ΟTAN HMOYN μικρός, μέναμε μὲ τὴ μάνα σ’ ἕνα σπίτι
ἐξοχικό. Σήμερα θά ‘λεγα σ’ ἕνα σπίτι παλαιϊκό. Ἦταν χτισμένο μὲ ξύλα,
πέτρα καὶ κόκκινη λάσπη. Τὸ μισὸ ἤτανε ἀποθήκη γιὰ τὰ ζωντανά. Τὸ ἄλλο
μισὸ ἕνα μεγάλο δωμάτιο μὲ τὰ οὗλα του. Μέχρι κουνουπιέρα εἴχαμε
στὸ κρεβάτι μας. Τὸ σπίτι βρισκόταν στὴν ἄκρη τῆς πόλης. Πίσω του ὁ κῆπος
καὶ πιὸ πίσω ὁ ξεροπόταμος – ἔσερνε τὴν κοίτη του διακόσια μέτρα ἀπὸ
μᾶς μέχρι τὴ θάλασσα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ κοίτη ἀνηφόριζε παρέα μὲ
καναπίτσες, καλάμια καὶ ἀνάρια πλατάνια. Ἡ πυκνὴ βλάστηση ἀκολούθαγε
τὰ ἴχνη τοῦ ποταμοῦ καὶ χανόταν στὸν αὐχένα δυὸ λόφων.
Πάντα ἤθελα νὰ ἐξερευνήσω ἐκείνους τοὺς λόφους, ἀλλὰ ἡ μάνα δὲ
μ’ ἄφηνε νὰ τὸ κάνω, μέχρι ν’ ἀποκτήσω μὲ τὴν ἀξία μου τὸ ἐλεύθερο.
Ἔτσι ὀνειρευόμουν ὅτι δραπέτευα στὴν κοίτη τοῦ ποταμοῦ, ἀνηφόριζα
στοὺς λόφους καὶ τὰ λοιπά. Ἄλλη ἱστορία αὐτή. Κάποτε θὰ στὴ γράψω, μὴ
λάχει καὶ παλαβώσω καὶ σβήσει ἀπ’ τὸ μυαλό μου.
Μπρὸς ἀπ’ τὸ σπίτι περνοῦσε ὁ δημόσιος δρόμος. Χῶμα καὶ σκόνη τὰ
καλοκαίρια, λάσπη καὶ μπαντίκι* τὶς βροχερὲς μέρες, δηλαδὴ σχεδὸν τὸ
χειμώνα ὁλόκληρο. Ὅταν τὰ μεσημέρια περνοῦσαν τὰ κάρα καὶ τὰ λεωφορεῖα
τῆς γραμμῆς γιὰ τὰ χωριὰ τοῦ κάμπου, στεκόμουν στὴν κλειδωμένη αὐλόπορτα
καὶ τὰ χάζευα. Ἡ σκόνη ἢ τὸ πιτσίλισμα τῶν λασπόνερων, ἀνάλογα μὲ τὴν
ἐποχή, ἦταν ἀπόλαυση. Κι ἂς ἔσκουζε ἡ μάνα, θὰ σὲ σαπίσω στὸ ξύλο, ἔμπα
στὸ σπίτι. Ἤξερε πὼς δὲν κινδυνεύω κι ἔμενε στὶς φωνές. Καμιὰ φορὰ
μοῦ τὶς ἔβρεχε στὸν πισινό, μᾶλλον χαϊδευτικά, μὲ τὴ σκούπα ἢ τὸ φαράσι.
Ψιλὰ πράματα. Μὲ ἀγάπαε. Τὶς νύχτες κοιμόμασταν ἀγκαλιὰ στὸ κρεβάτι
μας.
Σ’ ἐκεῖνο τὸν κῆπο, μέχρι τὸ ἁγιάρι* ποὺ μᾶς χώριζε ἀπ’ τὸ ρέμα,
εἶχα στήσει τὸ παιδικό μου βασίλειο. Ἐκεῖ πέρναγα τὶς ἐλεύθερες ὧρες
καὶ σπούδαζα τὰ ἐξωσχολικά μου μαθήματα. Συντροφιά μου ὁ σκύλος,
κάμποσες γάτες θεόμορφες —θηλυκὲς ὅλες κατὰ περίεργο τρόπο— καὶ οἱ
κότες. Μὲ τὶς κότες πάρε-δῶσε δὲν εἶχα. Πιὸ ἀτίθασες, μὲ ἀπόφευγαν.
Πήγαιναν καὶ βόσκανε μακριά, τὶς ἔχανα ἀπ’ τὰ μάτια μου. Ἐρχόντανε
μέρες ποὺ χάνονταν ἐντελῶς γιὰ βδομάδες, ὥσπου ξεφύτρωναν ἀπ’ τὸ ρέμα
μὲ καμιὰ ντουζίνα κλωσόπουλα ἡ καθεμιὰ συνοδεία. Ὁ σκύλος κι οἱ γάτες
μὲ εἶχαν ἀπὸ κοντά, παίζαμε μὲ τὶς ὧρες σὰν παλιοὶ καλοὶ φίλοι.
Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανένας πὼς ἡ παιδική μου ζωὴ ἦταν παραδεισένια.
Κι ἔτσι θὰ ἦταν, ἂν δὲ βάλεις στὸ μέτρημα τὸν καημό μου νὰ κατεβῶ στὸ
ξερόρεμα νὰ ἐξερευνήσω τοὺς λόφους. Ἡ μάνα μου ἦταν ἀνένδοτη, ἔχει
νάρκες ἀπὸ τὸν πόλεμο στὸ γεφυράκι, θὰ σκοτωθεῖς, νὰ μὴν πᾶς πουθενά.
Εὐτυχῶς, τὰ πράματα ἄλλαξαν μέχρι νὰ καβατζάρω πάνω-κάτω τὰ δέκα. Ἄκου
πῶς ἔγινε:
Εἶπα πὼς εἴχαμε κάμποσες γάτες. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀπρίλη οἱ γάτες
γεννοβολοῦσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ μέσα στὴν ἀποθήκη. Σὰν κουνέλες οἱ ἄτιμες.
Ἡ μάνα παραφύλαγε, τὶς ξεγέλαγε μὲ κάνα κομμάτι ψωμὶ βουτηγμένο
στὸ γάλα καὶ μάζευε τὰ τυφλὰ γατόπουλα σ’ ἕνα τσουβάλι. Τὴ γλίτωναν
μόνο τα θηλυκὰ κι αὐτὰ ὄχι ὅλα. Ἄφηνε ζωντανὰ ὅσα εἴχανε ὄμορφα
χρώματα. Ὕστερα μ’ ἔπιανε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ μὲ τὸ τσουβάλι στὴν πλάτη
μὲ πήγαινε βόλτα μέχρι τὴ θάλασσα, ἐκεῖ ποὺ κατέληγε ἡ κοίτη τοῦ ξεροπόταμου
καὶ φύτρωναν πυκνὲς καλαμιές. Ὅταν γυρίζαμε σπίτι, τὸ τσουβάλι μὲ
τὰ γατόπουλα ἤτανε ἄδειο.
Ἔ,
λοιπὸν τί νὰ σοῦ πῶ. Μέχρι νὰ βγάλω τὸ δημοτικὸ εἶχα γίνει ἐξπὲρ στὸν ἀφανισμό.
Δὲν προλάβαιναν νὰ γεννήσουν οἱ γάτες, καὶ τὰ γατόπουλα ἦταν πνιγμένα
στὴ θάλασσα. Μόνος μου πήγαινα. Τί νὰ τὴν κάνω τὴ μάνα. Ἤμουν καλὸς μαθητής
της. Σὲ πολλὰ τὴν ξεπέρασα. Τά ’πνιγα χωρὶς ν’ ἀκουστεῖ κίχ. Ἔτσι ἀπόκτησα
τὸ ἐλεύθερο νὰ σεργιανάω στὴν κοίτη τοῦ ξεροπόταμου μέχρι τοὺς λόφους.
Ὁλομόναχος πάντα, τ’ ἄλλα παιδιὰ δὲ μὲ κάνανε γοῦστο, γιατὶ ὅταν μὲ
τσάτιζαν, θύμωνα καὶ τὰ πλάκωνα στὶς μπουνιές. Ὧρες-ὧρες ἤθελα νὰ τὰ
κλείσω ζωντανὰ στὸ τσουβάλι καὶ νὰ τὰ πνίξω στὴ θάλασσα σὰ γατιά.
Τὰ σκέφτομαι καὶ λιγώνει ἡ ψυχή μου ἀπ’ τὴ λαχτάρα. Γιατὶ γιὰ τὸ
ἐλεύθερο ἔκαμα ὅ,τι ἔκαμα ἀλλὰ ἡ δουλειὰ στράβωσε καὶ μπῆκα στὰ κάγκελα.
Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἱστορία ποὺ θὰ στὴ γράψω ἄλλη φορά... Μὲ τρώει ἡ ἔγνοια
ἀπόψε ποιός θὰ ξαλαφρώνει τὴν ἀποθήκη ἀπ’ τὰ γατιὰ τώρα ποὺ ἡ μάνα
κατάπεσε.
* μπαντίκι· ποικιλία ἀμπελιοῦ.
* ἁγιάρι· χαντάκι, ὄρυγμα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΜΕΣΩ ΠΛΑΝΟΔΙΟΥ
Βαγγέλης Δημητριάδης (Πυθαγόρειο Σάμου, 1948). Ὑπηρέτησε στὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση σὲ σχολεῖα τῆς γενικῆς καὶ εἰδικῆς ἀγωγῆς καὶ ὡς σχολικὸς σύμβουλος στὴν Περιφέρεια Σάμου. Ἱδρυτικὸ καὶ μόνιμο μέλος τῆς συντακτικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ περιοδικοῦ Ἀπόπλους (1991κἑξ) καὶ ἐκδότης τοῦ περιοδικοῦ Τὸ Τηγάνι (2010κἑξ). Ἔχει ἐκδώσει πέντε ποιητικὲς συλλογές, βιβλία γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴν τοπικὴ ἱστορία. Ποιήματα καὶ κριτικά του κείμενα δημοσιεύονται σὲ ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικὰ περιοδικά. Τελευταῖο του ποιητικὸ βιβλίο: Κυπαρίσσια (Γαβριηλίδης, 2017).
This post is
ad-supported
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου