ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ τῆς ἄρεσε νὰ παίζει πιάνο. Καθόταν
μὲ τὶς ὧρες στὸ δωμάτιό της, κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι της, ἔπαιρνε
τὸ ἀγαπημένο της μαξιλάρι καὶ πάνω του τὰ λεπτά της δάχτυλα ἔπαιζαν
ὅλες τὶς συμφωνίες τοῦ κόσμου. Οἱ νότες χοροπηδοῦσαν στὸ ἀφρολὲξ
καὶ τὰ δάχτυλά της πληγώνονταν ἀπὸ τὴν πολύωρη ἐξάσκηση. Ὥσπου τὴν
ἀναζητοῦσε ἡ μάνα της γιὰ νὰ φάει καὶ μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ξύλου ἔβγαινε
τρέχοντας, ἀφήνοντας τὸ πιάνο της ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὰ ὄνειρά της. Ἤθελε
νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς τέχνες, μὰ πιὸ πολὺ ἤθελε νὰ φτιάχνει τοὺς δικούς
της κόσμους μὲ τὸ πιάνο της, τὴ ζωγραφική της, τὰ κρυφὰ ποιήματά
της. Σὲ αὐτὰ κατακτοῦσε τὸν κόσμο καὶ φανταζόταν τὰ καλοχτενισμένα
ξανθά της μαλλιὰ σὲ μιὰ συναυλία νὰ πέφτουν πλούσια πάνω ἀπὸ τὸ μαῦρο
της φόρεμα τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔκανε τὴν τελευταία ὑπόκλιση τῆς βραδιᾶς,
ἐνῶ τὸ κοινὸ παραληροῦσε γιὰ τὴν ἑρμηνεία της.
Ἡ μάνα της δύσκολη, μὰ τὴν ἀγαποῦσε. Καθάριζε σχολεῖα ἀπὸ τὴ
ριγμένη γνώση, τὰ μισοφαγωμένα γράμματα καὶ τὰ ἀπομεινάρια τοῦ
παιχνιδιοῦ στὸ διάλειμμα. Μιὰ μέρα τὴν πῆρε μαζί. Ὅσο ἡ μάνα της καθάριζε,
ἐκείνη βαριόταν ποὺ δὲν εἶχε μέρος νὰ χτίσει κόσμους καὶ περιφερόταν
ἄσκοπα στὶς αὐλὲς καὶ στὶς τάξεις στὰ ὑπόγεια. Σ’ ἕνα ὑπόγειο στὸ
βάθος, ἡ πόρτα ἦταν κλειδωμένη μὲ λουκέτο, καθὼς ἔλειπε ἡ κλειδαριά
της. Ἀμέσως, ἡ μικρὴ Ζωὴ φαντάστηκε ὅτι κάποιο ἑπτασφράγιστο μυστικὸ
φυλοῦσαν οἱ δάσκαλοι ἐκεῖ μέσα. Τὸ μυαλό της κάλπαζε σὰν ἄλογο ὅσο
πλησίαζε. Μὲ λίγο φόβο, μὰ πιὸ πολὺ μὲ τὴν περιέργεια ποὺ πάντα διέθετε
μπόλικη, τράβηξε τὴν πόρτα καὶ ἐκείνη μισάνοιξε ὣς τὸ σημεῖο ποὺ ἐπέτρεπε
τὸ λουκέτο. Ἡ Ζωὴ κοίταξε μέσα ἀπὸ τὸ κενὸ ποὺ σχηματίστηκε καὶ
τότε τὸ εἶδε.
Καταμεσῆς τοῦ δωματίου, κατάμαυρο καὶ σοβαρό, στεκόταν ἀγέρωχο
ἕνα πιάνο. Ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ παλιὰ μὲ τὴν οὐρά, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ φανταζόταν
ὅτι παίζει. Μαγεύτηκε μονομιᾶς! Γιὰ λίγες στιγμές, μποροῦσε νὰ δεῖ
τὸ κοινὸ ἀπὸ κάτω, τὰ φῶτα καὶ τὴ ζάλη τῶν δαχτύλων της πάνω στὰ πλῆκτρα.
Δὲν κουνήθηκε, ὅμως, ἀμέσως. Σὲ λίγο, τράβηξε κι ἄλλο τὴν πόρτα, μὰ
δὲν τῆς ἔκανε τὴ χάρη. Ψηλόλιγνη, ὅμως, καθὼς ἦταν, ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς
στέκες, ποὺ λέγαμε παλιά, δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἀφήσει μιὰ πόρτα νὰ τὴ
χωρίσει ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῆς εὐχῆς της. Τὴν τράβηξε μὲ δύναμη ὅσο
πήγαινε καὶ χώθηκε στὸ κενό. Τὰ χέρια της μάτωσαν ἀπὸ τὰ γρέζια τῆς
πόρτας, μὰ ἡ Ζωὴ σφίχτηκε κι ἄλλο καὶ πέρασε τελικά. Πλησίασε ἀργὰ
τὸ βουβὸ πιάνο καὶ ἀφοῦ τὸ χάϊδεψε σὲ ὅλη του τὴν ἐπιφάνεια, κάθισε
στὸ φαγωμένο σκαμνὶ μὲ τὸ σχῆμα τοῦ πισινοῦ τῆς μουσικοῦ τοῦ σχολείου.
Κρατοῦσε τὴν ἀνάσα της. Ἔκλεισε τὰ μάτια της καὶ ἀκούμπησε τὰ δάχτυλά
της στὰ πλῆκτρα. Πρῶτα στὰ μεγάλα λευκὰ καὶ μετὰ στὰ μικρὰ μαῦρα. Καὶ
ἄρχισε νὰ παίζει τὶς συμφωνίες ποὺ ἔγραφε τόσο καιρὸ κάτω ἀπὸ τὸ
μαξιλάρι της. Τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, τὰ πλῆκτρα ὑποκλίνονταν στὴ μαεστρία
της, ζητώντας ἐπανάληψη καὶ χάδι ἀπὸ τὰ ὁλόλευκά της χέρια. Κι ἐκείνη
τοὺς ἔκανε τὴ χάρη.
Ἄρχισε νὰ παίζει τὸ ἀγαπημένο της κυνηγητό, ὅπου μιὰ γάτα
μὲ νύχια σὰν τὰ δάχτυλα τῆς Ζωῆς κυνηγοῦσε τὰ μαῦρα ποντίκια πάνω
στὸ χιόνι. Γλιστροῦσε ἡ γάτα στὸν πάγο, πανηγύριζαν τὰ ποντίκια μὲ
ἔνταση. Μιὰ μάχη ἐξελισσόταν πάνω στὸ μουντὸ πιάνο. Φανερά τὰ σημάδια
της, καθὼς τὸ αἷμα ἀπὸ τὰ κομμένα στὴν πόρτα χέρια τῆς Ζωῆς ἄρχισε
νὰ κοκκινίζει τὰ λευκὰ πλῆκτρα. Πάντα νικοῦσαν τὰ ποντίκια στὸ τέλος.
Ἡ γάτα πέθαινε μὲ ἕνα δυνατὸ ντὸ καὶ τὰ ποντίκια ἔστηναν τελετουργικὸ
χορὸ γιὰ νὰ γιορτάσουν. Ἐξουθενωμένη ἡ πιανίστρια ἀπὸ τὴ σφοδρὴ
μάχη, ἀκούμπησε τὸ κεφάλι της στὸ ἀναλόγιο νὰ ξαποστάσει. Εἶχε
πάρει ζωὴ τώρα. Εἶχε ἐπιτέλους δεῖ ἕνα πιάνο ἀπὸ κοντά. Ἤξερε τί
ἤθελε νὰ κάνει πλέον.
«Ἄτιμα ποντίκια. Κι ἐδῶ ἔφτασαν;» ἀκούστηκε ἡ μάνα νὰ λέει.
«Νόμιζα πὼς εἶχαν σφραγίσει τὴν αἴθουσα ἀπὸ τότε ποὺ ἐκεῖνο τὸ κορίτσι
πῆρε τὴ ζωή του πάνω στὸ πιάνο» εἶπε καὶ τράβηξε μὲ δύναμη τὴν πόρτα
ἐνώνοντας τὰ δύο φύλλα.
Ἐκεῖνο τὸ κορίτσι ἦταν ἡ κόρη της, μὰ τώρα πιὰ ἡ γριὰ καθαρίστρια
δὲν ἤθελε νὰ θυμᾶται τὶς πένθιμες νότες ποὺ τῆς πῆραν τὴ Ζωή της.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Μανουσάκης, Βασίλης. (Ἀθήνα, 1972). Ποίηση, διήγημα, μετάφραση.
Ἔχει διδακτορικὸ στὴν Ἀμερικανικὴ ποίηση. Διδάσκει λογοτεχνία
καὶ μετάφραση στὸ Hellenic American College. Βιβλία του: Μιᾶς σταγόνας χρόνος (ποίηση,
2009), Ἀνθρώπων ὄνειρα (διηγήματα,
2010), Movie Stills (ποίηση
στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα, 2013), Εὔθραυστο
ὅριο (ποίηση, 2014). Συμμετεῖχε στὴν ἐπιμέλεια τῶν
τριῶν ἀφιερωμάτων τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον γιὰ τὸ ἑλληνικὸ καὶ
τὸ ἀμερικανικὸ μικροδιήγημα/μπονζάι. Ἔχει μεταφράσει πάνω ἀπὸ
20 λογοτεχνικὰ βιβλία καὶ δεκάδες διηγήματα καὶ ποιήματα. Ἔχει
ἐπιμεληθεῖ λογοτεχνικὰ ἀφιερώματα στὸ ἐξωτερικό, ἐνῶ μεταφράσεις
καὶ ἄρθρα του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ περιοδικὰ τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ
ἐξωτερικοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου