Η συναρπαστική ζωή του Πάνου Κουτρουμπούση, όπως την αφηγήθηκε στη LifO.
[ Πάνος Κουτρουμπούσης : Γεννήθηκα στη Λιβαδειά, τυχαία, από πατέρα δικαστικό και μάνα δασκάλα. Μετά πήγαμε στη Θεσσαλονίκη και όταν ήμουν τεσσάρων ήρθαμε στην Αθήνα. Ήταν 1941.
Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι να μαζεύουμε με τους πιτσιρικάδες της γειτονιάς κάλυκες από σφαίρες και μυδράλια των Spitfire που πέρναγαν και θερίζανε. Τα βρίσκαμε εδώ κι εκεί σε οικόπεδα κάτω από την Πατησίων.
Μικρός δεν είχα όνειρα. Αργότερα, στο γυμνάσιο, σκεφτόμουν ότι ίσως να ήθελα να γίνω ψυχίατρος, τα οικονομικά μας όμως δεν θα μου το επέτρεπαν. Δεν ήμασταν κονομημένοι. Όχι ότι θα γινόμουν, βέβαια…
Σχολείο πήγα στο Κολέγιο Αθηνών, στη Φιλοθέη, έγραψα ένα τεστ γνώσεων και μπήκα με υποτροφία στην πέμπτη δημοτικού. Ήταν μια οργανωμένη εκπαίδευση, σε αμερικανικό στυλ, αλλά σε καλό αμερικανικό, όχι σαν κι αυτά που βλέπουμε στις ταινίες με teenagers που βάζουν στοιχήματα ποιος θα γαμήσει, με τους μπούληδες που δέρνουν, ποιος θα βγει στο ποδόσφαιρο πρώτος και μαλακίες. Λίγο πριν τελειώσω το γυμνάσιο, με αποβάλανε δυο φορές και μου έκοψαν την υποτροφία. Η πρώτη ήταν επειδή έφτιαχνα σκίτσα σε χαρτάκια διπλωμένα με τίτλο από τη «Μάσκα»: «Το σπίτι των πεθαμένων» κ.λπ., που τα άνοιγες και είχαν διάφορους τύπους να βγαίνουν από ένα μπουρδέλο. Την επόμενη είχαν γίνει κάτι φασαρίες, με άφησαν μετεξεταστέο, μου έκοψαν και την υποτροφία και έτσι πήγα στο δημόσιο.
Μόλις τέλειωσα το σχολείο, πήγα στην Ιταλία, στη Ρώμη, στο Centro Sperimentale di Cinematografia που είχε ιδρύσει ο Μουσολίνι, για να σπουδάσω σκηνοθεσία. Απέναντι ακριβώς από την Τσινετσιτά. Κάποιες φορές μας έκανε διάλεξη ο Φελίνι, ενώ πολλοί σκηνοθέτες της ιταλικής παραγωγής ήταν καθηγητές μας σε διάφορα θέματα. Έμεινα εκεί δυο χρόνια, από το 1955 ως το ’57.
Ήθελα να σπουδάσω κινηματογράφο γιατί είχα δει πολύ σινεμά. Κάναμε κοπάνα απ’ το σχολείο και βλέπαμε δυο-τρία έργα την ημέρα, συνεχόμενα. Μπαίναμε στο σχολείο, υπογράφαμε και φεύγαμε για το σινεμά που τότε άρχιζε από τις 10 το πρωί. Και το βράδυ βλέπαμε κι άλλο! Φέρνανε στο Ροσιγκλέρ και στην Αλάσκα επεισοδιακούς κολοσσούς που τους έλεγαν chapter movies. Οι Αμερικάνοι έβγαζαν ένα chapter κάθε μέρα για να ξαναπηγαίνεις, με υπερήρωες – Δόκτωρ Σατάν, Ζορό και τέτοια.
Δεν δούλεψα ποτέ ως σκηνοθέτης, εκτός από ένα μικρό ντοκιμαντέρ που ετοίμασα για τα μπουζούκια στο Πέραμα, που όμως δεν το ολοκλήρωσα ποτέ. Είναι 13 λεπτά, σε φιλμ 35 mm και με πολύ γρήγορο μοντάζ – δεν ήξερα κιόλας, πέταξα υλικό ωρών γιατί φοβόμουν να μην πληρώσω δικαιώματα για τα τραγούδια. Κατά τ’ άλλα, δούλεψα ως βοηθός σκηνοθέτη σε ξένες ταινίες και μετά βαρέθηκα.
Δούλεψα στον Δαλιανίδη και σε ξένες παραγωγές, στους 300 του Λεωνίδα, που γυρίστηκε στο Λουτράκι, και σ’ ένα άλλο για τους πρώτους Ολυμπιακούς και τον Λούη, με την Τζέιν Μάνσφιλντ. Το έκανα για τα λεφτά.
Θέλω να δουλεύω μόνος μου, θέλω να είμαι κυρίαρχος αυτού που κάνω, της όλης υπόθεσης, και το σινεμά δεν ήταν μια τέτοια υπόθεση.
Τίποτα δεν υπήρξε που να μου αλλάξει τη ζωή. Κανένα έργο. Αρκετά όμως με εντυπωσίασαν και δεν χόρταινα να τα «τρώω»: φυλλάδια με παραστάσεις του Καραγκιόζη, το περιοδικό «Μάσκα», έργα με τον Ζορό, το τρίο Στούτζες και πειρατές, πολύ σινεμά και μετά τζαζ μέχρι τον Zappa, τα βιβλία του Κόντογλου, ο Αίσωπος, ο Χότζας, βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Αυτά μέχρι τα είκοσί μου χρόνια. Μετά άρχισα να διαβάζω σοβαρή λογοτεχνία.
Δεν είχα συγγραφική εκπαίδευση, ποτέ δεν μελέτησα αυτά που διάβαζα, δεν ήμουν φιλολογοτέχνης. Δεν είχα διαβάσει καν τους κλασικούς· ο μόνος συγγραφέας που μπορώ να πω ότι με έχει επηρεάσει βαθιά είναι ο Κάφκα. Έχω διαβάσει και Ντοστογιέφσκι, αλλά ελληνικά ελάχιστα.
Άρχισα να σχεδιάζω μικρούλης στο σπίτι και πιο συστηματικά όταν έγινα 13-14 ετών. Δεν έχω πάει ποτέ σε σχολή. Τα πρότυπά μου (ας πούμε) ήταν οι εικονογραφήσεις των βιβλίων περιπετειών και τα αμερικάνικα κόμικς. Από τα κόμικς έμαθα και καλά αγγλικά. Ο πρώτος χρόνος στο Κολέγιο ήταν πολύ βαρετός, αλλά, όταν ανακάλυψα τα κόμικς, τα αγγλικά έγιναν το αγαπημένο μου μάθημα. Μου άρεσαν πολύ ο Ernst και ο Dali και κάθε τόσο ανακάλυπτα έναν καινούργιο συγγραφέα, αλλά στην ουσία ποτέ δεν είχα πρότυπα.
Στο Παρίσι πήγα για πρώτη φορά για χριστουγεννιάτικες διακοπές το 1956. Εκεί μάλιστα γνώρισα τον Χρηστάκη, μαζεύονταν σε κάποιο καφέ και συζητούσαν. Το 1964 έμεινα έναν ολόκληρο χρόνο. Ο Φασιανός, που σπούδαζε στην Καλών Τεχνών, μου έδινε την κάρτα του για να τρώω στο εστιατόριο των φοιτητών και με έπεισε να γραφτώ για να τρώω φτηνά. Πήγα στο Τμήμα Χαρακτικής, με δέχτηκαν, αλλά ο καθηγητής με έστειλε στο ατελιέ, μου ζήτησαν 100 φράγκα για υλικά. Με δέχτηκαν για χαρακτική στην Καλών Τεχνών και δεν πήγα επειδή δεν είχα 100 φράγκα! Επέστρεψα έτσι στο φοιτητικό εστιατόριο με τις κάρτες των αλλωνών. Τότε ήταν καλά τα πράγματα για τους νεολαίους στο Παρίσι. Φτηνά όλα, ακόμα και τα ταξίδια, τα ξενοδοχεία, αν είχες και κάποιον να σε φιλοξενήσει, μπορούσες να ζήσεις με λίγα.
Δεν έχω ταλέντο για να περηφανεύομαι, αλλά πολύ ευχαριστιέμαι όταν γνωρίζω άλλους που λένε ότι ξέρουν και αρέσκονται στα γραπτά μου ή τα εικαστικά μου -όταν έκανα. Εικαστικά δεν πολυφτιάχνω τώρα, λόγω έλλειψης χώρου. Στο γράψιμο χρειάζεσαι πολύ λιγότερο.
Το 1959 πήγα να δω έναν πρώην υπαρξιστή που έμενε στο Λονδίνο και από τότε επέστρεφα συνέχεια. Το 1967 γνώρισα την Κέιτ και το ’68 παντρευτήκαμε και μετακόμισα μια και καλή. Έγινα μόνιμος κάτοικος Λονδίνου για 30 χρόνια, εκτός από δύο χρόνια που έμεινα Αμερική και έναν χρόνο στην Ελλάδα.
Ήμουν εικονογράφος σε βιβλία επιστημονικής φαντασίας, έβγαζα φωτογραφίες από μικρά αντικείμενα, table photography, κάτι που δεν το έκαναν πολλοί. Έκανα κι εξώφυλλα για το «It», σχέδια, ενώ έγραψα ένα κείμενο για τις φυλακές του Λιβάνου για το «Oz»· ήταν ένα ρεπορτάζ για την κατάσταση στα κελιά με πολλούς ξένους κρατούμενους, που δημοσιεύτηκε τμηματικά. Αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο ολόκληρο, μαζί με τη συνέντευξη που έκανα με τον Μπάροουζ στην Ουάσινγκτον, δούλευα τότε στο «Voice of America».
Ήταν φρικτά στο «Voice of America», δεν μ’ άρεσε καθόλου. Απαγορευόταν να πεις τη λέξη «σύντροφος», ακόμα και αν ήταν το «σύντροφος της ζωής μου». Ήταν εποχή Ρίγκαν, με πόλεμο Ιράν-Ιράκ και προπαγανδιστικές εκπομπές. Πριν απ’ αυτό ήμουν στο BBC, σε πολύ πιο πολιτισμένη κατάσταση.
Το beat κίνημα στην Ελλάδα ξεκίνησε το ’62, με δευτερεύοντες νέους και κοπέλες που ήταν ταξιδευτές κι έρχονταν στην Αθήνα και στα νησιά. Αν είχαν και κάνα φράγκο παραπάνω, έπιαναν και σπίτι. Οι περισσότεροι έμεναν στα Αναφιώτικα, σε μικρά σπιτάκια, και συχνάζαμε μαζί τους: ο Κούλης, ο Πάγκαλος, εγώ, ή στα μεγάλα καφενεία του Συντάγματος, στον Παπασπύρου, στον Ζαχαράτο και το καλοκαίρι στην Ύδρα. Είχα ασχοληθεί ήδη με το beat κίνημα επειδή διάβαζα «Time», Newsweek» και Μπάροουζ. Τον είχα ανακαλύψει στο Bookstores στην Αμερικής. Τότε εμφανίστηκε κι ένα περιοδικό, το «Residue» του Νταν Ρίχτερ, ο οποίος έβγαλε δυο τεύχη στην Ελλάδα με διάφορους ξένους που ζούσαν εδώ και μετά συνεργάστηκε με τον Κιούμπρικ στην Οδύσσεια του Διαστήματος, στις σκηνές με τους πιθηκάνθρωπους. Ήταν κολλητός των Beatles και ο ίδιος ταξιδευτής. Ο μόνος δικός μας πραγματικά beat ποιητής ήταν ο Μεϊμάρης, που είχε κάνει στο Σαν Φρανσίσκο, και ήταν ο άνθρωπος που επισκέφτηκε ο Γκίνσμπεργκ όταν ήρθε στην Ελλάδα το ’63.
Όταν μου τηλεφώνησε ο Πουλικάκος για να μου πει ότι θα βγάλουν το «Πάλι» με τον Βαλαωρίτη,ήμουν στο Παρίσι. Του απάντησα «άντε, να φλομώσουμε στη δημιουργικότητα» και του έστειλα μια ιστορία μου που μπήκε στο πρώτο τεύχος. Στη συνέχεια κατέβηκα στην Ελλάδα και μπήκα στην επιτροπή που το έφτιαχνε, μέχρι τη δικτατορία που σταμάτησε να βγαίνει.
Το ΚΔΩΑ ήταν κάτι που είχα σκεφτεί μόνος μου, από μία φράση που έβαλα σε ένα από ταχυδράματά μου (δικιά μου επινόηση, επίσης), που θα πει Κτηνώδης Δύναμη Ωγκώδης Άγνοια – το «ογκώδης» γραμμένο με ωμέγα λόγω του ότι έχουμε άγνοια. Υπάρχει στο πρώτο μου βιβλίο Εν Αγκαλία de Κρισγιαούρτι, μαζί με την επεξήγηση. Σύμβολα θεωρούνται ο Σωκράτης κι ο Ηρακλής – ο πρώτος επειδή είπε «ένα ξέρω, ότι τίποτα δεν ξέρω» και ο Ηρακλής ως κτηνώδης δύναμη.
Δεν μετανιώνω για κάτι ιδιαίτερα. Αν μπορούσα να ταξιδέψω πίσω στον χρόνο όμως, θα κοίταζα να είμαι πιο πρακτικά δραστήριος και λιγότερο ανέμελος, στο στυλ «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει».
Τον θάνατο δεν τον έχω φόβο. Προς το παρόν. Δεν φοβάμαι τίποτα για μένα προσωπικά, ίσως μόνο την αναπηρία ή να χάσω τη σύντροφό μου. Αυτό που φοβάμαι είναι η πιθανή ραγδαία κατολίσθηση των κοινωνιών των ανθρώπων.
Η γνώμη μου είναι μάλλον απογοητευτική για την Αθήνα. Υπάρχει μια τάση αυτοκαταστροφής, φταίει ο πρώτος Καραμανλής. Το μόνο μοναδικό είναι η Ακρόπολη. Αλλιώς, αντιπαροχές και θλιβερές αντιγραφές, ξενόφερτες. Πού και πού πέφτεις σε ξεχασμένες γωνιές ή δρόμους που σου γλυκαίνουν την ψυχή, συμπτωματικά όμως.
Είναι πολλά πράγματα που με ενοχλούν ιδιαίτερα, και κανένα πιο πολύ απ’ το άλλο. Πρόχειρα θα μπορούσα να πω τους τερατώδεις, άσχημους όγκους από μέταλλο και γυαλί, τους πεζόδρομους που γεμίζουν στο πι και φι με σκουπίδια κι αυτοκίνητα, τα μουτζουρογκραφίτι στους τοίχους, κι άλλα, κι άλλα. Όσο για τα γύρω συμβάντα που με εξοργίζουν, είναι ακόμα πιο πολλά. Η προσβλητική απληστία που δείχνουν ωμά πολλοί έμποροι, οι μοτοσικλέτες που τρέχουν στα πεζοδρόμια, ο ατάλαντος κι εκτός ελέγχου συρφετός της τηλεόρασης, οι νόμιμοι κλέφτες.
Δεν βγαίνουμε συχνά. Δεν πάμε ούτε καν σινεμά πια, η τελευταία ταινία που είδαμε ήταν ο Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης. Πάμε μόνο για ψώνια. Αυτό που μου αρέσει είναι να βρίσκομαι με παρεΐτσα σε καφενεία ήσυχα, που μπορείς ν’ ακούσεις τον συνομιλητή σου χωρίς βιασύνη, να διαβάζω βιβλία που μου πάνε και να συνομιλώ με την Κέιτ, τη σύντροφό μου.
Παίρνω δύναμη από την ψυχραιμία και το δυνατό στομάχι.
Η καλύτερη εικόνα που μπορώ να έχω στο μυαλό μου είναι η Κέιτ κι εγώ σε μια βίλα στο Κάπρι, με αρχαία ερείπια και ζώα τριγύρω μας, γάτες, σκύλους, κότες. Η ευτυχία υπάρχει σε στιγμές και μικρά χρονικά διαστήματα και σε όνειρα του ύπνου. Εκτός αν ευτυχία είναι μια ζεστή κουβερτούλα, όπως του Charlie Brown…
Η θεϊκή ουσία δεν ανακατεύεται πουθενά. Περιέχει και το γιν και το γιαν, κι εκεί που οι άνθρωποι βλέπουν επέμβαση είναι μόνο τυχαίες, τυφλές συγκυρίες. Εφόσον δεχτούμε ότι ο Θεός είναι οντότητα, όχι πάντως με γενειάδα, νομίζω ότι το κρυμμένο για μας ίχνος του είναι στα πάντα, στο παν που τα ξεκίνησε όλα, στη δική του απείρως μικρή και για μας απείρως μυστική στιγμή, και αυτό απλώθηκε και εξελίχθηκε μόνο του, χωρίς επεμβάσεις της δημιουργικής νόησης. Η πιο πρόσφατη θέση, που δεν γίνεται να είναι και τελική -δεν θα είναι ποτέ- βασίζεται στη θεωρία των κβάντων, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, που έχει κάνει τον κορυφαίο φυσικό Στίβεν Χόκινγκ να πει ότι μάλλον υπάρχει Θεός.
Η ζωή με έχει διδάξει πολλές αμφιβολίες και πολύ λίγες βεβαιότητες – και αυτές όχι και τόσο σίγουρες.
26.11.2009
[ Πάνος Κουτρουμπούσης : Γεννήθηκα στη Λιβαδειά, τυχαία, από πατέρα δικαστικό και μάνα δασκάλα. Μετά πήγαμε στη Θεσσαλονίκη και όταν ήμουν τεσσάρων ήρθαμε στην Αθήνα. Ήταν 1941.
Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι να μαζεύουμε με τους πιτσιρικάδες της γειτονιάς κάλυκες από σφαίρες και μυδράλια των Spitfire που πέρναγαν και θερίζανε. Τα βρίσκαμε εδώ κι εκεί σε οικόπεδα κάτω από την Πατησίων.
Μικρός δεν είχα όνειρα. Αργότερα, στο γυμνάσιο, σκεφτόμουν ότι ίσως να ήθελα να γίνω ψυχίατρος, τα οικονομικά μας όμως δεν θα μου το επέτρεπαν. Δεν ήμασταν κονομημένοι. Όχι ότι θα γινόμουν, βέβαια…
Σχολείο πήγα στο Κολέγιο Αθηνών, στη Φιλοθέη, έγραψα ένα τεστ γνώσεων και μπήκα με υποτροφία στην πέμπτη δημοτικού. Ήταν μια οργανωμένη εκπαίδευση, σε αμερικανικό στυλ, αλλά σε καλό αμερικανικό, όχι σαν κι αυτά που βλέπουμε στις ταινίες με teenagers που βάζουν στοιχήματα ποιος θα γαμήσει, με τους μπούληδες που δέρνουν, ποιος θα βγει στο ποδόσφαιρο πρώτος και μαλακίες. Λίγο πριν τελειώσω το γυμνάσιο, με αποβάλανε δυο φορές και μου έκοψαν την υποτροφία. Η πρώτη ήταν επειδή έφτιαχνα σκίτσα σε χαρτάκια διπλωμένα με τίτλο από τη «Μάσκα»: «Το σπίτι των πεθαμένων» κ.λπ., που τα άνοιγες και είχαν διάφορους τύπους να βγαίνουν από ένα μπουρδέλο. Την επόμενη είχαν γίνει κάτι φασαρίες, με άφησαν μετεξεταστέο, μου έκοψαν και την υποτροφία και έτσι πήγα στο δημόσιο.
Μόλις τέλειωσα το σχολείο, πήγα στην Ιταλία, στη Ρώμη, στο Centro Sperimentale di Cinematografia που είχε ιδρύσει ο Μουσολίνι, για να σπουδάσω σκηνοθεσία. Απέναντι ακριβώς από την Τσινετσιτά. Κάποιες φορές μας έκανε διάλεξη ο Φελίνι, ενώ πολλοί σκηνοθέτες της ιταλικής παραγωγής ήταν καθηγητές μας σε διάφορα θέματα. Έμεινα εκεί δυο χρόνια, από το 1955 ως το ’57.
Ήθελα να σπουδάσω κινηματογράφο γιατί είχα δει πολύ σινεμά. Κάναμε κοπάνα απ’ το σχολείο και βλέπαμε δυο-τρία έργα την ημέρα, συνεχόμενα. Μπαίναμε στο σχολείο, υπογράφαμε και φεύγαμε για το σινεμά που τότε άρχιζε από τις 10 το πρωί. Και το βράδυ βλέπαμε κι άλλο! Φέρνανε στο Ροσιγκλέρ και στην Αλάσκα επεισοδιακούς κολοσσούς που τους έλεγαν chapter movies. Οι Αμερικάνοι έβγαζαν ένα chapter κάθε μέρα για να ξαναπηγαίνεις, με υπερήρωες – Δόκτωρ Σατάν, Ζορό και τέτοια.
Δεν δούλεψα ποτέ ως σκηνοθέτης, εκτός από ένα μικρό ντοκιμαντέρ που ετοίμασα για τα μπουζούκια στο Πέραμα, που όμως δεν το ολοκλήρωσα ποτέ. Είναι 13 λεπτά, σε φιλμ 35 mm και με πολύ γρήγορο μοντάζ – δεν ήξερα κιόλας, πέταξα υλικό ωρών γιατί φοβόμουν να μην πληρώσω δικαιώματα για τα τραγούδια. Κατά τ’ άλλα, δούλεψα ως βοηθός σκηνοθέτη σε ξένες ταινίες και μετά βαρέθηκα.
Δούλεψα στον Δαλιανίδη και σε ξένες παραγωγές, στους 300 του Λεωνίδα, που γυρίστηκε στο Λουτράκι, και σ’ ένα άλλο για τους πρώτους Ολυμπιακούς και τον Λούη, με την Τζέιν Μάνσφιλντ. Το έκανα για τα λεφτά.
Θέλω να δουλεύω μόνος μου, θέλω να είμαι κυρίαρχος αυτού που κάνω, της όλης υπόθεσης, και το σινεμά δεν ήταν μια τέτοια υπόθεση.
Τίποτα δεν υπήρξε που να μου αλλάξει τη ζωή. Κανένα έργο. Αρκετά όμως με εντυπωσίασαν και δεν χόρταινα να τα «τρώω»: φυλλάδια με παραστάσεις του Καραγκιόζη, το περιοδικό «Μάσκα», έργα με τον Ζορό, το τρίο Στούτζες και πειρατές, πολύ σινεμά και μετά τζαζ μέχρι τον Zappa, τα βιβλία του Κόντογλου, ο Αίσωπος, ο Χότζας, βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Αυτά μέχρι τα είκοσί μου χρόνια. Μετά άρχισα να διαβάζω σοβαρή λογοτεχνία.
Δεν είχα συγγραφική εκπαίδευση, ποτέ δεν μελέτησα αυτά που διάβαζα, δεν ήμουν φιλολογοτέχνης. Δεν είχα διαβάσει καν τους κλασικούς· ο μόνος συγγραφέας που μπορώ να πω ότι με έχει επηρεάσει βαθιά είναι ο Κάφκα. Έχω διαβάσει και Ντοστογιέφσκι, αλλά ελληνικά ελάχιστα.
Άρχισα να σχεδιάζω μικρούλης στο σπίτι και πιο συστηματικά όταν έγινα 13-14 ετών. Δεν έχω πάει ποτέ σε σχολή. Τα πρότυπά μου (ας πούμε) ήταν οι εικονογραφήσεις των βιβλίων περιπετειών και τα αμερικάνικα κόμικς. Από τα κόμικς έμαθα και καλά αγγλικά. Ο πρώτος χρόνος στο Κολέγιο ήταν πολύ βαρετός, αλλά, όταν ανακάλυψα τα κόμικς, τα αγγλικά έγιναν το αγαπημένο μου μάθημα. Μου άρεσαν πολύ ο Ernst και ο Dali και κάθε τόσο ανακάλυπτα έναν καινούργιο συγγραφέα, αλλά στην ουσία ποτέ δεν είχα πρότυπα.
Στο Παρίσι πήγα για πρώτη φορά για χριστουγεννιάτικες διακοπές το 1956. Εκεί μάλιστα γνώρισα τον Χρηστάκη, μαζεύονταν σε κάποιο καφέ και συζητούσαν. Το 1964 έμεινα έναν ολόκληρο χρόνο. Ο Φασιανός, που σπούδαζε στην Καλών Τεχνών, μου έδινε την κάρτα του για να τρώω στο εστιατόριο των φοιτητών και με έπεισε να γραφτώ για να τρώω φτηνά. Πήγα στο Τμήμα Χαρακτικής, με δέχτηκαν, αλλά ο καθηγητής με έστειλε στο ατελιέ, μου ζήτησαν 100 φράγκα για υλικά. Με δέχτηκαν για χαρακτική στην Καλών Τεχνών και δεν πήγα επειδή δεν είχα 100 φράγκα! Επέστρεψα έτσι στο φοιτητικό εστιατόριο με τις κάρτες των αλλωνών. Τότε ήταν καλά τα πράγματα για τους νεολαίους στο Παρίσι. Φτηνά όλα, ακόμα και τα ταξίδια, τα ξενοδοχεία, αν είχες και κάποιον να σε φιλοξενήσει, μπορούσες να ζήσεις με λίγα.
Δεν έχω ταλέντο για να περηφανεύομαι, αλλά πολύ ευχαριστιέμαι όταν γνωρίζω άλλους που λένε ότι ξέρουν και αρέσκονται στα γραπτά μου ή τα εικαστικά μου -όταν έκανα. Εικαστικά δεν πολυφτιάχνω τώρα, λόγω έλλειψης χώρου. Στο γράψιμο χρειάζεσαι πολύ λιγότερο.
Το 1959 πήγα να δω έναν πρώην υπαρξιστή που έμενε στο Λονδίνο και από τότε επέστρεφα συνέχεια. Το 1967 γνώρισα την Κέιτ και το ’68 παντρευτήκαμε και μετακόμισα μια και καλή. Έγινα μόνιμος κάτοικος Λονδίνου για 30 χρόνια, εκτός από δύο χρόνια που έμεινα Αμερική και έναν χρόνο στην Ελλάδα.
Ήμουν εικονογράφος σε βιβλία επιστημονικής φαντασίας, έβγαζα φωτογραφίες από μικρά αντικείμενα, table photography, κάτι που δεν το έκαναν πολλοί. Έκανα κι εξώφυλλα για το «It», σχέδια, ενώ έγραψα ένα κείμενο για τις φυλακές του Λιβάνου για το «Oz»· ήταν ένα ρεπορτάζ για την κατάσταση στα κελιά με πολλούς ξένους κρατούμενους, που δημοσιεύτηκε τμηματικά. Αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο ολόκληρο, μαζί με τη συνέντευξη που έκανα με τον Μπάροουζ στην Ουάσινγκτον, δούλευα τότε στο «Voice of America».
Ήταν φρικτά στο «Voice of America», δεν μ’ άρεσε καθόλου. Απαγορευόταν να πεις τη λέξη «σύντροφος», ακόμα και αν ήταν το «σύντροφος της ζωής μου». Ήταν εποχή Ρίγκαν, με πόλεμο Ιράν-Ιράκ και προπαγανδιστικές εκπομπές. Πριν απ’ αυτό ήμουν στο BBC, σε πολύ πιο πολιτισμένη κατάσταση.
Το beat κίνημα στην Ελλάδα ξεκίνησε το ’62, με δευτερεύοντες νέους και κοπέλες που ήταν ταξιδευτές κι έρχονταν στην Αθήνα και στα νησιά. Αν είχαν και κάνα φράγκο παραπάνω, έπιαναν και σπίτι. Οι περισσότεροι έμεναν στα Αναφιώτικα, σε μικρά σπιτάκια, και συχνάζαμε μαζί τους: ο Κούλης, ο Πάγκαλος, εγώ, ή στα μεγάλα καφενεία του Συντάγματος, στον Παπασπύρου, στον Ζαχαράτο και το καλοκαίρι στην Ύδρα. Είχα ασχοληθεί ήδη με το beat κίνημα επειδή διάβαζα «Time», Newsweek» και Μπάροουζ. Τον είχα ανακαλύψει στο Bookstores στην Αμερικής. Τότε εμφανίστηκε κι ένα περιοδικό, το «Residue» του Νταν Ρίχτερ, ο οποίος έβγαλε δυο τεύχη στην Ελλάδα με διάφορους ξένους που ζούσαν εδώ και μετά συνεργάστηκε με τον Κιούμπρικ στην Οδύσσεια του Διαστήματος, στις σκηνές με τους πιθηκάνθρωπους. Ήταν κολλητός των Beatles και ο ίδιος ταξιδευτής. Ο μόνος δικός μας πραγματικά beat ποιητής ήταν ο Μεϊμάρης, που είχε κάνει στο Σαν Φρανσίσκο, και ήταν ο άνθρωπος που επισκέφτηκε ο Γκίνσμπεργκ όταν ήρθε στην Ελλάδα το ’63.
Όταν μου τηλεφώνησε ο Πουλικάκος για να μου πει ότι θα βγάλουν το «Πάλι» με τον Βαλαωρίτη,ήμουν στο Παρίσι. Του απάντησα «άντε, να φλομώσουμε στη δημιουργικότητα» και του έστειλα μια ιστορία μου που μπήκε στο πρώτο τεύχος. Στη συνέχεια κατέβηκα στην Ελλάδα και μπήκα στην επιτροπή που το έφτιαχνε, μέχρι τη δικτατορία που σταμάτησε να βγαίνει.
Το ΚΔΩΑ ήταν κάτι που είχα σκεφτεί μόνος μου, από μία φράση που έβαλα σε ένα από ταχυδράματά μου (δικιά μου επινόηση, επίσης), που θα πει Κτηνώδης Δύναμη Ωγκώδης Άγνοια – το «ογκώδης» γραμμένο με ωμέγα λόγω του ότι έχουμε άγνοια. Υπάρχει στο πρώτο μου βιβλίο Εν Αγκαλία de Κρισγιαούρτι, μαζί με την επεξήγηση. Σύμβολα θεωρούνται ο Σωκράτης κι ο Ηρακλής – ο πρώτος επειδή είπε «ένα ξέρω, ότι τίποτα δεν ξέρω» και ο Ηρακλής ως κτηνώδης δύναμη.
Δεν μετανιώνω για κάτι ιδιαίτερα. Αν μπορούσα να ταξιδέψω πίσω στον χρόνο όμως, θα κοίταζα να είμαι πιο πρακτικά δραστήριος και λιγότερο ανέμελος, στο στυλ «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει».
Τον θάνατο δεν τον έχω φόβο. Προς το παρόν. Δεν φοβάμαι τίποτα για μένα προσωπικά, ίσως μόνο την αναπηρία ή να χάσω τη σύντροφό μου. Αυτό που φοβάμαι είναι η πιθανή ραγδαία κατολίσθηση των κοινωνιών των ανθρώπων.
Η γνώμη μου είναι μάλλον απογοητευτική για την Αθήνα. Υπάρχει μια τάση αυτοκαταστροφής, φταίει ο πρώτος Καραμανλής. Το μόνο μοναδικό είναι η Ακρόπολη. Αλλιώς, αντιπαροχές και θλιβερές αντιγραφές, ξενόφερτες. Πού και πού πέφτεις σε ξεχασμένες γωνιές ή δρόμους που σου γλυκαίνουν την ψυχή, συμπτωματικά όμως.
Είναι πολλά πράγματα που με ενοχλούν ιδιαίτερα, και κανένα πιο πολύ απ’ το άλλο. Πρόχειρα θα μπορούσα να πω τους τερατώδεις, άσχημους όγκους από μέταλλο και γυαλί, τους πεζόδρομους που γεμίζουν στο πι και φι με σκουπίδια κι αυτοκίνητα, τα μουτζουρογκραφίτι στους τοίχους, κι άλλα, κι άλλα. Όσο για τα γύρω συμβάντα που με εξοργίζουν, είναι ακόμα πιο πολλά. Η προσβλητική απληστία που δείχνουν ωμά πολλοί έμποροι, οι μοτοσικλέτες που τρέχουν στα πεζοδρόμια, ο ατάλαντος κι εκτός ελέγχου συρφετός της τηλεόρασης, οι νόμιμοι κλέφτες.
Δεν βγαίνουμε συχνά. Δεν πάμε ούτε καν σινεμά πια, η τελευταία ταινία που είδαμε ήταν ο Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης. Πάμε μόνο για ψώνια. Αυτό που μου αρέσει είναι να βρίσκομαι με παρεΐτσα σε καφενεία ήσυχα, που μπορείς ν’ ακούσεις τον συνομιλητή σου χωρίς βιασύνη, να διαβάζω βιβλία που μου πάνε και να συνομιλώ με την Κέιτ, τη σύντροφό μου.
Παίρνω δύναμη από την ψυχραιμία και το δυνατό στομάχι.
Η καλύτερη εικόνα που μπορώ να έχω στο μυαλό μου είναι η Κέιτ κι εγώ σε μια βίλα στο Κάπρι, με αρχαία ερείπια και ζώα τριγύρω μας, γάτες, σκύλους, κότες. Η ευτυχία υπάρχει σε στιγμές και μικρά χρονικά διαστήματα και σε όνειρα του ύπνου. Εκτός αν ευτυχία είναι μια ζεστή κουβερτούλα, όπως του Charlie Brown…
Η θεϊκή ουσία δεν ανακατεύεται πουθενά. Περιέχει και το γιν και το γιαν, κι εκεί που οι άνθρωποι βλέπουν επέμβαση είναι μόνο τυχαίες, τυφλές συγκυρίες. Εφόσον δεχτούμε ότι ο Θεός είναι οντότητα, όχι πάντως με γενειάδα, νομίζω ότι το κρυμμένο για μας ίχνος του είναι στα πάντα, στο παν που τα ξεκίνησε όλα, στη δική του απείρως μικρή και για μας απείρως μυστική στιγμή, και αυτό απλώθηκε και εξελίχθηκε μόνο του, χωρίς επεμβάσεις της δημιουργικής νόησης. Η πιο πρόσφατη θέση, που δεν γίνεται να είναι και τελική -δεν θα είναι ποτέ- βασίζεται στη θεωρία των κβάντων, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, που έχει κάνει τον κορυφαίο φυσικό Στίβεν Χόκινγκ να πει ότι μάλλον υπάρχει Θεός.
Η ζωή με έχει διδάξει πολλές αμφιβολίες και πολύ λίγες βεβαιότητες – και αυτές όχι και τόσο σίγουρες.
26.11.2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου