ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, παιδάκι δέκα χρονῶν, ἔβλεπε
κάθε βράδυ τὸ ἴδιο ὄνειρο. Ἄγνωστοι ἄντρες ὁπλισμένοι, μὲ στολὲς καὶ
κουμπούρια, ἔμπαιναν στὸ σπίτι καὶ τὸν κυνηγοῦσαν. Μαζί τους, πρώτη καὶ
καλύτερη, ἡ μητέρα του. Ὁ πατέρας πάντα ἔλειπε ἀπ’ τὸ σπίτι, δὲν
μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει. Ἀδέρφια δὲν εἶχε. Ἄκουγε τὰ ποδοβολητὰ ἀπ’
τὶς βαριὲς μπότες καὶ κουλουριαζόταν κάτω ἀπ’ τὸ κρεβάτι. Ὅποτε ἀνακάλυπταν
τὴν κρυψώνα του, τὸ ἔσκαγε ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα στὴν αὐλή, καὶ ὅλη τὴ νύχτα
περιπλανιόταν μονάχος στὴν πόλη. Τό ‘βλέπε καὶ δὲν φοβόταν πιά, εἶχε
συνηθίσει. Ἤξερε ὅτι αὐτὸς ὁ τρόμος εἶναι ψεύτικος
. Καὶ κάθε φορὰ ἄνοιγε ἀπότομά τα μάτια του, τὴ μιὰ καθισμένος στὴ λεκάνη τῆς τουαλέτας, τὴν ἄλλη σὰν στήλη ἅλατος στὴ μέση του διαδρόμου, μπροστὰ στὸν ἄδειο καθρέφτη τοῦ πὸρτ-μαντώ. Ἄλλες φορές, κοιμισμένο μὲ τὰ μάτια ὀρθάνοιχτα, τὸν ἔπαιρνε ἡ μαμά του προσεχτικὰ ἀπ’ τὸ χεράκι γιὰ νὰ μὴν ξυπνήσει καὶ τὸν πήγαινε σιγὰ-σιγὰ πίσω στὸ κρεβάτι του. Τὸ ἄλλο πρωὶ δὲν θυμόταν τίποτα. Ὅμως κάποιο βράδυ τὰ πράγματα σοβάρεψαν. Δὲν ξέρει πῶς, ἄνοιξε τὴν ἐξώπορτα, κατέβηκε τὰ τρία σκαλοπάτια καὶ βγῆκε στὸ δρόμο. Τὸ πρωὶ μιὰ γειτόνισσα τὸν βρῆκε μὲ τὰ ἐσώρουχα ἀκουμπισμένο στὴν κολώνα. Τὴν κοίταζε στὰ μάτια μὰ δὲν ἔβλεπε, τοῦ φώναξε μὰ δὲν ἄκουγε. Τὸν ἔπιασε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τὸν πῆγε πίσω στὸ σπίτι του. Ἀπὸ τότε, ἡ ἐξώπορτα τὰ βράδια κλείδωνε, καὶ ἔξω ἀπ’ τὸ δωμάτιο βάζανε ἕνα βρεγμένο ταπέτο. Ξυπνοῦσε πάνω σ’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνειρο ἔμενε στὴ μέση.
. Καὶ κάθε φορὰ ἄνοιγε ἀπότομά τα μάτια του, τὴ μιὰ καθισμένος στὴ λεκάνη τῆς τουαλέτας, τὴν ἄλλη σὰν στήλη ἅλατος στὴ μέση του διαδρόμου, μπροστὰ στὸν ἄδειο καθρέφτη τοῦ πὸρτ-μαντώ. Ἄλλες φορές, κοιμισμένο μὲ τὰ μάτια ὀρθάνοιχτα, τὸν ἔπαιρνε ἡ μαμά του προσεχτικὰ ἀπ’ τὸ χεράκι γιὰ νὰ μὴν ξυπνήσει καὶ τὸν πήγαινε σιγὰ-σιγὰ πίσω στὸ κρεβάτι του. Τὸ ἄλλο πρωὶ δὲν θυμόταν τίποτα. Ὅμως κάποιο βράδυ τὰ πράγματα σοβάρεψαν. Δὲν ξέρει πῶς, ἄνοιξε τὴν ἐξώπορτα, κατέβηκε τὰ τρία σκαλοπάτια καὶ βγῆκε στὸ δρόμο. Τὸ πρωὶ μιὰ γειτόνισσα τὸν βρῆκε μὲ τὰ ἐσώρουχα ἀκουμπισμένο στὴν κολώνα. Τὴν κοίταζε στὰ μάτια μὰ δὲν ἔβλεπε, τοῦ φώναξε μὰ δὲν ἄκουγε. Τὸν ἔπιασε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τὸν πῆγε πίσω στὸ σπίτι του. Ἀπὸ τότε, ἡ ἐξώπορτα τὰ βράδια κλείδωνε, καὶ ἔξω ἀπ’ τὸ δωμάτιο βάζανε ἕνα βρεγμένο ταπέτο. Ξυπνοῦσε πάνω σ’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνειρο ἔμενε στὴ μέση.
Τὰ ἀπογεύματα τὸ στενὸ γέμιζε ἀπὸ παιδιά, τὰ πιὸ πολλὰ ἀγόρια.
Παίζανε μπάλα, κάνανε φασαρία καὶ τσακώνονταν. Μόλις νύχτωνε σταματοῦσαν
κουρασμένα τὸ παιχνίδι καὶ γύρναγαν στὰ σπίτια τους. Μιὰ κολώνα τοῦ
δήμου στὴ μέση φώτιζε τὴ γειτονιά. Αὐτὸς συνήθως καθόταν στὸ πεζούλι
μέχρι ἀργὰ καὶ ἔμπαινε τελευταῖος μέσα. Κάποιες φορὲς τοῦ ἔκανε παρέα
ἕνα ξανθὸ κορίτσι. Ἦταν δυὸ-τρία χρόνια μεγαλύτερη, καινούργια στὴ
γειτονιά, ἔμενε λίγο παραπάνω, σ’ ἕναν κάθετο δρόμο. Ὁ πατέρας
της ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ, μόνιμος, πέρσι εἶχαν ἔρθει μὲ μετάθεση
στὴν πόλη. Ἦταν μοναχοπαίδι, παράξενη κοπέλα, μοναχική, ἴσως καὶ
λίγο ντροπαλή. Δὲν εἶχε πολλὲς φιλίες μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, οὔτε μὲ ἀγόρια
οὔτε μὲ κορίτσια, δὲν ἔπαιζε μαζί τους, οὔτε κουβέντιαζε πολύ, καθόταν
μόνη της στὴν ἄκρη καὶ κοιτοῦσε. Ἀργοῦσε κι αὐτὴ τὰ βράδια νὰ μαζευτεῖ
στὸ σπίτι, κάποια στιγμὴ ἔβγαινε στὸ μπαλκόνι ἡ μητέρα της καὶ τῆς φώναζε.
Εἶχε πάει μεσάνυχτα καὶ καθόντουσαν ἀκόμα στὰ σκαλοπάτια. «Εἶσαι
ἀκόμα ὑπνοβάτης;» τὸν ρώτησε ξαφνικά. Γύρισε καὶ τὴν κοίταξε. Μαγκώθηκε.
Μετὰ ἀπὸ λίγο κούνησε ἀρνητικὰ τὸ κεφάλι του καὶ κοίταξε ἀλλοῦ, ἴσως
καὶ νὰ κοκκίνισε λιγάκι. Αὐτὴ πῶς τὸ ἤξερε, ἦταν τὸ οἰκογενειακό
τους μυστικό, δὲν τὸ κουβέντιαζε μὲ κανέναν, ἔτσι τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ δικοί
του, ἀλλὰ καὶ κανένας μέχρι σήμερα δὲν τὸν εἶχε ρωτήσει. «Δὲν βγαίνεις
πλέον τὰ βράδια ἀπὸ τὸ σπίτι σου κοιμισμένος;» συνέ-χισε αὐτὴ χαμογελώντας.
«Ὄχι, δὲν βγαίνω, καὶ σένα τί σὲ νοιάζει;» τῆς ἀπάντησε τσαντισμένος
καὶ σηκώθηκε νὰ φύγει.
Ἐκεῖνο
τὸ βράδυ, εἶπε, ἔνιωθε περίεργα καὶ δὲν εἶχε ὕπνο. Καθόταν μόνη
της στὸ μπαλκόνι καὶ περίμενε νὰ ξημερώσει. Μέσα ἡ μητέρα της κοιμόταν,
ὁ πατέρας της ἔλειπε ἀπ’ τὸ σπίτι γιὰ ὑπηρεσία. Τότε τὸν εἶδε. Προχωροῦσε
ἀργὰ στὸ πεζοδρόμιο καὶ σταμάτησε στὴ γωνία. Ὁ δρόμος ἦταν ἄδειος,
οὔτε ἁμάξια, οὔτε ἄνθρωποι, παντοῦ ἐρημιὰ καὶ σκοτάδι. Κοιτοῦσε πρὸς
τὸ μέρος της, τοῦ ἔκανε νόημα, ψὶτ-ψίτ, μὰ αὐτὸς χαμπάρι δὲν πῆρε. Τότε
κατέβηκε κάτω ὅπως ἦταν, μὲ τὶς πιτζάμες γεμάτες αἵματα καὶ πῆγε
πρὸς τὸ μέρος του. Τὴν κοιτοῦσε στὰ μάτια, μὰ δὲν τὴν ἔβλεπε. Αὐτὴ νόμισε
ὅτι ἔκανε γιὰ πλάκα τὸν ὑπνοβάτη καὶ τοῦ χαμογέλασε. Μόνο ποὺ δὲν εἶχε
τὰ χέρια τεντωμένα, ὅπως εἶχε δεῖ σὲ μιὰ ταινία στὴν τηλεόραση. Τὸν
ἔπιασε ἀπ’ τὸ χέρι, πέρασαν τὸν δρόμο καὶ ἀνέβηκαν στὸ σπίτι. Ἤθελε
νὰ τοῦ δείξει τὸ δωμάτιό της, ρὸζ οἱ τοῖχοι του καὶ γεμάτοι πριγκίπισσες,
νεράιδες καὶ βασιλόπουλα. Τοῦ ἔδειξε καὶ τὸ κρεβάτι της, ἦταν γεμάτο
αἵματα. Δὲν ἤθελε νὰ ξυπνήσει τὴ μαμά της ἀκόμα —πονοῦσε καὶ ἡ κοιλιά
της πολύ— θὰ τῆς τὸ ἔλεγε τὸ πρωί. Φοβόταν καὶ μήπως τὴ μαλώσει. «Νά,
κοίτα τοῦ εἶπε, ἀπὸ ἐδῶ βγῆκε» κατέβασε τὰ ροῦχα της καὶ τοῦ ἔδειξε
τὴν πληγή. Αὐτὸς ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ τὴν ἀκούμπησε. Ζεστὸ αἷμα κύλησε
στὰ δάχτυλά του, αἱμορραγοῦσε ἀκόμα. «Μὲ κυνηγοῦνε», τῆς εἶπε τρομαγ-μένος,
«ἂν μὲ πιάσουν θὰ μὲ σκοτώσουν» κι ἔτρεμε ὁλόκληρος. Τοῦ εἶπε ὅτι κι
αὐτὴ φοβᾶται πολὺ καὶ τὸν ἀγκάλιασε. Τὴν ἀγκάλιασε κι αὐτός…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου