|
ΟΤΑΝ ΗΡΘΕ ὁ Καποδίστριας, ἀποφάσισε κι' ὁ γέρο-Πανουριᾶς,
ὁ Κλεφταρματωλὸς τῶν Σαλώνων, νὰ κατεβῇ ἀπὸ τοῦ Παρνασοῦ τὰ κάρκαρα
καὶ νὰ πάῃ νὰ παρουσιαστῇ στὸν Κυβερνήτη. Ἔφτασε λοιπὸν στὴν Αἴγινα,
μὰ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ποὔρριξε γύρω του, δὲν τοῦ χαμαρέσανε τὰ πράματα.
Εἶδε κοντὰ στὸν Κυβερνήτη κάτι φραγκοντυμένους, ποῦ δὲν τοὺς φτάνανε
τὰ φράγκικα
φορέματα, μὰ εἴχανε ξουρίσει καὶ γένεια καὶ μουστάκια, καὶ ἦταν ἔτσι
σὰν ξεροκολόκυθα γυαλιστερὰ τὰ μοῦτρα τους:
— Τί μ'σοῦδες (μοῦρες) εἶν' αὐτές; εἶπε στὸ γέρο-Δυοβουνιώτη,
ποῦ εἶχε ἔρθει κι' αὐτὸς συντροφιά του στὴν Αἴγινα.
— Δὲν τοὺς βλέπεις; Τσ' ἤφερε οὑ Κυβερνήτ'ς νὰ μᾶς φουτίσουν.
— Γι' αὐτὸ εἶν' ἔτσ' τὰ μοῦτρα τ'ς; Γένουντ' ἔτσ' πλειὸ διαβασμένοι,
μαθές; Τότε θέλω κ' ἐγὼ νὰ τὰ ξουρίσω νὰ γίνου σουφὸς κ' ἐγώ...
— Καὶ δὲν τὰ ξουρίζεις; Ἐδῶ παρακάτ' εἶν' οὑ χαμζᾶς (κουρέας).
Μὰ δὲν κουτᾷς. Πῶς θὰ γυρί’ης, μαῦρε, στοὺ χουριό;
— Πλερώνεις ἐσὺ τὰ ξουριστ'κά;
— Πλερώνου... μὰ δὲ θ' ἀποκουτί’ῃς τέτοιου πρᾶμα..
— Βάν'ς καὶ τὰ βιουλιὰ μαζί;
— Τί τὰ θέλ'ς τὰ βιουλιά;
— Ἔτσ', θέλου νὰ γίνῃ τοῦ πράμα πανηγύρ'.
— Ἂς εἶναι κ' ἔτσ'.
Ὁ
Δυοβουνιώτης ἀκόμα δὲν εἶχε καταλάβει καλὰ τί λογῆς ξύρισμα ἤθελε
ὁ γέρο-σύντροφός του. Ξέχανε τὰ παλιά του τὰ καμώματα· Ἄνθρωπος τοῦ
δρυμοῦ, κλαρίτης,
ἤξερε νὰ λέῃ τὰ πράματα καὶ νὰ τὰ κάνῃ πέρα καὶ πέρα ξέσκεπα.
Μπαίνουνε στὸν κουρέα, καὶ νά, ἔρχονται τὰ βιολιά, κι’ ἀρχίζουν
τὸ παιγνίδι, κ' ἑτοιμάζει ὁ κουρέας τὰ ξουράφια του. Κάνει ὅμως νὰ
βάλῃ χέρι στοῦ γέρο-στρατηγοῦ τὰ μοῦτρα, κι' αὐτός,
— Τράβα τοὺ χέρ' σ' ἀποὺ κεῖ! τοῦ λέει.
Πετάει πέρα τὴ φουστανέλλα καὶ μένει ὅπως τὸν ἔκαμε ἡ μαννούλα
του ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτου...
Κι' ἀρχίζει ὁ κουρέας, θέλοντας μὴ θέλοντας, καὶ τοῦ τὰ ξουρίζει...
Καὶ παίζουν τὰ βιολιά... Κι ὁ κόσμος ὅλο καὶ μαζεύεται...
— Αἴ, τώρα μοιάζ'νε μὲ μοῦτρα φράγκικα! εἶπε ὁ γέρος ἀφοῦ τελείωσε
τὸ ξύρισμα.
Κι' ὅλα αὐτὰ τἄκαμε, γιὰ νὰ σατυρίσῃ τὰ ξουρισμένα μοῦτρα καὶ
μουστάκια, ποῦ εἴχανε κοπιάσει ἀπ' τὴ Φραγκιὰ νὰ φέρουνε καινούργια
φῶτα στὸ Ρωμαίϊκο.
Λαϊκὸ ἐπιχρωματισμένο ξυλόγλυπτο.
Ἀπὸ τὸν Καρναβαλικὸ Πολιτιστικὸ Σύλλογο Ἀγιάσου «Ὁ Σάτυρος».
Φωτογραφία: Ἡρὼ Νικόπουλου, 1η Αὐγούστου 2003.
Πηγή: Γιάννη Βλαχογιάννη, Ἱστορικὴ Ἀνθολογία, Πατριωτικὴ χορηγία Ἐμ. Α. Μπενάκη εἰς τιμὴν τῆς Ἑκατονταετηρίδος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Ἀθῆναι, 1927 [Ἀπὸ Δ. Γ. Δημητρακάκη Ἀνέκδοτα ἀπομνημονεύματα].
Δημητρακάκης, Δημήτριος. Γεννήθηκε στὸ Καστρὶ τέως Δήμου Καστορείου τῆς Λακεδαίμονος τὸ 1823, πέθανε ἄγαμος στὶς 23 Αὐγούστου τοῦ 1888 καὶ τάφηκε στὸ Βυζαντινὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Καστρί. Ἦταν γιὸς τοῦ ὁπλαρχηγοῦ τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 Γεωργίου Δημητρακάκη καὶ ἐγγονὸς τοῦ ἐθνομάρτυρα τῆς ἡρωϊκῆς ἐπανάστασης «τοῦ Ὀρλὼφ» Γιαννάκη Δημητρακάκη. Ἔβγαλε τὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο στὸ Μιστρᾶ, τὸ Γυμνάσιο στὸ Ναύπλιο, καὶ τὴ Νομικὴ Σχολὴ στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Διακρίθηκε ὡς δημόσιος ἄνδρας καὶ ὑπηρέτησε σὲ σημαντικὲς διοικητικὲς θέσεις μὲ ἐπιτυχία. Τὰ χρόνια της Κωλεττικῆς κυβέρνησης (1845-1847) ἦταν ἰδιαίτερος γραμματέας τοῦ Σπαρτιάτη πολιτικοῦ Νικολάου Κορφιωτάκη ποὺ δολοφονήθηκε ὅταν ἦταν ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν ἀπὸ τοπικοὺς ἀντιπάλους του τὸν Αὔγουστο τοῦ 1850. Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Κορφιωτάκη ὁ Δ. Δημητρακάκης ἐκτέθηκε στὶς ἐκλογὲς τὸ 1859 καὶ ἐκλέχτηκε βουλευτὴς Λακεδαίμονος. Ἐπανεκλέχτηκε τὸ 1868, τὸ 1879, τὸ 1880-1882 καὶ τὸ 1885. Σημαντικὴ προσφορά του ἀποτελοῦν τὰ ἀπομνημονεύματά του ποὺ ὄχι μόνο φωτίζουν πολλὲς σκοτεινὲς σελίδες τῆς Ἱστορίας μας ἀλλὰ καὶ σκιαγραφοῦν μιὰν ὁλόκληρη ἐποχή. Πηγή: http://www.elladatv.gr/
Εἰκόνα: Πανουργιᾶς (Δημήτριος Ξηρός, 1767-1834, ὁπλαρχηγὸς ἐπαρχίας Ἀμφίσσης).
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου