|
|
[Ἡ Μικρομυθοπλασία Παντοῦ. Δίμηνη Διεθνὴς Ἐπισκόπηση.
Δελτίο#6] ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δήμητρα
Ἰ. Χριστοδούλου
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ τοῦ 2019 κυκλοφόρησε μεταφρασμένη
στὰ ἀγγλικὰ ἡ ἐνδιαφέρουσα συλλογὴ διηγημάτων τῆς
Ἀργεντινῆς Samanta Schweblin μὲ τίτλο Mouthful of birds. Μελετητές της ἐντοπίζουν συσχετισμοὺς μὲ
προδρόμους τῆς μικρομυθοπλασίας, ὅπως οἱ Raymond Carver καὶ Franz Kafka, ἀλλὰ καὶ μὲ δύο κλασικὲς
διηγηματογράφους τοῦ Ἀμερικανικοῦ νότου, τὶς Eudora Welty καὶ Flannery O’ Connor. Ἡ Schweblin ἑστιάζει
στὰ μικρά, καθημερινὰ θέματα καὶ στὰ σκοτεινὰ ὑποστρώματα τῆς ἀνθρώπινης
φύσης. Χρησιμοποιεῖ συνήθως λεκτικὰ σχήματα ποὺ διευκολύνουν τὴν
ἀφηγηματικὴ οἰκονομία σὲ ὅποιο θέμα πραγματεύεται (παραβολή,
μεταφορά, ἀλληγορία καὶ εἰκόνα), χωρὶς λυρισμό, μὲ σχεδὸν παιδικὴ φαντασία,
ἐλλειπτικότητα καὶ χιοῦμορ. Συνδυάζει τὸ
στοιχεῖο τοῦ φανταστικοῦ τῆς ἱσπανόφωνης λογοτεχνικῆς παράδοσης
μὲ καφκικὰ στοιχεῖα: τὴν αἴσθηση τοῦ ἀστείου στὴν ἐφιαλτικὴ καὶ ἀναπόδραστη
ἀγωνία τῆς ὕπαρξης, τὴν ὑπονόμευση τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ τὴν ἀπόδοση
τοῦ ἐξωπραγματικοῦ ὡς συνθήκη καὶ τοῦ ἀλλόκοτου ὡς δεδομένο. Τὸ πρῶτο
διήγημα τῆς συλλογῆς (μὲ τίτλο «Highlights»[1]),
γιὰ παράδειγμα, ἀφηγεῖται τὴν ἱστορία μιᾶς νεαρῆς γυναίκας τὴν ὁποία
ἐγκαταλείπει ὁ σύζυγός της σὲ μιὰ ἔρημη περιοχὴ τὸ βράδυ ποὺ βρίσκονται
καθ’ ὁδὸν τοῦ γαμήλιου ταξιδιοῦ τους. Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι σύντομα
ἀνακαλύπτει ὅτι ἡ περιοχὴ εἶναι γεμάτη ἐγκαταλελειμμένες νύφες
καὶ τόσο ἡ δομὴ ὅσο καὶ ἡ πλοκὴ τοῦ σύντομου διηγήματος ἀποκτᾶ χαρακτηριστικὰ
καὶ διαστάσεις ἀρχαίας τραγωδίας.
Στὴ μικρομυθοπλασία χρησιμοποιεῖται ὁ περιορισμὸς
τῶν λέξεων ἀπὸ ἐπιλογή, ποὺ εἶναι ἕνας μόνο ἀπὸ τοὺς πολλοὺς περιορισμοὺς
ποὺ χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὰ μέλη τοῦ Oulipo. Ἡ χρήση ὅμως τῶν ψηφιακῶν μέσων
ἀπὸ πολλοὺς συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Lou Beach ἢ ἡ Μαργαρίτα
Ζαχαριάδου, ἔχει συμβάλλει στὴ διάδοση καὶ καλλιέργεια
τῆς μικρομυθοπλασίας, ἡ ὁποία δὲ στοχεύει ἀποκλειστικὰ στὸν πειραματισμὸ
καὶ τὴ δοκιμὴ τῶν ὁρίων τῆς γλώσσας, ἀλλὰ κυρίως στὴ δημιουργία κειμένων
μὲ ἀφηγηματικὴ ἀρτιότητα, παρὰ τὴ συμπύκνωσή τους. Παρόλα αὐτά,
στὴ διεθνῆ βιβλιογραφία, ὅταν ἐξετάζονται συσχετισμοὶ τῆς μικρομυθοπλασίας
μὲ τὸ Oulipo, συνήθως ἡ ἔρευνα ἑστιάζει στοὺς Raymond Queneau, Italo Calvino καὶ Anne Garréta. Ἡ τελευταία εἶναι ἡ δεύτερη
βραβευμένη συγγραφέας τοῦ Oulipo μὲ τὸ βραβεῖο Prix Medicis τὸ 2002 γιὰ
τὸ βιβλίο της Pas un jour (Not one
day) μετὰ τὸν George Perec (γιὰ τὸ Ζωή: Ὁδηγίες χρήσεως, τὸ 1978)
καὶ ἡ πρώτη γυναίκα μέλος τοῦ κινήματος ποὺ ἔχει μεταφραστεῖ τὸ μυθιστόρημά
της, μὲ τίτλο Sphinx (1986), στὰ ἀγγλικὰ
γιὰ τὴν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία ἀνάμεσά σε ἕνα ζευγάρι ἀπροσδιορίστου
γένους.
Στὸν ἀντίποδα τῶν περιορισμῶν κατ’ ἐπιλογή, βρίσκεται
ἡ περίπτωση τοῦ Behrouz Boochani, τοῦ Κούρδου-Ἰρανοῦ δημοσιογράφου
καὶ συγγραφέα ποὺ κρατεῖται σὲ κέντρο μεταναστῶν στὴ Νέα Γουϊνέα τὰ
τελευταῖα ἕξι χρόνια καὶ φέτος κέρδισε τὰ δύο σημαντικότερα βραβεῖα
γιὰ συγγραφεῖς στὴν Αὐστραλία. Κατάφερε νὰ ὁλοκληρώσει καὶ τὰ δύο
βιβλία του στέλνοντάς τα τμηματικὰ μέσῳ ἐφαρμογῆς κινητῆς τηλεφωνίας
σὲ φίλους ποὺ τὰ συγκέντρωσαν σὲ ἑνιαῖα κείμενα, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ ἔχει
εἰκόνα τοῦ συνόλου τοῦ κειμένου του. Ὑπὸ τὶς συνθῆκες κράτησής του, ἐκτὸς
ἀπὸ τὴ ζωή του, θὰ κινδύνευαν μὲ καταστροφὴ ἢ κλοπὴ καὶ τὰ χειρόγραφά
του. Παρὰ τὴν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῶν κριτῶν γιὰ τὴ διάκρισή του, τοῦ ἀπαγορεύθηκε
νὰ παραστεῖ στὴν τελετὴ ἀπονομῆς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, κι ἔτσι τὰ ἀποδέχτηκε
μὲ μιὰ σύντομη μαγνητοσκοπημένη ὁμιλία του ἀπὸ τὸ
κέντρο κράτησης.
Ἡ μπαλάντα τοῦ λυπημένου καφενείου
(1951) τῆς Ἀμερικανίδας Carson McCullers πραγματεύεται παρόμοιο
θέμα μὲ τὴ νουβέλα τοῦ Thomas Mann (1939) Ἡ Λότε στὴ Βαϊμάρη,
στὴν ὁποία ἡ ἐντυπωσιακὴ ἡρωΐδα καταλύει σὲ ἕνα ἐπαρχιακὸ πανδοχεῖο
καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς της ἀναστατώνεται ἐκ βάθρων ὁ μικρόκοσμος
τῆς πόλης. Στὴ νουβέλα τῆς McCullers, ἡ συγκροτημένη, δύστροπη δεσποινὶς
Ἀμέλια, ἰδιοκτήτρια τοῦ καφενείου, ἐρωτεύεται μὲ ἀπρόσμενη παιδικὴ
ἀφέλεια τὸν μικρόσωμο, καμπούρη, συμπλεγματικὸ ἐξάδελφο Λάιμον
ποὺ φτάνει στὴ μικρή τους πόλη καὶ τὴν ταράζει κι ἔτσι ξεκινάει μιὰ μικρὴ
ὀδύσσεια ποὺ βιώνει ἡ ἡρωΐδα. Οἱ ἥρωες τοῦ Mann εἶναι φωτεινοὶ κι εὐχάριστοι:
ἡ ἀρτίστα Λότε καὶ ὁ (γνωστὸς) Γκαῖτε, μὲ τὸν ὁποῖο ὑπονοεῖται ὅτι
«παίζει» ἡ Λότε σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα εὐωχίας ποὺ θυμίζει κωμωδία γιὰ ὄπερα.
Στὴ νουβέλα τῆς McCullers «ἀκούγεται» μιὰ χαμηλόφωνη μπαλάντα ἀπὸ τὰ
βάθη τῆς ἐποχῆς τοῦ François Villon, ἀλλὰ μὲ ἥρωες συνηθισμένους
ἀνθρώπους τῆς ἀμερικανικῆς ἐπαρχίας. Καὶ στὶς δύο σύντομες νουβέλες,
ὅμως, καταδεικνύεται ἡ καταλυτικὴ ἀλληλοδράση ἑνὸς ξένου μὲ τὰ
μέλη μιὰ μικρῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἰδέα ὅτι ἡ ζωὴ ὀξυγονώνεται
ὅταν ἀναδεύεται, ὅπως καὶ ἡ λογοτεχνία, ἀκόμα καὶ ὅταν οἱ ἥρωες
καὶ οἱ μικρόκοσμοί τους βιώνουν ὅ,τι περιγράφει ἡ μεξικανικὴ παροιμία:
Pueblo chico, infierne grande (Μικρὴ
πόλη, μεγάλη κόλαση).
Τὸ
2018 κυκλοφόρησε τὸ βιβλίο μὲ τίτλο The collected stories τῆς Ἀμερικανίδας
Diane Williams, ἡ ὁποία ἀνήκει στοὺς
ζωντανοὺς θρύλους τῆς ἀμερικανικῆς avant-garde κι ἔχει διαδραματίσει
καταλυτικὸ ρόλο στὴν ἐξέλιξη καὶ ἀποδοχὴ κυρίως τῆς ἀγγλοσαξονικῆς μικρομυθοπλασίας.
Μαζὶ μὲ τὴν Lydia Davis, παρέμειναν γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὸ περιθώριο τῆς
λογοτεχνικῆς κριτικῆς, εἴτε ἐξαιτίας τοῦ ἐξεζητημένου ὕφους
τους (ἀκραία ἀφαίρεση στὴ γλώσσα, ἐμμονὴ μὲ τὴν ὑπαινικτικὴ ἀφήγηση
κι ἐπιμονὴ στὴν ἀνάδειξη τῆς παραδοξότητας φαινομενικὰ ἀσήμαντων
θεμάτων), ἢ λόγῳ τῆς δυσκολίας ταξινόμησης τῶν κειμένων τους σὲ κάποιο
ἀπὸ τὰ καθιερωμένα εἴδη. Παρόλα αὐτά, ἡ μὲν Davis βραβεύθηκε μὲ τὸ
Booker Prize τὸ 2013, ἀκριβῶς γιὰ τὴν ἰδιοσυγκρασιακὴ
φωνή της στὴ συλλογὴ διηγημάτων καὶ μικρομυθοπλασιῶν της,
ἡ δὲ Williams, ἵδρυσε τὸ 2000 τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Noon,
τὸ ὁποῖο θεωρεῖται ὁδοδείκτης νέων, πρωτοποριακῶν λογοτεχνικῶν
φωνῶν καὶ καλλιτεχνῶν.
Ἡ
Ἐλβετίδα συγγραφέας Fleur Jaeggy ἀπασχολεῖ τελευταία τὴ
διεθνῆ κριτικὴ τῆς μικρομυθοπλασίας. Ἐξετάζεται τὸ λακωνικὸ ὕφος
στὰ (ὑπερ)σύντομα πεζά της, καὶ ἡ λοξὴ ματιά της στὸν τρόπο ποὺ πραγματεύεται
τὸ θάνατο καὶ τὴ ζωὴ ὑπὸ τὴ μόνιμη σκιά του. Στὸ ἔργο της ἐντοπίζονται
ἀφηγηματικὲς τεχνικές του Ἄντον Τσέχωφ, ἑνὸς ἀκόμα προδρόμου
τοῦ εἴδους. Ἡ συλλογή της μὲ τίτλο I’m the brother of XX (2017) βρίθει διακειμενικῶν ἀναφορῶν, ποὺ
ἐντοπίζονται συχνὰ σὲ ὑποδειγματικὰ κείμενα μικρομυθοπλασίας,
μὲ ἥρωες ἀπὸ τὸν Calvino ἕως τὴν Ingeborg Bachmann καὶ τὸν Joseph Brodsky. Τὰ τρία δοκίμια-μικρογραφίες
γιὰ τὴ ζωὴ τῶν Thomas De Quincey, John Keats καὶ Marcel Schwob ἀπαρτίζουν τὸ βιβλίο
της μὲ τίτλο These Possible lives (2017)
καὶ ἡ ἀποτελεσματικὴ τεχνικὴ τῆς ἀφηγηματικῆς οἰκονομίας κι ἐδῶ,
ὀφείλει πολλὰ στὴ συστηματικὴ καλλιέργειά της τῆς πολὺ σύντομης πεζογραφικῆς
φόρμας. Ἡ περίπτωση τῆς Jaeggy καταδεικνύει ὅτι ἔχει ἀρχίσει ἡ διεθνὴς
κριτικὴ νὰ ἀναθεωρεῖ τὸ αὐτονόητο, ὅτι δηλαδὴ ἡ μικρομυθοπλασία
δὲν ἀφορᾶ μόνο ἀγγλόφωνα καὶ ἱσπανόφωνα κείμενα. Ἰδίως μετὰ καὶ
τὰ πρόσφατα διεθνῆ συνέδρια, πληθαίνουν
ἀναφορές στὸν Pierre Bettencourt, γιὰ παράδειγμα, τὸν
ὁποῖο μᾶς εἶχε συστήσει ὁ Ἐ.Χ.Γονατᾶς, ἀλλὰ καὶ στὸν Italo Svevo, ἕναν ἀκόμα κορυφαῖο ἐκπρόσωπο τοῦ δυτικοῦ μοντερνισμοῦ.
Ὁ τελευταῖος, σύμφωνα μὲ τὸν Ἄγγλο θεωρητικὸ Lee Rourke, ἀνήκει ἐπίσης στοὺς προδρόμους τῆς σύγχρονης μικρομυθοπλασίας,
μαζὶ μὲ τοὺς Kafka καὶ Robert Walser.
Τὸ
1919 ἡ Virginia Woolf στὸ δοκίμιό της «Modern Fiction», (δημοσιεύθηκε τὸ 1921,
ὅπως καὶ τὰ πολὺ σύντομα πεζά της Blue and Green), ἀναζητᾶ ἕναν
συγγραφέα ὁ ὁποῖος θὰ ἐκφράζει τὰ συναισθήματά του ἀνεπηρέαστος
ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς συμβάσεις. Σύμφωνα μὲ τὸν Lee Rourke δὲ χρειαζόταν
νὰ ψάξει πολὺ πέρα ἀπὸ τὸν Robert Walser. Ἡ ἰδέα ποὺ διατέμνει ὁλόκληρο
τὸ ἔργο του, «Νὰ εἶσαι μικρὸς καὶ νὰ παραμένεις
μικρός» ζωντανεύει μὲ μοναδικὸ τρόπο στὰ κείμενα ποὺ ἔγραψε κατὰ τὴ
διάρκεια τοῦ ἐγκλεισμοῦ του σὲ νευρολογικὲς κλινικὲς ἀπὸ τὸ 1933 ἕως
τὸ θάνατό του (1956). Ὁ ἴδιος ἰσχυριζόταν ὅτι εἶχε ἐγκαταλείψει τὴ συγγραφὴ καὶ ὅτι δὲν
εἶχε ἐγκλειστεῖ ἑκουσίως γιὰ νὰ γράψει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τρελαθεῖ. Ἔτσι, ὅταν
πέθανε, τὰ ἀποκόμματα ἀπὸ περιοδικά, ἐφημερίδες καὶ ἡμερολόγια
ποὺ βρέθηκαν στὴν κατοχή του καὶ ἦταν κατάστικτα μὲ μικροσκοπικὰ
γράμματα σὲ μιὰ ἀδιάλειπτη καὶ ἀκατάληπτη γραφὴ μὲ ἀχνὸ μολύβι, πιθανολογήθηκε
ὅτι δὲν ἦταν παρὰ ἀσυνάρτητες σημειώσεις σὲ μιὰ κωδικοποιημένη
γλώσσα ποὺ εἶχε ἐπινοήσει. Τὸ 1972, ὅμως, ἀνακαλύφθηκε ὅτι ἦταν
σύντομα, ὁλοκληρωμένα ἀφηγήματα, μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ παιγνιῶδες
ὕφος καὶ τὸ καυστικὸ χιοῦμορ του, γραμμένα μὲ τὴ μεσαιωνική, γερμανικὴ
γραφὴ Alte Deutsche Schrift, ποὺ ἐνδείκνυται
ἂν θέλει κάποιος νὰ γράψει ἕνα πολὺ σύντομο ἀφήγημα στὸ πίσω μέρος
μιᾶς ἐπαγγελματικῆς κάρτας. Ὁ Walser τὴν εἶχε διδαχθεῖ ὡς μαθητὴς καὶ
τὴν τελειοποίησε ὡς ἔγκλειστος. Τὰ ἀφηγήματα αὐτὰ κυκλοφόρησαν
συγκεντρωμένα μόλις τὸ 2012 μὲ τὸν τίτλο Microscripts.
Πρόκειται γιὰ μιὰ συναρπαστική ὀδύσσεια ἐσωτερικῆς διαμάχης καὶ πειραματισμοῦ,
γραμμένη στὴ μικρότερη δυνατή κλίμακα ποὺ μπορεῖ νὰ
παραχθεῖ χειρογραφως καὶ νὰ τὴ διακρίνει τὸ ἀνθρώπινο μάτι.
Στὶς 6 Νοεμβρίου 1915, ὁ Franz Kafka σημειώνει στὸ ἡμερολόγιο
του[2]:
«Τὸ θέαμα τοῦ κόσμου ποὺ κινεῖται σὰν τὰ μυρμήγκια μπροστὰ στὸ χαράκωμα
καὶ μέσα του.» Ἡ λακωνικὴ αὐτὴ καταχώρισή του συνοψίζει τὴν ἐντύπωση
ποὺ τοῦ εἶχε κάνει τὸ ὁμοίωμα χαρακώματος ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ ἐκεῖνες
τὶς ἡμέρες σὲ προάστιο τῆς Πράγας, ὡς ψυχαγωγικὸ θέαμα ἐπὶ πληρωμῇ,
προκειμένου νὰ συγκεντρωθοῦν χρήματα γιὰ τὸν Ἐρυθρὸ Σταυρό. Μὲ τὴ λήξη
τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1918, σημειώνει: «Τὸ κύριο
χαρακτηριστικὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ἡ προσωρινότητά του. Μὲ αὐτὴ
τὴν ἔννοια μπροστὰ στὴ φευγαλέα στιγμὴ οἱ αἰῶνες δὲν εἶναι τίποτα»,
καὶ παρακάτω, «Ζωὴ σημαίνει νὰ βρίσκεσαι στὸ κέντρο τῆς ζωῆς· μὲ μιὰ
ματιὰ νὰ βλέπεις τὴ ζωὴ ποὺ ἔχεις δημιουργήσει[3]».
Ἂν
διαβάσει κανεὶς τὶς Τρεῖς γυναῖκες, τὶς τρεῖς σύντομες νουβέλες
τοῦ Robert Musil, θὰ διαπιστώσει ὅτι ἀπαντάει
στὸ ἐρώτημα ποὺ διατέμνει ὅλο το ἔργο του: «πῶς γίνεται νὰ ζήσουμε
πληρέστερα; μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἑνὸς κινδύνου[4].»
Ἐπιπλέον, στὴ Γκρίτζα (1921) ἐντοπίζεται μιὰ ἀφηγηματικὴ
τεχνική, συνήθης, πλέον, στὴ μικρομυθοπλασία: πετυχαίνει μιὰ διανοητικὴ
ἀνατροπὴ τῆς ἀντιληπτικῆς παράστασης μέσῳ τῆς ἀνθρώπινης ὅρασης.
Ἐνῶ περιγράφει τί ἔβλεπαν ἐργάτες, μηχανικοὶ καὶ χωρικοὶ ὅταν περπατοῦσαν
πρὸς τὸ ὀρυχεῖο τῆς περιοχῆς, ἀντιστρέφει τὴν ὀπτικὴ γωνία 180ο: «Ὅταν
βρίσκονταν [τὰ ἄλογα] σὲ κάποια σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ, δεμένα ἀνὰ τρία ἢ
ἀνὰ τέσσερα σὲ κάποιο πεσμένο δέντρο καὶ περνοῦσες στὶς τεσσεράμισι
ἀπὸ μπροστά τους, ἀφοῦ εἶχες ξεκινήσει μὲ φεγγαρόφωτο στὶς τρεῖς το
πρωί, τότε γύριζαν ὅλα μαζὶ τὸ κεφάλι πρὸς τὴ μεριά σου· ἐκείνη τὴ
στιγμή, μέσα στὸ ἄψυχο φῶς τῆς χαραυγῆς, ἔνιωθες σὰν κάποια σκέψη ἑνὸς
πολὺ ἀργοῦ συλλογισμοῦ.»
Ὑποδειγματικὸς σὲ τέτοιου εἴδους τεχνικὲς καὶ ὁ Jorge Luis Borges, ἀπὸ τοὺς κυριότερους
προδρόμους τῆς σύγχρονης μικρομυθοπλασίας. Στὸ διήγημα «Ὁ Νότος»,
ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων του μὲ τίτλο Τεχνάσματα (1944),
ὁ Ντάλμαν, ὁ κεντρικὸς ἥρωας, ταξιδεύει μὲ τὸ τρένο πρὸς τὴν πατρίδα
του: […] «εἶδε ρεματιὲς καὶ λιμνοθάλασσες καὶ ζωντανά· εἶδε μεγάλα,
φεγγοβόλα σύννεφα, ποὺ θαρρεῖς καὶ ἦταν μαρμάρινα – κι ὅλα αὐτὰ ἀμεθόδευτα
καὶ σκόρπια, σὰ νά ‘ταν ὄνειρα τοῦ κάμπου». Κορυφαῖο παράδειγμα ἀπαντᾶται
καὶ στὴ συλλογή του Τὸ Ἄλεφ (1949). Στὴν ἀρχὴ τοῦ ὁμώνυμου
διηγήματος σημειώνεται τὸ ἐδάφιο ἀπὸ τὸν Ἄμλετ, «Ὤ, Θεέ μου, θὰ
μποροῦσα νά ’μαι κλεισμένος σ’ ἕνα καρυδότσουφλο καὶ νὰ θεωρῶ τὸν ἑαυτό
μου βασιλιὰ τῆς ἀπεραντοσύνης» καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες, ποὺ ὀνομάζεται
Μπόρχες, βλέπει στὸ σκοτεινὸ ὑπόγειο ἑνὸς σπιτιοῦ σὲ μιὰ γιγαντιαία
στιγμὴ τὸν σύμπαντα κόσμο μέσα σὲ μιὰ φωτεινή, ἰριδίζουσα σφαίρα διαμέτρου
δύο-τριῶν ἑκατοστῶν. «[…] εἶδα τὴν κυκλοφορία τοῦ σκοτεινοῦ μου αἵματος,
εἶδα τὸ πλέγμα τοῦ ἔρωτα καὶ τὴ μεταμόρφωση τοῦ θανάτου, εἶδα τὸ Ἄλεφ
ἀπ’ ὅλα τὰ πρίσματα, εἶδα τὴ Γῆ μέσα στὸ Ἄλεφ καί, ξανά, μέσα στὴ Γῆ τὸ
Ἄλεφ καὶ μέσα στὸ Ἄλεφ τὴ Γῆ, εἶδα τὸ πρόσωπό μου καὶ τὰ σωθικά μου, εἶδα
τὸ πρόσωπό σου καὶ ζαλίστηκα κι ἔκλαψα, γιατὶ τὰ μάτια μου εἶχαν δεῖ
αὐτὸ τὸ μυστικὸ καὶ ἐπαγωγικὸ πράγμα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν καπηλευθεῖ
τ’ ὄνομά του, μὰ ποὺ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν τό ’χει δεῖ ποτέ: τὸ ἀσύλληπτο
συμπαν[5]».
Σημεῖο ἀναφορᾶς ἀποτελεῖ καὶ ὁ Julio Cortázar, ἐπίσης κύριος πρόδρομος
τοῦ εἴδους. Στὸ διήγημα «Ὅλες οἱ φωτιὲς ἡ φωτιὰ»[6]
(1966), γιὰ παράδειγμα, ἡ ἀφήγηση ἀναπτύσσεται σὲ παράλληλους χρόνους,
διαπλέκοντας ἀριστοτεχνικὰ δύο ἐρωτικὲς ἱστορίες, μία ἀπὸ τὴ
ρωμαϊκὴ καὶ μία ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἐποχὴ καὶ ἡ ὀπτικὴ γωνία ἀλλάζει
διαρκῶς. Ἐπιπλέον, στὸ ὑπερσύντομο «Χελῶνες καὶ κρονόπιο» (1962)[7],
διεγείρει ἀκαριαῖα καὶ ταυτόχρονα σκέψη καὶ συναίσθημα καὶ ἀπογειώνει
τὴν ἔννοια τῆς ἐνσυναίσθησης μὲ μία μόνο κίνηση: «Εἶναι γεγονὸς πὼς
οἱ χελῶνες ἀγαποῦν ὑπερβολικὰ τὴν ταχύτητα, πράγμα πολὺ φυσικό.
Οἱ ἐσπεράνσα τὸ ξέρουν ἀλλὰ δὲν πολυνοιάζονται. Οἱ φάμα τὸ ξέρουν
καὶ τὶς κοροϊδεύουν. Οἱ κρονόπιο τὸ ξέρουν καί, κάθε φορὰ ποὺ συναντοῦν
μιὰ χελώνα, βγάζουν τὸ κουτὶ μὲ τὶς χρωματιστὲς κιμωλίες καὶ πάνω στὸν
στρογγυλὸ πίνακα τῆς χελώνας ζωγραφίζουν ἕνα χελιδόνι.» Ἐτούτη τὴν
ἀπειροελάχιστη στιγμὴ βαθιᾶς ἐνσυναίσθησης τῶν φανταστικῶν πλασμάτων
τοῦ Cortazar θὰ μποροῦσε θεωρητικὰ νὰ αἰτιολογεῖ ὁ Γιῶργος Σεφέρης,
ὅταν, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1957 στὸ Παρίσι, σημείωνε: «Κατὰ βάθος εἶμαι
ζήτημα φωτός[8]».
Ἀλλὰ νὰ τὰ ἐξανθρωπίζει ὁ Fernando Pessoa, ἐπίσης πρόδρομος τῆς
μικρομυθοπλασίας, ὅταν στὸ Βιβλίο τῆς ἀνησυχίας (1913-35) γράφει:
«Ὅταν θέλω νὰ σκεφτῶ, βλέπω», «Γιατί ἐγὼ ἔχω τὸ μέγεθος αὐτοῦ ποὺ βλέπω
κι ὄχι τὸ μέγεθος τοῦ ὕψους μου», ἐφόσον πίστευε ὅτι «Ὁ ἐξωτερικὸς
κόσμος εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ πραγματικότητα» καὶ πὼς τελικὰ «Εἴμαστε
δύο ἄβυσσοι-ἕνα πηγάδι ποὺ κοιτάζει τὸν οὐρανό».
Θεωρητικὲς
διακλαδώσεις
μοντερνισμός,
Bauhaus, ἐξπρεσιονισμός, μικρομυθοπλασία
ΦΕΤΟΣ,
συμπληρώνεται ἕνας αἰώνας ἀπὸ τὴ Δημοκρατία τῆς Βαϊμάρης καὶ ἀπὸ
τὴν ἵδρυση τῆς σχολῆς τέχνης τοῦ Bauhaus
(1919) ποὺ εὐδοκίμησε μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τοῦ δυτικοῦ μοντερνισμοῦ. Ἡ σχολὴ τοῦ Bauhaus, τῆς
ὁποίας ἡ ἐπίδραση ὑπῆρξε ἐντονότερη στὴν Ἀμερική,
ἐπειδὴ μὲ τὴν ἀνάδυση τοῦ ναζισμοῦ διαλύθηκε τὸ 1933 καὶ διέφυγαν
ἐκεῖ πολλὰ μέλη της, ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Walter Gropius, ὁ ὁποῖος ὁραματίστηκε
μία τέχνη προσιτὴ στὸ εὐρὺ κοινό. Ἡ (ἀκραία) ἀφαίρεση, ἡ καθαρότητα
στὴ φόρμα, ὁ συνδυασμὸς τοῦ αὐστηροῦ μὲ τὸ παιγνιῶδες ὕφος τοῦ Bauhaus
ἐμφύσησαν νέες ἰδέες στὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴν τέχνη τοῦ 20οῦ αἰ.
Τὸ 1922, ὁ Gropius, προσκαλεῖ στὴ Βαϊμάρη τὸν Wassily Kandinsky, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει
καθήκοντα καθηγητῆ καὶ ἀντιπροέδρου στὴ σχολὴ μέχρι τὸ 1933. Ὁ
Kandinsky στὴν πραγματεία του Γιὰ τὸ πνευματικὸ στὴν τέχνη (1912) ἀναφέρει ὅτι
«τὴ στιγμὴ τῆς καλλιτεχνικῆς ἐπανάστασης ὅλες οἱ τέχνες τείνουν σὲ
μιὰ ἀναμεταξύ τους προσέγγιση, μὲ βάση τὴν κοινὴ τάση τους πρὸς τὴν ἀφαίρεση
(πνευματικότητα)».
Ὁ μοντερνισμός, στὸ πλαίσιο τοῦ ὁποίου ἐντοπίζονται
ἀρκετοὶ πρόδρομοι τῆς σύγχρονης μικρομυθοπλασίας, ἐκφράστηκε καὶ
μέσῳ τῆς δυτικῆς λογοτεχνίας καὶ εὐνόησε τὸ
διήγημα. Ἐπέφερε δομικὲς ἀλλαγὲς στὴν ἀφήγηση, ὅπως τὴν ἀποφυγὴ
πραγμάτευσης χαρακτήρων ἢ ζητημάτων ἠθικῆς, τὴν ἑστίαση στὰ γεγονότα,
χωρὶς ἀπαραίτητα χρονολογικὴ σειρά, καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς συνειρμικῆς
καὶ μνημονικῆς ἀφήγησης. Χαρακτηρίστηκε ἀπὸ τὸ παιγνιῶδες ὕφος,
ἐνίοτε μὲ τὴν παιγνιώδη σοβαρότητα ποὺ ἀναζητοῦσε ὁ Πλάτωνας[9],
τὸν πειραματισμὸ καὶ τὴν ἀναζήτηση τοῦ Ἐαυτοῦ, τοῦ Ἄλλου, τῶν διαπροσωπικῶν
σχέσεων, τοῦ λόγου ὕπαρξης, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἄλλαζε μὲ ἀσύλληπτη
ταχύτητα.
Στὸ βιβλίο γιὰ τοὺς μύθους τοῦ Nikolai Leskov ποὺ κυκλοφόρησε σὲ γερμανικὴ
μετάφραση τὸ 1936, ὁ Walter Benjamin στὴν εἰσαγωγή του συνοψίζει μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ
ἀποσταγματικό του λόγο τὴν ἐμπειρία τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου:
«Μιὰ γενιὰ ποὺ εἶχε μάθει νὰ πηγαίνει σχολεῖο μὲ ἅμαξες, τώρα στεκόταν
κάτω ἀπὸ τὸν ἀνοιχτὸ οὐρανὸ στὴν ἐξοχή, ὅπου τίποτε δὲν εἶχε παραμείνει
ἀναλλοίωτο ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σύννεφα, καὶ κάτω ἀπὸ αὐτά, σ’ ἕνα πεδίο
μάχης καὶ ραγδαίας καταστροφῆς, βρισκόταν τὸ μικροσκοπικό, εὔθραυστο
ἀνθρώπινο σῶμα.» Ἀντίστοιχα, οἱ γενιὲς τῶν δεκαετιῶν ’70–’90 ποὺ ἀνατράφηκαν
ἀπὸ γονεῖς τῆς μεταπολεμικῆς περιόδου πέρασαν ταχύτατα ἀπὸ τὴν ἀναλογικὴ
στὴν ψηφιακὴ ἐποχή, ἀπέκτησαν τὴ δυνατότητα νὰ βλέπουν ὁλόκληρο
τὸν κόσμο στὸ κεφάλι μιᾶς καρφίτσας[10]
καὶ βίωσαν τὴν 11η Σεπτεμβρίου, τὸ ἀδιανόητο κύμα βίας καὶ μίσους
ποὺ ἄλλαξε τὴ σελίδα τῆς ἱστορίας.
Πολλοὶ
μελετητὲς στὴν Ἀμερικὴ ἀπέδωσαν τὴν ἐξάπλωση τῆς μικρομυθοπλασίας
καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ὅμως ἡ ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου
εἶναι πολυπαραγοντική. Ἀρκεῖ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι βιώνουμε τὴν «κορύφωση
τῆς νεωτερικότητας» στὴν Ἀνθρωπόκαινο ἐποχή μας, μὲ τὴν ἐπιστήμη
νὰ ἀναζητάει τρόπους μετοίκησής μας σὲ ἄλλους πλανῆτες. Στὸ ἴδιο
πνεῦμα ἀναζήτησης βρίσκεται καὶ ἡ τέχνη. Ἕνα μόνο ἐνδεικτικὸ παράδειγμα
ἀποτελεῖ ἡ ἰδέα τοῦ Ἀργεντινοῦ εἰκαστικοῦ Tomás
Saraceno, ὁ ὁποῖος παρουσίασε τὸ 2011 στὴ Γερμανία τὴν ἐντυπωσιακὴ
ἐγκατάσταση μεγάλης κλίμακας Cloud Cities καὶ στὸ διεθνὲς
ἐρευνητικὸ πρόγραμμά του προτείνει τὴ μετάβαση στὴν Ἀερόκαινο
ἐποχή[11].
Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει ἕνα
μικροσκοπικό, εὔθραυστο ὄν, ἀπέναντι στὰ ἴδια τὰ δημιουργήματά
του, ἔχοντας δεῖ ἀπείρως περισσότερα καὶ πιὸ ἀπίθανα πράγματα ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπο ποὺ περιγράφει ὁ Benjamin, ὁ ὁποῖος μάλιστα ὁδηγήθηκε
στὴν αὐτοκτονία γιὰ νὰ μὴν πέσει στὰ χέρια τῆς Γκεστάπο. Γιὰ πολλοὺς
κριτικούς, ὁ ὑψηλός βαθμὸς ὀπτικότητας τῆς μικρομυθοπλασίας
μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ ὡς καλειδοσκοπικὴ καταγραφὴ τῆς ρέουσας πραγματικότητας
τῶν πολλαπλῶν καὶ ἀντιφατικῶν εἰκόνων, μὲ τὴν ἀρωγὴ καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς ραγδαίας ἐπιστημονικῆς καὶ τεχνολογικῆς
ἐξέλιξης, ποὺ τῆς παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ δίνει τὴν αἴσθηση
τῆς συγχρονίας, τῆς ἀπευθείας ἀνταπόκρισης ἀπὸ τὴ σκέψη (τὴν ὀπτικὴ
γωνία) τῶν συγγραφέων.
Ὁ David Sless[12]
(1981) θεωροῦσε ὅτι ἡ ὀπτικὴ σκέψη εἶναι ἕνας μηχανισμὸς χειρισμοῦ
τοῦ ὀπτικοῦ περιβάλλοντος μὲ σκοπὸ τὴ δημιουργία συγκεκριμένων
νοημάτων καὶ ὅτι ἡ ὅραση εἶναι ἡ ἕδρα τῆς εὐφυΐας καὶ ὁ Rudolf Arnheim (1999) ὅτι ὅραση καὶ σκέψη
εἶναι ἀλληλένδετες λειτουργίες. Διαπιστώσεις ποὺ ὑποφώσκουν στὶς
κυριότερες μελέτες τοῦ φαινομένου (W. Nelles, O. Ette, L. Zavala,
κ.λπ.), ὅπου ἀναφέρεται ὅτι σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ διήγημα ποὺ βρῆκε γόνιμο
ἔδαφος στὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο τοῦ ἰμπρεσιονισμοῦ (π.χ. V. Woolf), ἡ
μικρομυθοπλασία εἴτε βρίσκεται στὸ μεταίχμιο ἰμπρεσιονισμοῦ–ἐξπρεσιονισμοῦ
ἢ ἀντλεῖ δομικὰ καὶ θεματικὰ στοιχεῖα κυρίως ἀπὸ τὸν δεύτερο[13],
ἐκπρόσωπος τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ Kafka. Ἔτσι, ἐλέγχεται ὡς ἀντίδραση
στὸ ρεαλισμὸ ποὺ ἀναπαριστᾶ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα (τὸ «ἐπικαλούμενο
κίνητρο» τῆς [μικρο]μυθοπλασίας) καὶ ὡς ἐπιθυμία νὰ τὴν ἀλλάξει,
διεγείροντας τὴ φαντασία καὶ ἐξερευνώντας νέες δυνατότητες σὲ
τόσο μικρὸ κειμενικὸ χῶρο.
Ἡ ἑρμηνευτικὴ αὐτὴ προσέγγιση δὲ λύνει τὸ θεωρητικὸ
πρόβλημα εὕρεσης ἑνὸς ὁρισμοῦ γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ μικρομυθοπλασία ποὺ
διχάζει τοὺς κριτικοὺς διεθνῶς, ὅπως τοὺς εἶχε διχάσει καὶ τὸν περασμένο
αἰώνα γιὰ τὸ διήγημα καὶ ἀκόμα δὲν ἔχουν καταλήξει. Οὔτε ἀπαντάει
στὴ θεωρητικὴ διαμάχη γιὰ τὸ ἂν εἶναι ἢ δὲν εἶναι νέο εἶδος, ἀλλὰ
φωτίζει τὸ κύριο ἐρευνητικὸ ἐρώτημα: κομίζει κάτι καινούριο καὶ ἂν
ναί, πῶς καὶ γιατί ἀνανεώνει τὴν τέχνη τοῦ λόγου, μέσα ἀπὸ τὴν ἀφαίρεση
καὶ τὴ σύνθετη σκέψη, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει διαχρονικὰ τὴν ἀνθρώπινη
διάνοια καὶ ἱκανοποιεῖ ἤδη ἀπὸ τὸ Διαφωτισμὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς
γνώσης;
Ἡ μικρομυθοπλασία θέτει ἐρωτήματα, τὴ στιγμὴ ποὺ
ὅλα δείχνουν ὅτι ἀναβιώνει ὁ ἠθικὸς προβληματισμὸς καὶ ὅτι ἔχει
παρέλθει ὁ πειραματισμὸς τοῦ μοντερνισμοῦ. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ τρόπου ζωῆς
κι ἑπομένως σκέψης ποὺ σηματοδοτεῖ τὸ διεθνὲς φαινόμενο τῆς μικρομυθοπλασίας,
δικτυώνει συγγραφεῖς καὶ ἀναγνῶστες καὶ ὑποδηλώνει μιὰ συμβολικὴ
συνοχὴ ποὺ προϋποθέτει βαθιὰ γνώση τῆς ἱστορίας τῆς λογοτεχνίας
καὶ τῶν εἰδῶν της καὶ σεβασμὸ στὶς τοπικὲς ἰδιαιτερότητες. Ἀποτελεῖ
δίκτυο καὶ μέσο δικτύωσης καὶ χρήζει ad hoc μελέτης στὸ πλαίσιο τῆς
σύγχρονης κουλτούρας μας ποὺ διαμορφώνεται σταδιακά, μὲ τὴν ἔννοια
τῆς κουλτούρας ἡ ὁποία «εἰσάγει κατευθείαν στὴ συμβολικὴ τάξη, σὲ
αὐτὸ ποὺ ἀγγίζει τὸ νόημα, δηλαδὴ σὲ ὅ,τι δυσκολεύει περισσότερο
τὴ συνεννόηση μας[14]».
Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, τὸ ἑρμηνευτικὸ σχῆμα κίνηση-συναίσθημα
(mocion–emocion) τῆς Νανοφιλολογίας τοῦ Ottmar Ette ὡς πολιτισμικὴ θεωρία,
φαίνεται νὰ προσφέρει μιὰ πρώτη πρακτικὴ ἐφαρμογή.
Τὸν ἀνανεωτικὸ ρόλο τῆς μικρομυθοπλασίας εἶχαν
διακρίνει οἱ ἐπιμελητὲς τῶν πρώτων ἀγγλόφωνων ἀνθολογιῶν τοῦ εἴδους
ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ‘80. Ὁ Irving Howe ἀνέφερε τὸ πόσο τολμηροὶ
πρέπει νὰ εἶναι οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ ἐκτεθοῦν σὲ ἕνα τόσο
μικρὸ κειμενικὸ χῶρο, ὅπου καμία ἀφηγηματικὴ ἀδυναμία δὲν μπορεῖ
νὰ κρυφτεῖ. Καὶ οἱ Robert Shapard καὶ James Thomas στὴν ἀνθολογία τοὺς Sudden Fiction: American Short-Short Stories,
σημείωναν: «Ἡ συμπύκνωση προκαλεῖ κάτι θεμελιῶδες στὴ μορφὴ τῆς
γραφῆς, ποὺ ἀλλάζει τὸ dna της», καὶ «Ἡ πρωταρχικὴ ποιότητα, ὅπως λένε
οἱ Ἀμερικανοὶ συγγραφεῖς μας, εἶναι ἡ ζωή. Ἰδιαίτερα συμπυκνωμένα,
ἰδιαίτερα φορτισμένα, ὑπονομευτικά, πρωτεϊκά, ἐκπληκτικά, ἀνησυχητικὰ
δελεαστικά, αὐτὰ τὰ ὑπερμικρὰ πεζὰ δίνουν μορφὴ σὲ ἀπόμερα σημεῖα
τοῦ χάους καὶ σὲ μία σελίδα κάνουν ὅ,τι κάνει ἕνα μυθιστόρημα σὲ διακόσιες.
Ἐὰν καταφέρνουν νὰ σταματοῦν τὸ χρόνο […], βρίσκονται ἐδῶ γιὰ σᾶς,
πρωτίστως, ὡς ζωντανὲς φωνές.»
Ἡ περιπλάνηση στὸ συναρπαστικὸ κόσμο τῆς σύγχρονης
μικρομυθοπλασίας θεωρῶ ὅτι ἀποκαλύπτει ὅτι αὐτὸς ὁ δαιδαλώδης
διαδικτυακὸς κι ἔντυπος μικρόκοσμος σφύζει ἀπὸ κίνηση, διάνοια
καὶ ζωή, ὡς ἕνα πεδίο συνάντησης, ὄχι μόνο εἰδῶν ἀλλὰ καὶ ἰδεῶν ποὺ μᾶς ἔχουν ἐμφυσήσει,
στοχαστές, ἐπιστήμονες, καλλιτέχνες, πεζογράφοι καὶ ποιητές, πρόδρομοι
καὶ μὴ τοῦ εἴδους. «Κινοῦμαι εἶναι ζῶ», ἔγραφε ὁ Pessoa καὶ ὁ Σεφέρης τὸν
Αὔγουστο τοῦ 1949, σημείωνε: «Τὸ θέμα εἶναι ὄχι ν’ ἀναρωτιέσαι s’il
est question d’être relu,
ἀλλὰ νὰ λές: ἐγὼ θὰ γράψω, κι ὅ,τι θέλει ἂς γίνει, γιὰ νὰ κρατήσω ζωντανό
το πράγμα ποὺ ἐκφράζει τὴ ζωντάνια μου.» Ἰδέες ποὺ δὲν ἀπέχουν ἰδιαίτερα
ἀπὸ τὶς γνωστὲς προτροπὲς τῆς ἐποχῆς μας: «ἄδραξε τὴ μέρα», «ζῆσε τὸ
τώρα», «ἐκφράσου
ελεύθερα», κ.λπ.
Συμπερασματικά, ἡ μικρομυθοπλασία δὲν μπορεῖ νὰ
χαρακτηριστεῖ ὅπως τὸ ρεαλιστικὸ διήγημα ὡς μία «φέτα ζωῆς»[15].
Θεωρῶ ὅτι λειτουργεῖ μᾶλλον ὡς ἕνα ρεῦμα ζωῆς, ἕνα ἀκαριαῖο ἐρέθισμα,
ποὺ σπάει τὴν «παγωμένη θάλασσα μέσα μας», ὅπως ἔλεγε ὁ Kafka γιὰ τὴ
λογοτεχνία, μὲ μικρὲς καὶ συχνὲς δόσεις. Ὅπως σὲ ὅλα τα εἴδη λόγου, ἔτσι
καὶ στὴ μικρομυθοπλασία ὑπάρχουν διακυμάνσεις ὡς πρὸς τὸ ποιοτικὸ
ἀποτέλεσμα. Στὰ ὑποδειγματικὰ κείμενα, ὅμως, ἡ ἀναγνωστικὴ ἀπόλαυση
προκαλεῖ ἀναγκαστικὴ στάση στὸν ἀσύλληπτο ρυθμὸ τῆς ζωῆς μας, ἐφόσον
συχνὰ ὁ χρόνος ἀνάγνωσης εἶναι μικρότερος τοῦ χρόνου ἐγκεφαλικῆς ἐπεξεργασίας,
λόγῳ πυκνῶν νοημάτων, ὑψηλοῦ βαθμοῦ διακειμενικότητας, ἔκπληξης
ἀπὸ τὴ συγγραφικὴ δεινότητα (τόσο μικρὸ καὶ τόσο καλό), ποὺ ὁδηγοῦν
σὲ πολλαπλὲς ἀναγνώσεις. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἄνοιγμα καὶ κλείσιμο στὸ
χρόνο, μιὰ ματιὰ στὸ ἀέναο καὶ ἄχρονο της Ζωῆς καὶ στὴ συσσωρευμένη
γνώση μας τόσων αἰώνων. Μία νύξη γιὰ τὸ τί εἶναι μικρὸ καὶ τί μεγάλο καὶ
στὸ πῶς μπορεῖ νὰ τὴν ἐκφράσει καὶ νὰ παίξει κανεὶς μὲ αὐτὴ
τὴν ἰδέα, τὴν ὁποία ἐπεξεργάστηκε ἰδιαίτερα ὁ G. Bachelard, ἀλλὰ μᾶς δίδαξε καλὰ ὁ
δυτικὸς μοντερνισμός.
μικρομυθοπλασία:
γραφήματα
ΣΤΗΝ
ΕΦΑΡΜΟΓΗ τῆς Google Books NGram Viewer μπορεῖ νὰ δεῖ
κανεὶς πολὺ ἐνδιαφέροντα γραφικὰ ἀνάλογα μὲ τὶς ἀναζητήσεις του
στὴ βάση δεδομένων τῶν βιβλίων στὴν Google, ἂν καὶ σὲ περιορισμένες
γλῶσσες κι ἐθνικὲς γραμματεῖες ἀκόμα (στὴν ἑλληνικὴ καὶ ἰαπωνική,
γιὰ παράδειγμα, δὲν παρέχεται ἡ δυνατότητα).
Ὡστόσο
τί μποροῦμε νὰ δοῦμε:
Game (παιχνίδι) = σταθερὴ ἀπὸ τὸ 1850
ἕως τὸ 1920 ποὺ ἔχουμε μιὰ πρώτη κορύφωση ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ μοντερνισμοῦ,
μικρὴ ὕφεση ἕως τὸ 1964 καὶ ἀνοδικὴ πορεία ἕως τὸ 2008.
Life,death (ζωή, θάνατος) = ἀναζήτηση
γιὰ τὴν περίοδο 1500-2008: ἀπὸ τὸ 1750 σταθερὰ ἀνοδικὰ ἡ ζωή.
minificción (μικρομυθοπλασία στὰ ἱσπανικὰ)
= ἀπὸ τὸ 1981 κατακόρυφη αὔξηση.
microcuento (πολὺ σύντομο διήγημα στὰ
ἱσπανικά) = 1961-1987 σταθερὴ πορεία καὶ ἀπὸ τότε κατακόρυφη αὔξηση.
short-short story (πολὺ σύντομο διήγημα)
1905-1912 ἐμφανίζεται, 1928-1945 κατακόρυφη αὔξηση στὴ χρήση τοῦ ὅρου,
ἔντονες διακυμάνσεις μέχρι τὸ 1960 κι ἔκτοτε μιὰ σταθερὴ ἐμφάνιση
ἕως τὸ 2008.
microfiction (μικρομυθοπλασία) = ἐντυπωσιακὴ
ἡ αὔξηση χρήσης τοῦ ὅρου ἀπὸ τὰ μέσα της δεκαετίας τοῦ 1970 ἕως τὸ
2008.
flash fiction (μικρομυθοπλασία) = ὁμοίως,
ἂν κι ἐδῶ καταγράφονται καὶ κάποιες ἐνδιάμεσες κορυφώσεις
(1892-1926, 1934-1942 καὶ 1981-2008 κατακόρυφη αὔξηση.
micronarratives (μικροαφηγήσεις)= ἡ αὔξηση
εἶναι ραγδαία ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1970 ἕως τὸ 2008.
Προτάσεις
πλοήγησης
Τὸ
τραγούδι τοῦ Jaques Brel (1967) La
chanson des vieux amants (Τὸ τραγούδι
τῶν παλιῶν ἐραστῶν), γιὰ τὸν στίχο «τελικὰ χρειάστηκε πολὺ
ταλέντο γιὰ νὰ γεράσουμε χωρὶς ποτὲ νὰ ἐνηλικιωθοῦμε»
(«Finalement, Il nous fallut bien du talent Pour être vieux sans être
adultes»).
Τὸ
βιβλίο The storyteller τοῦ Walter
Benjamin (στὰ ἀγγλικά).
Τὸ
βιβλίο Ἡ ἱστορία τοῦ ματιοῦ τοῦ Georges Bataille.
Τὸ
βιβλίο Καβουρηδὸν καὶ Παραδρόμως. Μικρὲς σπουδὲς γιὰ τὸ ἄθλημα
τῆς γραφῆς τοῦ Δημήτρη Δημηρούλη.
Ὁ
ὁδηγὸς συγγραφῆς (στὰ ἀγγλικὰ) γιὰ διήγημα καὶ μικρομυθοπλασία τῶν
Hummel H.K. καὶ Lenox Stephanie μὲ τίτλο Short-Form Creative
Writing: A Writer’s Guide and
Anthology, στὸ ὁποῖο γράφουν συγγραφεῖς
ὅπως oι: Matt Bell, Lydia Davis, Natalie Diaz, Amy Hempel, Jamaica Kincaid, Ada Limon, Justin
Torres, and Ocean Vuong. Γιὰ ἐνημερώσεις ἀγγλόφωνων
βιβλίων μὲ συμβουλὲς γιὰ πεζογράφους ἢ ποιητὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακολουθεῖ
τὸ ἰστολόγιο Poets & Writers.
Ἡ
ἀνθολογία μὲ τίτλο 83 Ἱστορίες Μπονζάι γιὰ τὸ Σημεῖο Μηδέν,
σὲ ἐπιμέλεια τῶν Βασίλη Μανουσάκη, Ἡρῶς Νικοπούλου καὶ Ἕλενας Σταγκουράκη.
Διαδίκτυο
Τὸ
ἀφιέρωμα στὰ 100 χρόνια τοῦ Bauhaus τοῦ ἱστολογίου Dazeen
γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴν τέχνη.
Τὰ
δύο ἐκπαιδευτικά, δωρεὰν προγράμματα ἐξ ἀποστάσεως τοῦ Πανεπιστημίου
Harvard γιὰ τὴ Μοντέρνα καὶ τὴν Παγκόσμια Λογοτεχνία, Modern Masterpieces of World Literature
& Masterpieces of World Literature.
Διάρκεια:
8 καὶ 12 ἑβδομάδες ἀντίστοιχα
Διάρκεια
πρόσβασης στὸ πρόγραμμα: Φεβρουάριος-Αὔγουστος 2019.
Γλώσσα:
ἀγγλική.
Διαγωνισμοί
Οἱ
δύο διαγωνισμοὶ τῆς National Flash Fiction Day ποὺ διοργανώνεται
στὴ Μ. Βρετανία κάθε Καλοκαίρι ἀπὸ τὸ 2012:
1. The 2019 Anthology: Μικρομυθοπλασίες
ἕως 500 λέξεις μὲ θέμα «Πόρτες» γιὰ τὴν ἐτήσια διεθνῆ ἀνθολογία ποὺ
ἐκδίδει. Γλώσσα: ἀγγλική, καταληκτικὴ ἡμερομηνία: 15 Μαρτίου
2019, κόστος συμμετοχῆς: £2.50 γιὰ ἕνα, £4.00 γιὰ δύο καὶ £6.00 γιὰ τρία
κείμενα.
2. The 2019 Micro
Fiction Competition: Μικρομυθοπλασίες ἕως 100 λέξεις, ἐλεύθερο θέμα.
Γλώσσα: ἀγγλική, καταληκτικὴ ἡμερομηνία 15 Μαρτίου 2019, κόστος
συμμετοχῆς: £2.00 γιὰ ἕνα, £3.50 γιὰ δύο καὶ £5.00 γιὰ τρία κείμενα.
Ὁ
διαγωνισμὸς Winter 2019, μὲ καταληκτικὴ ἡμερομηνία
31 Μαρτίου 2019, στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα, τοῦ λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ Narrative.
Γιὰ ἄλλους διαγωνισμούς του γιὰ διάφορες κατηγορίες καὶ προθεσμίες
ποὺ τρέχουν, δεῖτε εδώ.
Μάρτιος 2019
[1]. Μπορεῖτε νὰ διαβάσετε ἕνα ἀπόσπασμα στὰ ἀγγλικὰ εδώ.
[2]. Φρὰντς Κάφκα, Τὰ ἡμερολόγια, μτφρ. Ἄ. Βερυκοκάκη, Ἑξάντας, Ἀθήνα, 1998, σελ. 367.
[3]. Φρὰντς Κάφκα, Τὰ μπλὲ τετράδια, μτφρ. Γ. Βαμβαλῆς, Ἑξάντας, Ἀθήνα, 1982, σελ. 58.
[4]. Ρόμπερτ Μούζιλ, Τὸ Μαγεμένο Σπίτι, Ἡ Γκρίτζα, μτφρ.- εἰσαγωγὴ Ἀλ. Ἴσαρης, Ἠριδανός, Ἀθήνα (δὲν ἀναγράφεται ἔτος ἔκδοσης), σελ.19.
[5]. Χόρχε Λουὶς Μπόρχες, Ἅπαντα πεζά, μτφρ. –ἐπιμέλεια- σχόλια Ἀχ. Κυριακίδης, 7η ἔκδοση, Πατάκης, Ἀθήνα, 2009, σσ. 220, 343-5.
[6]. Χούλιο Κορτάσαρ, Ὅλες οἱ φωτιὲς ἡ φωτιά, μτφρ. Γ.Δ.Χουρμουζιάδης, Ὕψιλον, Ἀθήνα, 1984, τὸ ὁμώνυμο διήγημα σὲ μετάφραση τοῦ Δημήτρη Καλοκύρη.
[7]. Χούλιο Κορτάσαρ, Ἱστορίες τῶν Κρονόπιο καὶ τῶν Φάμα, μτφρ. Ἑλ. Χαράτση, Ὕψιλον, Ἀθήνα, 1983.
[8]. Γιῶργος Σεφέρης, Ζήτημα Φωτός, Ὁ Θανάσης Χατζόπουλος ἀνθολογεῖ τὶς Μέρες τοῦ Γιώργου Σεφέρη, Μπάστας – Πλέσσας, Ἀθήνα, 1995.
[9]. Στὴ Διάκριση (1979) ὁ Pierre Bourdieu μελετᾶ ἐξονυχιστικὰ πλῆθος κοινωνικῶν ὁμάδων, ἀναλύει τὸ γοῦστο κι ἐπαναφέρει τὸν homo aestheticus στὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς κοινωνικῆς ἐπιστήμης. Μέσῳ μιᾶς σχεσιακῆς προσέγγισης ὅλων των ἐκφάνσεων τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῆς ἐποχῆς του ἀναλύει τελικὰ τὸ σύνθετο δεσμὸ μεταξὺ κουλτούρας, ἐξουσίας καὶ ταυτότητας. Ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν κόσμο (καὶ ἀπὸ τὸ ρόλο, σύμφωνα μὲ τὸν Goffman) ποὺ παίρνει κανεὶς ὅταν, χωρὶς πνεῦμα σοβαρότητας, παίρνει στὰ σοβαρά το παιχνίδι, μὲ τὴν πλατωνικὴ ἔννοια, ὁδηγεῖ σὲ μιὰ αἰσθητικὴ διάθεση καὶ συνιστᾶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀστικῆς ἐμπειρίας τοῦ κόσμου. Προϋπόθεση γιὰ νὰ τὴ βιώσει κανείς, ὅμως, εἶναι, ἂν ὄχι νὰ «καταστήσει τὴν ὕπαρξή του κάτι σὰν παιδικὸ παιχνίδι, ὅπως ὁ καλλιτέχνης, τουλάχιστον νὰ παρατείνει πολύ, μερικὲς φορὲς καὶ σὲ ὅλη του τὴ ζωή, τὴ σχέση μὲ τὸν κόσμο τῆς παιδικῆς ἡλικίας» (σελ. 96). Ἔτσι μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ ἡ ἀπόλαυσή του νὰ παίζει καλὰ τὸ (πολιτιστικὸ) καὶ κάθε παιχνίδι, μὲ τὴ δική του τέχνη τοῦ παίζειν, μὲ κανόνες ποὺ ὀφείλει νὰ γνωρίζει καλά, γιὰ νὰ μπορεῖ καὶ νὰ τοὺς σπάει. Μιὰ ἀπόλαυση ποὺ τρέφεται μὲ λεπτὲς νύξεις καὶ συσχετισμοὺς καὶ καίει ἀσίγαστα. Ἔτσι διατηρεῖται καὶ ἡ ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐπιβίωση αἴσθηση τῆς διάκρισης, ποὺ ἀποτελεῖ «ἐπίκτητη διάθεση καὶ λειτουργεῖ μὲ τὴ σκοτεινὴ ἀναγκαιότητα τοῦ ἐνστίκτου» (σελ. 538).
Ἰδέα τοῦ Γάλλου στοχαστῆ ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ —ἐκτός των ὁρίων τοῦ μικροαστισμοῦ ποὺ τὴν ἐντάσσει συχνὰ στὴ Διάκριση— σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν homo ludens τοῦ Johan Huizinga τοῦ δυτικοῦ μοντερνισμοῦ.
[10]. Doreen Massey and John Allen (eds), Geography matters - A reader, Cambridge University Press, N. York, 1984.
[11]. Ο Richard Boyd Hauck συγκαταλέγει στὸ βιβλίο του μὲ τίτλο A Cheerful Nihilism (1971), τὸν ἐπίσης πρόδρομο τῆς σύγχρονης μικρομυθοπλασίας Donald Barthelme, στοὺς κορυφαίους Ἀμερικανοὺς συγγραφεῖς τοῦ παράδοξου καὶ τοῦ ἀνατρεπτικοῦ χιοῦμορ, ὡς «εὐδιάθετο μηδενιστή», μαζὶ μὲ τοὺς Melville, Mark Twain καὶ James Thurber καὶ τὸν συνδέει μὲ τὸν Kafka καὶ τὸν Camus. Στὸ διήγημά του μὲ τίτλο «The Balloon»(πρώτη ἔκδοση 1968) ὁ Barthelme περιγράφει τὶς ἀντιδράσεις τῶν Νεοϋορκέζων τῆς ἐποχῆς ὅταν ἐμφανίζεται ἕνα τεράστιο μπαλόνι στὸν οὐρανὸ τῆς πόλης καὶ πῶς κάποιοι ἐκδηλώνουν τὴν ἐπιθυμία τους νὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι μέσα σὲ αὐτὸ καὶ νὰ αἰωροῦνται. Μιὰ ἱστορία ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ διαβαστεῖ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν Μειωμένη Βαρύτητα τῆς Kara Oakleaf.
[12]. David Sless, Learning and Visual Communication, Halsted Press, N. York –London, 1981.
[13] . Ἐξπρεσιονισμός: καλλιτεχνικὸ κίνημα ποὺ πρωτοεμφανίστηκε στὴ Γερμανία στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ἀνήκει στὴν καλλιτεχνικὴ πρωτοπορία καὶ συνδέεται μὲ τὸ μοντερνιστικὸ κίνημα. Στὴ λογοτεχνία προκύπτει ὡς ἀντίδραση στὸ ρεαλισμό, τὸ νατουραλισμὸ καὶ τὸ συμβολισμό. Ἡ ἐπαναστατικότητά του ἔγκειται στὴν ἄρνηση τῆς ἀληθοφάνειας καὶ τῆς πιστῆς ἀναπαράστασης τῆς πραγματικότητας. Προβάλλει τὴν ἐμπειρικὴ γνώση μέσῳ τῆς φαντασίας, ἐκφράζει τὴν ἔκσταση καὶ τὴν ἀπόγνωση τοῦ ἀνθρώπου στὶς μεγαλουπόλεις καὶ στὶς μηχανές. Ἡ ἐξπρεσιονιστικὴ διακήρυξη τῆς διάλυσης καὶ τῆς ἀναγέννησης τῆς κοινωνίας ἐμφανίζεται ὡς ἀντιπολεμικὴ ὀξύτατη κοινωνικὴ κριτική.
[14]. Denys Cuche, Ἡ ἔννοια τῆς κουλτούρας στὶς κοινωνικὲς ἐπιστῆμες, μτφρ. Φ. Σιάτιστας, Τυπωθήτω, Ἀθήνα, 2001, σελ. 13.
[15]. Θανάσης Θ. Νιάρχος (ἐπιμέλεια), Ἀνθολογία τοῦ Ἑλληνικοῦ Διηγήματος, Καστανιώτης, Ἀθήνα, 2009.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Προηγήθηκαν:
Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Tania Hershman (Ἰανουάριος 2019).
Δελτίο#4: Μικρομυθοπλασία: ἡ κορυφὴ ἑνὸς παγόβουνου (ἰριδισμοὶ
τοῦ μικροῦ) (Νοέμβριος 2018).
Δελτίο#3: Ἡ μικρομυθοπλασία στὸ μικροσκόπιο: ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν Μπραγκάνζα, τὸ Σὲν Γκάλεν καὶ τὴ Λισαβόνα (Σεπτέμβριος 2018).
Δελτίο#2: Ἡ μικρομυθοπλασία παντοῦ: ἀπὸ τὸν Αἴσωπο, τὸν Ὅμηρο καὶ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία ἕως σήμερα. (Ἰούλιος 2018).
Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Διεθνὲς Συνέδριο Μικρομυθοπλασίας (2014)
καὶ τὰ Πρακτικά του (2017) (Μάϊος 2018).
καὶ
Νέα: 07-05-2018. Ἡ μικρομυθοπλασία παντοῦ! Μιὰ νέα στήλη!
Δήμητρα Ἰ. Χριστοδούλου (Γιοχάνεσμπουρκ, 1971). Διήγημα, Μετάφραση, Μελέτη. Μεταπτυχιακὴ εἰδίκευση στὴν Πολιτιστικὴ Διαχείριση στὸ Παντεῖο. Ἀπόφοιτη Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ, Τμῆμα Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν, ΕΑΠ. Ἀπόφοιτη Ἰσπανικοῦ Πολιτισμοῦ, Πανεπιστήμιο Menendez Pelayo, Santander. Μεταφράστρια, Βρετανικὸ Συμβούλιο καὶ Ἰνστιτοῦτο Γλωσσολογίας, Λονδίνο.
Εἰκόνα: Ἡ πορεία τοῦ ὅρου microfiction στὴν βιβλιοπαραγωγὴ τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1850-2000. Γράφημα ἀπὸ τὸ Google Books NGram Viewer.
Κατηγορίες: Χριστοδούλου Δήμητρα Ἰ., Μικρομυθοπλασία, Ἀναφορές.
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου