|
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΤΟ ΚΟΙΤΑΣ παρὰ νὰ βρίσκεσαι ἐκεῖ… δήλωνε
καὶ τὸ ἐννοοῦσε ὁ Προπέτης Σάιλυ. Τὴν ἔπαθε κι αὐτὸς ὅπως κάμποσοι
ἄλλοι ποὺ χάζευαν, μὲ τὶς ὧρες τὶς καλοκαιρινὲς νύχτες, τὸ φεγγάρι νὰ
λάμπει ξεκάθαρα καὶ νὰ προκαλεῖ.
Ἦταν Αὔγουστος, οἱ διακοπὲς
εἶχαν τελειώσει καὶ ὁ Σάιλυ ἄραζε στὴν πιάτσα μονάχος. Κάπνιζε ἤδη
ἀπὸ τὸ δεύτερο πακέτο του περιμένοντας κάποιον πελάτη. Ἀναπολοῦσε
τὴ θάλασσα καὶ τὸ ζεστὸ ψωμί. Τὴν ἄγνωστη γυναίκα ποὺ πέρασαν μαζὶ ἕνα
ἐρωτικὸ βράδυ. Καὶ ὅπως τότε, κοιτοῦσε τὸ φεγγάρι ποὺ κι ἀπόψε ἔλαμπε
ὁλοκληρωτικὰ σὰ δυνάστης στὸν οὐρανό.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δημήτρης Τούλιος (Πάτρα, 1966). Ἐργάζεται ὡς ἐκπαιδευτικός.Ἔχει συμμετάσχει
σὲ συλλογικὰ ἔργα ποίησης καὶ διηγήματος. Πρῶτο του βιβλίο Παθητικὸ κάθισμα
(ποίηση, Χαραμάδα, 2018).
Τότε ἀκούστηκε ἕνας ξερὸς κρότος στὴν πόρτα. Ἕνας ἀλλόκοτος τύπος
μπῆκε φουριόζος στὸ ταξὶ σὰ νὰ ἔπεσε ἀπ’ τὸ φεγγάρι.
Αἰφνιδιασμένος, ἀλλὰ πάντα ἐπαγγελματίας ὁ Προπέτης δὲ διαμαρτυρήθηκε,
μὰ πολὺ εὐγενικὰ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἀπρόσμενο ἐπισκέπτη νὰ τοῦ ἀνακοινώσει
τὸν προορισμό.
«Φεγγάρι πηγαίνω.»
«Ναί, καλὰ φίλε, καλὸ τὸ ἀστεῖο.»
«Φεγγάρι, λέμε!»
Ὁ Σάιλυ ἔξυσε λίγο το κεφάλι του. Μπᾶς κι ἐννοοῦσε κανένα κλὰμπ ποὺ
ἐκεῖνος δὲ γνώριζε;
«Ποῦ βρίσκεται αὐτό;» τόλμησε νὰ ρωτήσει.
«Πᾶμε ἀπὸ ‘δῶ καὶ θὰ σοῦ πῶ.»
Ὁ Προπέτης ξεκίνησε σὰ μαγεμένος. Ὁ ἄγνωστος τὸν ὁδηγοῦσε μὲ θαυμαστὴ
ἀκρίβεια. Ὅσο προχωροῦσαν μέσα στὴ νύχτα τόσο τὰ κτίρια μειώνονταν
μὲ θεαματικὸ τρόπο σὰν νὰ τὰ κατάπινε ἀόρατος δράκος. Οἱ δρόμοι ἔμοιαζαν
καὶ τοῦ ἦταν τελείως ἄγνωστοι. Ἡ ἄσφαλτος ἔγινε σιγὰ-σιγὰ χαλικόδρομος
ἐνῶ βράχια ἐμφανίστηκαν ἑκατέρωθεν. Χάθηκε ἡ ἰδιότητα τοῦ ταξιτζῆ.
Τὸ GPS ἔσβησε νεκρὸ ὕστερα ἀπὸ μιὰ μικρὴ κραυγή. Μέσα στὴν ἀπόλυτη
σκοτεινιὰ ἀκουγόταν μόνο ἡ φωνὴ τοῦ ἐπιβάτη. Σκληρή, ψυχρή, ἀπόλυτη.
Ταξίδευαν σὰ μέσα στὴν ἐποχὴ τοῦ λίθου, τὰ πάντα πέτρινα γύρω.
Ὅμως ἡ ἀνάσα του στὸ σβέρκο τοῦ ταξιτζῆ εἶχε κάτι ἀπὸ τὴ μαμὰ λύκαινα
πρὸς τὰ κουτάβια της. Καὶ σὲ λίγο μιὰ εὐχάριστη ψύχρα εἰσέβαλλε ἀπ’
τὰ παράθυρα τοῦ αὐτοκινήτου. Εἶχαν φτάσει φεγγάρι, μάλιστα. Τὸ μαρτυροῦσαν
οἱ λακκοῦβες. Κατέβηκαν. Ὁ Σάιλυ δὲν εἶχε ὄρεξη νὰ ζητήσει κόμιστρο,
πόσο μᾶλλον, ἐξηγήσεις. Ἄλλωστε τοῦ ἔφτανε ποὺ ἀνάσαινε καὶ ἡ βαρύτητά
του δὲν εἶχε μεταβληθεῖ. Τρίχες τὰ ὅσα γνώριζαν περὶ ἐλλείψεως ὀξυγόνου
καὶ τὰ ρέστα. Ὕστερα εἶδε κι ἐκείνη. Βρισκόταν μέσα σὲ ἕνα κρατήρα
κι ἔκανε μπάνιο στὸ γαλάζιο νερό του. Ἦταν τὸ μοναδικὸ ἔγχρωμο σημεῖο
τῆς Σελήνης ἂν ἑξαιροῦσες τὸ βυσσινὶ ταξί. Καὶ τὸ κυριότερο: Δέσμες
φωτὸς ἀνάβλυζαν ἀπ’ ὅλες τὶς τρύπες τοῦ φεγγαριοῦ καθότι τύγχανε
καὶ αὐτόφωτο!
Ἡ Κάλλια φάνηκε νὰ αἰφνιδιάζεται ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτα. Μόνο χαμογελοῦσε
σὰ νὰ ἤξερε τί θὰ συμβεῖ. Ὁ Σάιλυ πῆγε νὰ βουτήξει στὸ γαλάζιο βοῦρκο
μὲ τὴν παλιὰ ἀγαπημένη του. Ἀλλὰ τὸ χέρι τοῦ ἐπιβάτη τὸν ἐμπόδισε.
«Ἐσύ, βρίσκεσαι ἐδῶ μόνο γιὰ νὰ μὲ κουβαλήσεις. Ἡ κοπέλα εἶναι μαζί
μου τώρα.» τοῦ ἐξηγήθηκε. Καὶ ἀφοῦ γδύθηκε, ἔπεσε μέσα στὸ γαλάζιο
κι ἀγκαλιάστηκε μαζί της.
Ὁ Σάιλυ ἔνιωσε τόσο μόνος ποὺ γύρισε νὰ κοιτάξει τὴ γῆ. Τοῦ φάνηκε
ὑπέροχη ἀλλὰ δὲν ἤξερε πῶς νὰ ξαναγυρίσει.
Ἄς εἶναι καλὰ ὁ ἐπιβάτης, ποὺ μόλις τελείωσε μὲ τὸ κορίτσι, ἐπιβιβάστηκε
πάλι στὸ ταξὶ καὶ εἰσέπραξε ὄχι καὶ λίγα «εὐχαριστῶ» ἀπὸ τὸν πληγωμένο
πλὴν ὅμως ἀνακουφισμένο ταξιτζή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου