ΌτΑΝ ΞΥΠΝΑΩ, νιώθω μιὰ τρίχα μέσα στὸ στόμα μου.
Εἶναι ὑφασμένη γύρω ἀπὸ τὴν γλώσσα μου, ἀνάμεσα στὰ δόντια μου. Μαζεύεται
σάλιο ἔτσι ὅπως προσπαθῶ νὰ τὴν ξεφορτωθῶ πιπιλίζοντάς την, νὰ τὴν
τσιμπήσω μὲ τὰ δάχτυλά μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὴ γραπώσω. Εἶναι δικιά
μου ἢ δικιά της; Δὲν θὰ ξαφνιαζόμουν ἂν ἦταν τῆς γυναίκας μου. Οἱ τρίχες
της μπλέκονται παντοῦ. Πάντοτε ἀφαιροῦσε τὴν ψαλίδα ἀπὸ τὰ μαλλιά
της καθισμένη στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Μόλις ἔχασε τὰ μαλλιά της λόγῳ
τῆς θεραπείας, δὲν μπόρεσε νὰ ἔρθει ἀντιμέτωπη μὲ τὸ νὰ μαζέψει μὲ
τὴ βούρτσα τὶς τρίχες καὶ νὰ τὶς πετάξει. Ὑπάρχει τόσος πόνος στὸ νὰ εἶσαι
μιὰ γυναίκα χωρὶς μαλλιά. Ξύρισα κι ἐγὼ τὸ κεφάλι μου γιὰ νὰ δείξω τὴν
ὑποστήριξή μου· δὲν εἶναι τὸ ἴδιο, εἶπε.
Τὰ κατάφερα, ἐπιτέλους. Τὴν ἔχω ἐδῶ, μουσκεμένη καὶ κολλημένη
στὰ ἀκροδάχτυλά μου. Δὲν εἶναι δικιά της. Πετάω τὰ σκεπάσματα ἀπὸ
πάνω μου, ψάχνοντας στὰ σεντόνια γιὰ ἐκείνη, ἀκόμα κι οἱ τρίχες της ὅμως
δὲν εἶναι ἐκεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου