λω­μέ­νος σὲ ἀ­να­πη­ρι­κὸ κα­ρό­τσι, ἀ­φη­γεῖ­ται ἀ­πὸ χα­μη­λὴ ὀ­πτι­κὴ γω­νί­α, με­τα­φέ­ρον­τάς μας τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ ἀ­να­πό­δρα­στου ἀ­πὸ ἕ­ναν χα­μη­λὸ ὁ­ρί­ζον­τα, ἐ­νῶ ὁ συγ­γρα­φι­κὸς φα­κὸς μοιά­ζει νὰ ἕρ­πει ἀ­νά­με­σα σὲ δη­λη­τη­ρι­ώ­δη φυ­τά, ψά­χνον­τας τὸ ἀν­θρώ­πι­νο θη­ρί­ο ποὺ κρύ­βε­ται ἐ­κεῖ καὶ βρυ­χᾶ­ται ὑ­πό­κω­φα ἀ­πὸ οἴ­η­ση κι ἐ­ξου­σι­ο­μα­νί­α. Ἄν­θρω­ποι πε­θαί­νουν βί­αι­α σὰν ἀ­δέ­σπο­τα σκυ­λιὰ καὶ θυ­σι­ά­ζον­ται στὸ βω­μὸ τῆς φι­λο­δο­ξί­ας ἀν­θρώ­πων ποὺ δὲ δι­α­φέ­ρουν ἀ­πὸ λυσ­σα­σμέ­νους σκύ­λους. Ἡ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ οἰ­κο­νο­μί­α καὶ ἡ ὀ­ξυ­δερ­κὴς κα­τα­γρα­φὴ ἀ­πὸ τὸν Luis Pinedo δι­α­φο­ρε­τι­κῶν χα­ρα­κτή­ρων μὲ βί­αι­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, πα­ρα­πέμ­πει στὰ Κα­πρί­τσια, τὴ συλ­λο­γὴ χα­ρα­κτι­κῶν του 18ου αἰ. τοῦ Francisco Goya, ἀλ­λὰ καὶ στὶς ἀ­κό­μα πα­λι­ό­τε­ρες σύν­το­μες σά­τι­ρες σὲ πρό­ζα ἀ­πὸ τὸν 17ο αἰ., Sue­ños y dis­cur­sos τοῦ Fran­cisco Gó­mez de Que­ve­do, πη­γὲς ἔμ­πνευ­σης πλή­θους δειγ­μά­των τῆς σύγ­χρο­νης ἰ­σπα­νό­φω­νης μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Τὸ δι­ή­γη­μα «The Garden Party» (1920) ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς σὲ με­λέ­τες γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α λό­γω τῆς συ­σχέ­τι­σης τοῦ συγ­γρα­φι­κοῦ ὕ­φους τῆς Νε­ο­ζη­λαν­δῆς Katherine Mansfield μὲ τὸν Anton Chekhov[1], ὁ ὁ­ποῖ­ος θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς κύ­ριους προ­δρό­μους τοῦ εἴ­δους. Τὸ θέ­μα εἶ­ναι τὸ πάρ­τι ποὺ ἑ­τοι­μά­ζει μί­α εὔ­ρω­στη οἰ­κο­νο­μι­κὰ οἰ­κο­γέ­νεια στὸν ὁ­λάν­θι­στο κῆ­πο τους, ποὺ θυ­μί­ζει τὸν κῆ­πο τῆς Ἐ­δὲμ καὶ ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς ἔ­φη­βης ἡ­ρω­ΐ­δας ὅ­τι πα­ρὰ τὶς ἀν­τι­ξο­ό­τη­τες ἡ ζω­ὴ συ­νε­χί­ζε­ται.

       Ἡ μό­νη ἐ­πι­λο­γὴ ἐ­ὰν φο­βᾶ­σαι εἶ­ναι νὰ κι­νεῖ­σαι, προ­τεί­νει καὶ ὁ Ρῶ­σος καρ­δι­ο­λό­γος καὶ συγ­γρα­φέ­ας Maxim Osipov. Ἡ πρό­σφα­τη συλ­λο­γή του σὲ ἀγ­γλι­κὴ με­τά­φρα­ση τῶν δώ­δε­κα δι­η­γη­μά­των του μὲ τί­τλο Rock, Paper, Scissors and Other Stories (Ἀ­πρί­λιος 2019) συν­δυά­ζει τὸ ἐλ­λει­πτι­κό, ὑ­παι­νι­κτι­κὸ ὕ­φος τῶν Anton Chekhov, Ivan Turgenev καὶ William Carlos Williams καὶ φω­τί­ζει τὴν ἐλ­πί­δα γιὰ τὴ ζω­ὴ ποὺ ξε­φυ­τρώ­νει ἀ­κό­μα καὶ στὶς σκο­τει­νό­τε­ρες πτυ­χὲς τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου βί­ου.

Πολ­λοὶ ἱ­σπα­νό­φω­νοι κρι­τι­κοὶ θε­ω­ροῦν ὡς πρῶ­το δεῖγ­μα τῆς ἰ­σπα­νό­φω­νης σύγ­χρο­νης μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας τὴν ἱ­στο­ρί­α «Στην Κίρκη» (1917) τοῦ Julio Torri. Ὅ­μως, πλέ­ον, οἱ πα­ραλ­λα­γὲς γνω­στῶν μύ­θων, πα­ρα­μυ­θι­ῶν καὶ ἱ­στο­ρι­ῶν συ­νη­θί­ζον­ται ὅ­πως καὶ τὰ ὄ­νει­ρα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τῆς Ana Maria Shua, ἡ ὁ­ποί­α ἀξιοποιεῖ τὰ ὄνειρα συν­δυ­ά­ζον­τάς τα μὲ ὀ­ξυ­δέρ­κεια, εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα καὶ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ οἰ­κο­νο­μί­α, στοι­χεῖ­α ποὺ δι­α­κρί­νουν τὸ εἶ­δος γε­νι­κά, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ὕ­φος τῆς Shua, ὅ­πως στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της «Τὸ γαλάζιο πουλί». Ἡ πρω­το­τυ­πί­α, ἡ λο­ξὴ μα­τιὰ καὶ ἡ φαν­τα­σί­α τρο­φο­δο­τοῦν τοὺς συγ­γρα­φεῖς τοῦ εἴ­δους ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πὸ ἔ­ρευ­νες τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς πα­ρα­γω­γῆς χω­ρῶν τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἀ­με­ρι­κῆς, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν με­γά­λη πα­ρά­δο­ση στὸ εἶ­δος. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, στὰ ἕ­ξι τεύ­χη τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ fix 100 ποὺ ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἀ­πὸ τὸ 2009 τὸ Centro Peruano de Estudios Culturales, βρί­σκον­ται συγ­κεν­τρω­μέ­να πολ­λὰ τέ­τοι­α δείγ­μα­τα ἀ­πὸ τὸ Πε­ροῦ. Πα­ρό­λα αὐ­τά, στὸ ἴ­διο συμ­πέ­ρα­σμα κα­τα­λή­γει κα­νεὶς ἐ­ὰν πα­ρα­κο­λου­θή­σει τὸν δη­μο­φι­λέ­στε­ρο δι­ε­θνῆ δι­α­γω­νι­σμὸ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας τοῦ Fun­da­ción César Edigo Ser­rano. Μά­λι­στα, στὸν τε­λευ­ταῖο δια­κρί­θηκαν οἱ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες τῆς Ἰ­ω­άν­νας Ἐλ­πί­δας Πα­παν­δρέ­ου καὶ τοῦ Στά­θη Γουρ­γουρῆ μὲ τί­τλο «Τὸ ὄ­νει­ρο τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α Κρού­σου»[2].

       Ὁ Αχιλλέας Κυριακίδης στὶς Διεστραμμένες Ιστορίες (1988) πα­ραλ­λάσ­σει ἐμ­βλη­μα­τι­κὰ ἔρ­γα καὶ μύ­θους σὲ κεί­με­να ποὺ σή­με­ρα μπο­ροῦν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες. Στὸ κεί­με­νο γιὰ τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, πε­ρι­γρά­φει πῶς κα­νά­κευ­ε τὸν μι­κρὸ λύ­κο ἡ μη­τέ­ρα του καὶ πῶς ἀ­γω­νι­οῦ­σε γιὰ τὴν ἀ­σφά­λειά του πρὶν αὐ­τὸς βγεῖ στὸ δά­σος. Στὸ τέ­λος, ὅ­μως, ἄ­κου­σε «τὴν κα­ραμ­πί­να νὰ ὁ­πλί­ζε­ται καὶ τὴ φω­νὴ τῆς τρο­με­ρῆς κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας ν’ ἀ­παγ­γέ­λει τὴ θα­να­τι­κὴ κα­τα­δί­κη τοῦ τε­λευ­ταί­ου μι­κροῦ λύ­κου».

       Ὁ Gilbert Lascault, στὸ βι­βλί­ο του Ἡ Κοκ­κινο­σκου­φί­τσα παντοῦ (1989) ἐ­πι­χει­ρεῖ 48 πα­ραλ­λα­γὲς τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ τοῦ Charles Perrault. Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «42» γρά­φει: «Στὸν ἀ­στε­ρι­σμὸ τοῦ Λέ­ον­τος, ἡ Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα εἶ­ναι μιὰ λι­μνού­λα στρογ­γυ­λὴ καὶ κόκ­κι­νη, σχη­μα­τι­σμέ­νη ἀ­πὸ ἕ­να ὑ­γρὸ ποὺ ἡ γεύ­ση του θυ­μί­ζει μέ­λι καί, μα­ζί, θα­λασ­σι­νὸ νε­ρό. Ὁ λύ­κος εἶ­ναι ἕ­να δι­ψα­σμέ­νο μαῦ­ρο τρί­γω­νο πού, μα­γνη­τι­σμέ­νο ἀ­π’ τὴν ὀ­σμὴ τῆς ρευ­στῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας, σέρ­νε­ται στὸ ἔ­δα­φος, δι­α­τρέ­χον­τας χι­λιά­δες χι­λι­ό­με­τρα.»

       Ὁ Jaime Montestrela στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «210» στὸ βι­βλί­ο του Ὑδατώδεις ἱστορίες (1974), γρά­φει: «Στὸν ὑ­δα­τώ­δη πλα­νή­τη ΕΑ1897, ζω­ὴ ὑ­πάρ­χει μό­νο στὴ λε­πτὴ ἐ­πι­φά­νεια ἑ­νὸς ὠ­κε­α­νοῦ ὅ­που δὲ ση­κώ­νε­ται τὸ πα­ρα­μι­κρὸ κυ­μα­τά­κι. Κα­τὰ τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ τὸν ἀ­να­κά­λυ­ψε, τὸν Ἔν­του­ιν Ἄμ­ποτ, τὰ ὄν­τα ἐ­κεῖ εἶ­ναι γε­ω­με­τρι­κὰ καὶ ὑ­πάρ­χουν ἱ­ε­ραρ­χί­ες. Ἔ­τσι, τὸ τε­τρά­γω­νο θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­να τρί­γω­νο ποὺ ἔ­χει προ­κό­ψει στὴ ζω­ή. Κά­ποι­οι φι­λό­σο­φοι, ἐν­τού­τοις, ἔ­χουν τὸ δι­καί­ω­μα νὰ πρε­σβεύ­ουν ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το.»

Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια ἐ­ξε­ρεύ­νη­σης τοῦ δι­α­στή­μα­τος ἔ­χουν κα­τα­γρα­φεῖ ἦχοι ἀπὸ τοὺς πλανῆ­τες τοῦ ἡλι­ακοῦ μας συστή­ματος, ὅ­που ἀ­μέ­σως πα­ρα­τη­ρεῖ κα­νεὶς τοὺς δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς θο­ρύ­βους ποὺ ἐκ­πέμ­πει ὁ πλα­νή­της μας, μὲ τοὺς πο­λέ­μους ποὺ μαί­νον­ται σὲ δι­ά­φο­ρα ση­μεῖ­α, τὶς χι­λιά­δες ἀ­ε­ρο­σκα­φῶν ποὺ δι­α­σχί­ζουν ἀ­στα­μά­τη­τα τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα, τὶς πο­λύ­βου­ες μη­τρο­πό­λεις, τὴν κα­θη­με­ρι­νὴ κοι­νω­νι­κὴ καὶ ἰ­δι­ω­τι­κὴ ζω­ή μας ποὺ βρί­σκε­ται σὲ μό­νι­μη πε­ρι­δί­νη­ση.

Ἡ Οὐ­ρου­γουα­νὴ Cristina Peri Rosi στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της μὲ τί­τλο «Κα­θη­με­ρι­νὴ ζω­ή» πε­ρι­γρά­φει τὴ στε­νὴ σχέ­ση δύ­ο ἀν­θρώ­πων, χω­ρὶς ὀ­νό­μα­τα, προσ­δι­ο­ρι­σμὸ γέ­νους, ἡ­λι­κί­ας, ἐ­θνι­κό­τη­τας ἢ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τας καὶ πε­ρι­κλεί­ει σὲ λί­γες γραμ­μὲς μιὰ συ­νή­θη συν­θή­κη ἀν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης στὰ ὅ­ρια τῆς πα­ρά­νοι­ας, ἀ­νι­χνεύ­σι­μη δι­α­χρο­νι­κὰ καὶ δι­α­πο­λι­τι­σμι­κά. Ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα Molia Dumbleton στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τῆς «Pasarea Paradisului / Birds of Paradise» φω­τί­ζει μὲ εὐ­αι­σθη­σί­α τὸ ὅ­ριο ἀ­νά­με­σα στὴν πα­ρά­νοι­α καὶ τὴ λο­γι­κὴ ποὺ χά­νε­ται πολ­λὲς φο­ρὲς κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ βί­ου, εἴ­τε λό­γῳ τῆς ἐ­νί­ο­τε δυ­σβά­στα­χτης βι­ο­πά­λης ἢ μιᾶς βα­θιὰ τραυ­μα­τι­κῆς ἀ­πώ­λειας, ὅ­πως στὴν «Τρίχα» τοῦ Ἄγ­γλου Santino Prinzi. Ἡ ἐ­πί­σης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα Lucia Berlin, στὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μά της «Ὁ τζό­κεΐ μου» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή της μὲ τί­τλο Ὁδηγίες γιὰ οἰκιακὲς βοηθούς, ἀ­φη­γεῖ­ται τὴν ἱ­στο­ρί­α μιᾶς νο­σο­κό­μας ἡ ὁ­ποί­α φρον­τί­ζει ἕ­ναν τραυ­μα­τι­σμέ­νο τζό­κε­ϊ στὸ πλαί­σιο τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς της ρου­τί­νας. Ὅ­ταν ὅ­μως τὸν ἀ­πο­κοι­μί­ζει μὲ χά­δια βλέ­πει τὴ γυ­μνὴ πλά­τη του νὰ ἀ­να­τρι­χιά­ζει στὸ ἄγ­γιγ­μά της, ὅ­πως ἡ ρά­χη ἑ­νὸς ἄ­γριου που­λα­ριοῦ καὶ συγ­κι­νεῖ­ται βα­θιά. Αὐ­τὴ ἡ εἰ­κό­να, πα­νί­σχυ­ρη μέ­σα στὴν ἁ­πλό­τη­τά της, πα­ρα­πέμ­πει στὶς ὑ­φο­λο­γι­κὰ καὶ θε­μα­τι­κὰ πρω­τό­τυ­πες μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες «The Gift» τῆς Rose An­der­sen καὶ «Horses» τοῦ Geordie Flantz, ἀλ­λὰ καὶ στὸ χα­ϊ­κοὺ τοῦ Kobayashi Issa: «Ξαφ­νι­κὴ βρο­χή: τὸ γυ­μνό μου ἄ­λο­γο γυ­μνὸς ἱπ­πεύ­ω».

Ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ὀ­νο­μά­ζει τοὺς κοι­μι­σμέ­νους ὡς ἐρ­γά­τες καὶ συ­νερ­γοὺς ὅ­σων συμ­βαί­νουν στὸν κό­σμο. Οἱ δυ­σκο­λί­ες τῆς πραγ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­ται εὐ­κο­λό­τε­ρα μὲ τὴ φαν­τα­σί­α καὶ τὰ ὄ­νει­ρα, ὅ­πως δι­α­φαί­νε­ται καὶ στὶς συμ­με­το­χὲς στὸ δι­ε­θνῆ δι­α­γω­νι­σμὸ φαν­τα­στι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας World Fantasy Award, στὸν ὁ­ποῖ­ο τὸ 2018 δι­α­κρί­θη­κε τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Ναταλίας Θεοδωρίδου μὲ τί­τλο «The birding: A fairy tale».

       Ὁ Ἰ­σπα­νὸς David Roas θε­ω­ρεῖ ὅ­τι στὸ ἀ­νή­λιο ση­μεῖ­ο τῆς ὑ­πο­ταγ­μέ­νης σὲ κοι­νω­νι­κὲς συμ­βά­σεις ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς φαί­νε­ται πὼς εὐ­δο­κί­μη­σε τὸ ὑ­πο­εῖ­δος τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ καὶ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τα­λαμ­βά­νει τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος στὴν ἱ­σπα­νό­φω­νη πα­ρα­γω­γὴ τοῦ εἴ­δους. Ὁ Roas, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις του ὡς πρὸς τὸ ὅ­τι ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἁλ­μα­τώ­δους ἐ­ξά­πλω­σης τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας κινδυν­εύουμε νὰ μᾶς «κα­τα­βρο­χθί­σει ὁ “δεινό­σαυρος” τοῦ Monter­roso», συμ­φω­νεῖ μὲ τὴν πλει­ο­ψη­φί­α τῶν θε­ω­ρη­τι­κῶν τοῦ εἴ­δους, ὅ­τι σὲ αὐ­τὸ τὸ ὑ­πο­εῖ­δος δὲ συ­νη­θί­ζε­ται ἀ­να­τρο­πὴ στὸ τέ­λος (μί­α ἀ­πὸ τὶς κύ­ρι­ες ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς τε­χνι­κὲς στὸ δι­ή­γη­μα), ἀλ­λὰ ὁ τρό­μος τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἴ­τε δη­λώ­νε­ται ἢ ὑ­πο­νο­εῖ­ται, ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ φαί­νε­ται στὸν Thomas Bernhard, στὴ συλ­λο­γὴ τοῦ Ὁ μί­μος τῶν φω­νῶν, ἀλ­λὰ καὶ στὸν Max Aub, στοὺς Παραδειγ­ματι­κούς φόνους.

Στὸ λο­ξό, ἀ­να­τρε­πτι­κὸ καὶ χι­ου­μο­ρι­στι­κὸ ὕ­φος τοῦ Aub κι­νοῦν­ται πά­ρα πολ­λοὶ συγ­γρα­φεῖς μὲ ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη πα­ρου­σί­α στὴ δι­ε­θνῆ βι­βλι­ο­γρα­φί­α μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ἡ Jayne Anne Phil­lips μὲ τὴ συλ­λο­γή της μὲ τί­τλο Black Tickets (1979) πρω­το­πό­ρη­σε στὸ εἶ­δος, κα­θὼς ἔβα­λε στὸ μικρο­σκόπιο τὶς στε­νό­τε­ρες ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις καὶ ἀ­νέ­δει­ξε τὴ δυ­να­μι­κὴ τῆς πο­λὺ σύν­το­μης πε­ζο­γρα­φι­κῆς φόρ­μας νὰ ἑ­στιά­ζει σὲ ὅ­σα δὲ φαί­νον­ται. Μά­λι­στα ὁ Ray­mond Car­ver δι­έ­κρι­νε μιὰ πρω­τό­γνω­ρη διε­στραμ­μένη ὀ­μορ­φιά, ἐν­τυ­πω­σι­α­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἐλ­λει­πτι­κό­τη­τα καὶ τὴν ἀ­κρί­βειά της, συγ­γρα­φι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες ποὺ τὸν δι­α­κρί­νουν, ὅ­πως προ­κύ­πτει καὶ ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ του Ἐλέ­φαντας.

       Ἡ Meg Pokrass στὴ συλ­λο­γὴ τῆς Alli­ga­tors at ni­ght (2018) ξε­δι­πλώ­νει ὅ­λο το φά­σμα τῆς ἀ­γά­πης, ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­νοι­α καὶ τὴν ὑ­περ­βο­λὴ ἕ­ως τὴν πλή­ρη ἀ­που­σί­α της καὶ βά­σει αὐ­τοῦ χαρ­το­γρα­φεῖ τὶς σύγ­χρο­νες ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις. Στὴν ὁ­μό­τι­τλη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Αὐ­τὸ ποὺ χρει­ά­ζε­σαι κά­ποι­ες φο­ρὲς εἶ­ναι νὰ μὴ φτά­σεις πο­τὲ σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο», ποὺ θυ­μί­ζει τὸν ἀ­φο­ρι­σμὸ τοῦ Kafka, «Ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ με­τὰ δὲν ὑ­πάρ­χει κα­μί­α ἐ­πι­στρο­φὴ πιά. Αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο πρέ­πει νὰ φτα­στεῖ» [3].

       Ἡ συλ­λο­γὴ τῆς Kathy Fish μὲ τί­τλο Wild Life  (2018) ἀ­κτι­νο­γρα­φεῖ δι­α­σκορ­πι­σμέ­νες οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἀ­δέλ­φια ποὺ μι­σι­οῦν­ται θα­νά­σι­μα, ζευ­γά­ρια σὲ ἀ­πο­σύν­θε­ση, μη­τέ­ρες ποὺ ἔ­χουν ἀ­φα­νι­στεῖ στὴ δί­νη τῆς μη­τρό­τη­τας. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Kafka ὁ μό­νος τρό­πος ἀ­πό­δρα­σης ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­νοι­α εἶ­ναι πρὸς τὰ μέ­σα, στὴν καρ­διὰ τῆς ζω­ῆς, μὲ φαν­τα­σί­α καὶ χι­οῦ­μορ. Στὴν ὑ­περ­σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α του Kleine Fabel , ἡ γά­τα ποὺ κα­ρα­δο­κεῖ στὴ γω­νί­α λέ­ει στὸ ἀ­πελ­πι­σμέ­νο πον­τί­κι: «Τὸ μό­νο ποὺ χρει­ά­ζε­ται νὰ κά­νεις εἶ­ναι ν’ ἀλ­λά­ξεις κα­τεύ­θυν­ση». Ἔ­πει­τα ἀ­νοί­γει τὸ στό­μα της καὶ τὸ κα­τα­πί­νει, λυ­τρώ­νον­τάς το ἀ­πὸ τὸ μαρ­τύ­ριο τῆς ἐ­πι­βί­ω­σης μὲ ἀ­πο­κλει­στι­κὸ ὁ­δη­γὸ τὴ λο­γι­κή, δί­νον­τας στὸ κω­μι­κο­τρα­γι­κὸ συμ­βὰν φι­λο­σο­φι­κὲς προ­ε­κτά­σεις.

       Ὁ συν­δυα­σμὸς συν­το­μί­ας καὶ στο­χα­σμοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­κό­μα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του εἴ­δους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ὅ­πως στὸ «Ζοὺμ στὸ φλάς» τοῦ Κώ­στα Βρα­χνοῦ στὴ συλ­λο­γή του Πρῶ­τα ὁ Θεός (2017), ὅ­που ὁ ἥ­ρω­ας δο­κι­μά­ζει ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος τὸ ὑ­ψη­λῆς τε­χνο­λο­γί­ας καὶ ἀ­κρί­βειας νε­ο­α­πο­κτη­θὲν φλὰς τῆς φω­το­γρα­φι­κῆς μη­χα­νῆς του κά­νον­τας τυ­χαῖ­ες λή­ψεις στὸ χῶ­ρο του. Σύν­το­μα δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι στὸ για­κὰ τοῦ μον­τγκό­με­ρί του ἀ­πα­θα­νά­τι­σε ἕ­να ζευ­γά­ρι σκώ­ρων μὲ τὰ τρί­α μι­κρά τους νὰ κοι­τοῦν πε­ρί­τρο­μοι κι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι τὸ φα­κό.

«Τὰ ζῶ­α ἀ­π’ ἔ­ξω κοι­τοῦ­σαν πό­τε τὰ γου­ρού­νια καὶ πό­τε τοὺς ἀν­θρώ­πους, πό­τε τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ πό­τε τὰ γου­ρού­νια, ὕ­στε­ρα πά­λι τὰ γου­ρού­νια καὶ πά­λι τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λὰ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ δι­α­κρί­νουν ποι­ός ἦ­ταν ποι­ός», γρά­φει ὁ George Orwell , ὀ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὴ Φάρμα τῶν ζώων. Σὲ ἀ­νά­λο­γο πνεῦ­μα ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε ἡ Flannery O’ Connor για­τί ἐ­πέ­λε­γε νὰ ἑ­στιά­ζει σὲ πα­θο­γέ­νει­ες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης, ὅ­πως στὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της μὲ τί­τλο Καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν, ποὺ πα­ρα­πέμ­πει σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ γνω­στό­τε­ρα Καπρίτσια τοῦ Goya, ἀπάντησε: «Ὅ­πο­τε ἐ­ρω­τῶ­μαι για­τί οἱ Νό­τιοι (Ἀ­με­ρι­κα­νοὶ) συγ­γρα­φεῖς δεί­χνουν ἰ­δι­αί­τε­ρη προ­τί­μη­ση σὲ (ἀν­θρώ­πους) τέ­ρα­τα, ἀ­παν­τῶ ἐ­πει­δὴ μπο­ροῦ­με ἀ­κό­μα νὰ τὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με.»

Τὸ 1925, σὲ ἕ­να γράμ­μα ποὺ ἔ­γρα­φε στὸν πα­τέ­ρα του ὁ Ernest Hemingway, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς κύ­ριους προ­δρό­μους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ἐ­ξη­γοῦ­σε πῶς ἀ­κρι­βῶς ἤ­θε­λε νὰ γρά­φει: «σὲ ὅ­λες τὶς ἱ­στο­ρί­ες μου προ­σπα­θῶ νὰ δί­νω τὴν αἴ­σθη­ση τῆς πραγ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς. Ὄ­χι ἁ­πλῶς νὰ τὴν πε­ρι­γρά­ψω ἢ νὰ ἀ­σκή­σω κρι­τι­κή, ἀλ­λὰ νὰ τὴ με­τα­φέ­ρω ζων­τα­νὴ στὴ σε­λί­δα. Ὥ­στε ὅ­ταν δι­α­βά­ζει κα­νεὶς νὰ βι­ώ­νει τὴν ἴ­δια τὴν ἐμ­πει­ρί­α αὐ­τοῦ ποὺ δι­α­βά­ζει. Αὐ­τὸ δὲ γί­νε­ται ἂν ἀ­πορ­ρί­ψεις τὸ κα­κὸ καὶ τὸ ἄ­σχη­μο, δι­ό­τι ἂν εἶ­ναι ὅ­λα ὄ­μορ­φα δὲν πεί­θουν κα­νέ­να. Ἡ ζω­ὴ ἐμ­πε­ρι­έ­χει τὰ πάν­τα.» Ἰ­δέ­α ποὺ εἶ­χε ἐκ­φρά­σει καὶ ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης ὅ­ταν ἔ­γρα­φε ἡ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς μέ­σα στὴ ζω­ή καὶ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται κα­λει­δο­σκο­πι­κὰ στὸ πε­ζο­γρά­φη­μά του Ὁ πεθαμένος καὶ ἡ Ανάσταση (1938). Ἡ ἴ­δια ἰ­δέ­α δι­α­τέ­μνει καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Clau­dio Magris μὲ τί­τλο Μικρόκοσμοι (1997), στὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ ἀ­φή­γη­ση ρέ­ει μέ­σα στὸ πο­τά­μι τῆς ζω­ῆς μὲ πρω­τα­γω­νι­στὲς ἀν­θρώ­πους καὶ ζῶ­α σὲ μιὰ ἁρ­μο­νι­κὴ συμ­βί­ω­ση.

Στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Ai­mee Ben­der μὲ τί­τλο Willful Crea­tures (2006) ἡ αἱρε­τικὴ ματιά της στὰ κα­θη­με­ρι­νὰ πα­ρά­δο­ξα πλησι­άζει κατὰ πολὺ τὴν ἰ­δέ­α τοῦ Hemingway κα­θὼς θυ­μί­ζει χρο­νο­γρά­φη­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ σύγ­χρο­νου (δυ­τι­κοῦ) ἀν­θρώ­που. Στὴ σου­ρε­α­λι­στι­κὴ ἱ­στο­ρί­α της μὲ τί­τλο «End of the line» ἕ­νας κα­νο­νι­κὸς ἄν­τρας ἀ­γο­ρά­ζει ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ ἄν­τρα ἀ­πὸ ἕ­να κα­τά­στη­μα κα­τοι­κι­δί­ων, τὸν φυ­λα­κί­ζει σὲ ἕ­να κλου­βὶ μὲ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ κα­να­πὲ καὶ δι­α­πράτ­τει τε­ρα­τώ­δεις βαρ­βα­ρό­τη­τες εἰς βά­ρος του.

       Ὁ ἐ­πί­σης Ἀ­με­ρι­κα­νὸς Manuel Gonzales στὴ συλ­λο­γή του μὲ τί­τλο The mi­nia­ture wife (2013) δι­εισ­δύ­ει στοὺς χειρό­τε­ρους ἐ­φιάλτες τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που, πο­λὺ κον­τὰ στὸ ὕ­φος τῆς Bender, ἀλ­λὰ καὶ τῶν Roberto Bo­laño, Jes­se Ball καὶ Ben Ma­rcus. Στὸ πρῶ­το δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς μὲ τί­τλο «Pilot, Copilot, Writer» ὁ δη­μο­σι­ο­γρά­φος ἥ­ρω­ας προ­σπα­θεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸ τὸ ἀ­ε­ρο­πλά­νο στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­βαί­νει καὶ τε­λεῖ ὑ­πὸ ἀ­ε­ρο­πει­ρα­τεί­α νὰ συ­νε­χί­ζει ἐ­πὶ εἴ­κο­σι χρό­νια νὰ κά­νει κύ­κλους ἐ­πά­νω ἀ­πὸ τὸ ἀ­ε­ρο­δρό­μιο τοῦ Ντά­λας. Στὸ ὁ­μό­τι­τλο δι­ή­γη­μα ἕ­νας ἐ­πι­στή­μο­νας ἔ­χει συρ­ρι­κνώ­σει στὸ ἐ­λά­χι­στο τὴ σύ­ζυ­γό του, ἀλ­λὰ οὔ­τε φαν­τά­ζε­ται τοὺς τρό­πους ποὺ θὰ ἐ­πι­νο­ή­σει ἐ­κεί­νη γιὰ νὰ κερ­δί­σει τὸν ἀ­νε­λέ­η­το πό­λε­μό του. Δυ­στο­πί­α, ἀ­κη­δί­α, ἀ­πο­ξέ­νω­ση, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως φαν­τα­σί­α καὶ χι­οῦ­μορ ποὺ λει­τουρ­γοῦν λυ­τρω­τι­κὰ ἀ­κό­μα καὶ στὶς πιὸ ἀ­πί­θα­νες κα­τα­στά­σεις ποὺ πε­ρι­γρά­φει ὁ Gon­zales, ὅ­πως στὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μά του στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Guer­nica μὲ τί­τλο «Farewell Africa». Τὸ θέ­μα του εἶ­ναι μιὰ δη­μό­σια ὁ­μι­λί­α μὲ τί­τλο «Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμὸς στὴν Ἀ­φρι­κή», ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι ἀ­να­με­τα­δί­δε­ται ζων­τα­νὰ τὴν ὥ­ρα ποὺ ἡ ἀ­φρι­κα­νι­κὴ ἤ­πει­ρος βυ­θί­ζε­ται κά­τω ἀ­πὸ τὴν εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ τε­κτο­νι­κὴ πλά­κα. Τὸ πα­ρά­δο­ξο εἶ­ναι ὅ­τι ἤ­δη ἀ­πὸ τὸ 2011 ἔ­χει ἐ­πα­λη­θευ­θεῖ ὅ­τι συμ­βαί­νει ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το, γε­γο­νὸς ποὺ ἔ­χει κα­τα­γρα­φεῖ ὡς «ἐπι­στη­μο­νικὰ συναρ­πα­στικό».

Στὴν «Ἐπίσκεψη» τῆς Μαρίας Τσο­λα­κούδη ὅ­ταν ἡ κό­ρη ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­πὸ τὴ δου­λειά της βρί­σκει τὸν πε­θα­μέ­νο πα­τέ­ρα της νὰ δι­α­βά­ζει στὴν τρα­πε­ζα­ρί­α, μ’ ἕ­να κλα­ρά­κι ἀ­γρι­ο­ε­λιᾶς σκα­λω­μέ­νο στὰ μαλ­λιά του, καὶ προ­βλη­μα­τί­ζε­ται γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐ­ξη­γή­σει στὰ παι­διά της τὴν ἐ­πί­σκε­ψή του, ἀ­γνο­ών­τας τὸ θά­να­τό του καὶ ξα­να­βά­ζον­τάς τον στὴ ζω­ή της.

       Ὁ Jonathan Franzen ξε­χώ­ρι­σε τὸ ἄρ­θρο «Fa­mily Tra­dition» τῆς Λίζας Νικο­λι­δάκη ἀ­νά­με­σα στὰ κα­λύ­τε­ρά του 2016 στὴν Ἀ­με­ρι­κή. Σὲ αὐ­τὸ πε­ρι­γρά­φε­ται ἡ τρα­γι­κὴ ἱ­στο­ρί­α τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς της: ἐν­δο­οι­κο­γε­νεια­κὴ βί­α, ὀ­δυ­νη­ρὸ δι­α­ζύ­γιο τῶν γο­νι­ῶν της, δι­α­με­λι­σμὸς τῆς οἰ­κο­γέ­νειας στὴ συ­νέ­χεια, ὁ γιὸς μὲ τὴ μη­τέ­ρα, ἡ κό­ρη μὲ τὸν πα­τέ­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος τε­λι­κὰ δο­λο­φό­νη­σε τὴν Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα σύν­τρο­φό του καὶ τὴν ἔ­φη­βη κό­ρη της καὶ αὐ­το­κτό­νη­σε. Ὅ­πως γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἡ Νι­κο­λι­δά­κη σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ γνω­στό­τε­ρα ἐλ­λει­πτι­κὰ (μι­κρο)δι­η­γή­μα­τά της μὲ τί­τλο «Silence, Stillness», «Πο­τὲ δὲ λέ­ω κα­κο­ποι­η­μέ­νη. Ἀντ’ αὐ­τοῦ ξε­γλι­στρά­ω μὲ κλι­σέ. Δὲν ἦ­ταν πὶκ νίκ, λέω. Εἶ­χα δύ­σκο­λα παι­δι­κὰ χρό­νια.»

       Ἡ Berlin στὸ δι­ή­γη­μά της μὲ τί­τλο «Μα­μά», σ’ ἕ­να δι­ά­λο­γο ἀ­νά­με­σα στὶς δύ­ο ἀ­δελ­φὲς ἡ­ρω­ί­δες γρά­φει: «Ἦ­ταν μά­γισ­σα. Ἀ­κό­μα καὶ τώ­ρα ποὺ εἶ­ναι νε­κρή, φο­βᾶ­μαι ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ μὲ δεῖ.» «Κι ἐ­γώ. Ἂν κά­νω κά­τι πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­νό­η­το, τό­τε εἶ­ναι ποὺ ἀ­νη­συ­χῶ καὶ φο­βᾶ­μαι. Τὸ ἀ­ξι­ο­θρή­νη­το εἶ­ναι πὼς ὅ­ταν κά­νω κά­τι σω­στὰ τὸ ἐλ­πί­ζω. “Ἔ, μα­μά, δὲς τί ἔ­κα­να”. Κι ἂν οἱ νε­κροὶ ἁ­πλῶς κρέ­μον­ται πά­νω ἀ­πὸ τὰ κε­φά­λια μας, μᾶς κοι­τά­ζουν καὶ ξε­καρ­δί­ζον­ται μὲ τὰ κα­μώ­μα­τά μας; Θε­έ μου, Σά­λι, αὐ­τὸ ποὺ εἶ­πα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ πεῖ κι αὐ­τή. Κι ἂν εἶ­μαι ὁ­λό­ϊ­δια ἐ­κεί­νη;» Ἂν καὶ ἡ Κατε­ρίνα Γώ­γου, στὸ Νό­στο, βλέ­πει ἀ­κό­μα καὶ τὶς μά­γισ­σες μὲ τρυ­φε­ρό­τη­τα: «Οἱ Ἰν­διά­νες μά­γισ­σες ὅ­ταν ξυ­πνά­γαν τὰ παι­διά τους δί­δα­σκαν μα­θή­μα­τα ἀ­πὸ τὰ ὄ­νει­ρά τους. Μα­θαί­να­νε πολ­λά.»

 


θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις

Ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ φαν­τα­σμα­γο­ρί­α ποὺ εἴ­δα­με δὲν τὴν ἀ­να­κά­λυ­ψε ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, ἀλ­λὰ τὴ χω­ρά­ει. Ἂν καὶ εἶ­ναι ἡ μι­κρό­τε­ρη μορ­φὴ πρό­ζας, προ­σφέ­ρει τὴ με­γα­λύ­τε­ρη δι­α­στο­λὴ χώ­ρου καὶ χρό­νου, ἀ­να­λο­γι­κὰ μὲ τὴ ρη­μα­τι­κὴ ἔ­κτα­σή της, κι εὐ­νο­εῖ τὸ στο­χα­σμὸ (βά­θος, πα­λίμ­ψη­στο, δι­α­κει­με­νι­κό­τη­τα) καὶ τὴ φαν­τα­σί­α (δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα, σύν­θε­ση, πρω­το­τυ­πί­α). Ἄ­πει­ρες μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες ρέ­ουν στὰ ὑ­πό­γεια ρεύ­μα­τα ποὺ συν­δέ­ουν τοὺς πο­λι­τι­σμοὺς με­τα­ξύ τους, ἀ­να­πτύσ­σον­τας ἕ­να πο­λύ­πλο­κο, συμ­βι­ω­τι­κὸ δί­κτυ­ο ἀ­νά­λο­γο τοῦ δι­κτύ­ου ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψε ἡ Susanne Simard ὅ­τι συν­δέ­ει ὑ­πο­γεί­ως τὰ δέν­τρα στὰ δά­ση τοῦ πλα­νή­τη μας. Πα­ρα­μέ­νει ἀ­κό­μα ρευ­στὴ καὶ ἄ­πια­στη στὰ σπλά­χνα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, μὲ πολ­λὰ ὀ­νό­μα­τα καὶ ἀ­πο­κλεί­ει τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε κα­θο­λι­κῆς ἀρ­χῆς – ἀ­πο­κλεί­ον­τας ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἀ­πο­λυ­τό­τη­τα ἀ­κό­μα καὶ τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό της. Συ­νι­στᾶ ὄ­χι μό­νο ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ κί­νη­ση (σύ­ζευ­ξη ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης καὶ τέ­χνης τῆς ἀ­φή­γη­σης μὲ πρω­το­φα­νῆ δυ­νη­τι­κό­τη­τα), ἀλ­λὰ καὶ κί­νη­ση πρὸς τὰ μέ­σα, πρὸς τὴν ἐν­δο­σκό­πη­ση καὶ τὴ σι­ω­πή.

       Ὁ Ρῶ­σος γλωσ­σο­λό­γος Ro­man Jakob­son, γιὰ νὰ συγ­κρί­νει τοὺς δύ­ο ἄ­ξο­νες τῆς με­τα­φο­ρᾶς καὶ τῆς με­τω­νυ­μί­ας, ἔ­χει χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὶς ψυ­χα­να­λυ­τι­κὲς ἔν­νοι­ες τῆς με­τά­θε­σης καὶ συμ­πύ­κνω­σης, στὶς ὁ­ποῖ­ες ὁ Freud ἀ­πέ­δι­δε τὸ ρό­λο τῶν δύ­ο ση­μαν­τι­κό­τε­ρων ἀ­συ­νεί­δη­των μη­χα­νι­σμῶν ποὺ λει­τουρ­γοῦν κα­τὰ τὴν πα­ρα­γω­γὴ τῶν ὀ­νει­ρι­κῶν εἰ­κό­νων. Ὁ Γάλ­λος φι­λό­σο­φος Gaston Bache­lard στὸ ὄ­ψι­μο ἔρ­γο του δι­α­χώ­ρι­σε τὴ θέ­ση του ἀ­πὸ τὴν ψυ­χα­νά­λυ­ση, ἐ­πει­δὴ ἡ τε­λευ­ταί­α ἑρ­μή­νευ­ε τὶς εἰ­κό­νες ἐν­νοι­ο­λο­γι­κά. Μὲ τὴ φαι­νο­με­νο­λο­γι­κή του μέ­θο­δο ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ συλ­λά­βει «τὴν οὐ­σί­α τῆς ποι­η­τι­κῆς φαν­τα­σί­ας ὡς πη­γὴ πρω­τό­τυ­πων εἰ­κό­νων καὶ νὰ φω­τί­σει τὴ συ­νεί­δη­ση ἑ­νὸς ὑ­πο­κει­μέ­νου στὸ ὁ­ποῖ­ο προ­κα­λοῦν δέ­ος οἱ εἰ­κό­νες ποὺ ἀν­τι­κρί­ζει»[4]. Ἡ εἰ­κό­να εἶ­ναι τὸ πρω­ταρ­χι­κὸ ἐρ­γα­λεῖ­ο τοῦ ἀ­συ­νεί­δη­του, ἀλ­λὰ καὶ πρω­ταρ­χι­κὸ δο­μι­κὸ ὑ­λι­κό της μι­κρο­μυ­θο­πλα­στι­κῆς ἀ­φή­γη­σης, εἴ­τε με­τα­φέ­ρει ἕ­να ἐμ­πει­ρι­κὸ δε­δο­μέ­νο μέ­σῳ τῆς ὅ­ρα­σης ἢ ἕ­να ἀ­πο­κύ­η­μα φαν­τα­σί­ας ἢ ὀ­νεί­ρου. Στὴν Ποι­η­τι­κή του χώ­ρου[5] ἐμ­βά­θυ­νε καὶ στὴ μικρο­σκο­πική κλί­μακα προ­κει­μέ­νου νὰ δι­α­τη­ρή­σει ζων­τα­νὴ τὴ φαν­τα­σί­α καὶ τὴν αἴ­σθη­ση τῆς δια­ύγειας τῶν πραγ­μά­των καὶ τῆς ζω­ῆς, ὅ­που συ­νάν­τη­σε μιὰ φαν­τα­σμα­γο­ρί­α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου