|
Στὴ μνήμη Γιώργη Βασιλόπουλου
«ΡΕ, γύρνα πίσω σοῦ λέου»
εἶπε κοφτὰ ὁ γέρος.
«Θέλω νά ’ρθω κι ἐγὼ» ἀντιμίλησε τὸ παιδί.
«Εἶσαι μικρὸς ἀκόμα.»
«Ἐγὼ θέλω νά ’ρθω.»
«Μίλησα.»
«Θά ’ρθω, θά ’ρθω θά ’ρθω.»
Ὁ
γέρος σπιρούνισε τ’ ἄλογο. Τὸ παιδὶ ἄνοιξε τὸ βῆμα του γιὰ νὰ τὸν προλάβει.
Ὅμως, ὁ γέρος ἔσμπηξε τὰ παπούτσια του στὴν κοιλιὰ τοῦ ζωντανοῦ μὲ μεγαλύτερη
ὁρμὴ κι ὀργή. Ἔλπιζε ὅτι μετὰ τὸ Ἀνάθεμα —Ἀνάθεμα τὸ γονιό του! — ὁ
μικρὸς θὰ κουραζότανε καὶ θὰ γυρνοῦσε πίσω. Τὸ παιδὶ ὅμως δαγκωνότανε
κι ὅλο ἔτρεχε γιὰ νὰ τὸν προκάνει.
Μέχρι τὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ δὲν ἔβγαλαν ἄχνα. Ὁ μεγάλος γιὰ νὰ μὴν ἀκουστεῖ
κι ὁ μικρὸς γιὰ νὰ μὴ νευριάσει ὁ πατέρας του. Ὅμως, βαθιὰ μέσα του πίστευε
πὼς σὲ λίγα μέτρα ὁ γέρος θὰ μαλάκωνε, θὰ κοντοστεκόταν, θὰ τοῦ ’λεγε
«Σάλτα πάνου, ρέ!» καὶ τὸ ὄνειρό του θὰ γινόταν, ἐπιτέλους, πραγματικότητα.
Θὰ πήγαινε μαζί του γιὰ πρώτη φορὰ στὸ πανηγύρι.
Τ’ ἄλογο πέρασε καὶ τὰ τελευταῖα σπίτια σχεδὸν καλπάζοντας.
Ὁ
γέρος εἶχε ξεχαστεῖ, σίγουρος ὅτι εἶχε ξεμπλέξει ἀπὸ τὸν μπελά, ὅταν
ἄκουσε ξαφνικὰ τὸ παιδί, ποὺ εἶχε κόψει δρόμο, νὰ βαριανασαίνει πίσω
του.
«Δὲ θὰ τοῦ περάσει» σκέφτηκε καὶ καμουτσίκησε τὸν Ντορή του.
Ἔτρεχε
τ’ ἄλογο, ἔτρεχε καὶ τὸ παιδί.
Τ’ ἄλογο ἄρχισε νὰ χλιμιντράει ἀπὸ τὴν πίεση τῆς καπιστράνας.
Τὸ παιδὶ ἔνιωθε νὰ τοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα, ἀλλὰ τό ’χε βάλει πεῖσμα νὰ
τὸν φτάσει στὴ στροφή.
«Γύρνα πίσω τὸν ἀντιλαδό σου μὴ σὲ κιόσω(1) γιὰ παιδὶ» τοῦ φώναξε
φτάνοντας στὶς Καστανιές.
Ὅμως,
ἐκεῖνος ὁ μπελὰς συνέχιζε.
«Ἤτανε σκληρὸ καρύδι, ἀλλὰ θὰ γίνει τουλάχιστο ντερβισόπαιδο
ὅταν μεγαλώσει» σκέφτηκε ὁ γέρος μὲ κρυφὴ πατρικὴ περηφάνια.
Μὲ τὰ πολλά, ὅμως, σὰν εἶδε ὅτι δὲ θὰ κατάφερνε τίποτα μὲ τ’ ἄγριο,
μαλάκωσε μόνε-μόνε(2).
«Γύρνα πίσω, ρὲ Γιώρη, θὰ σὲ ψάχνει ἡ μάνα σου καὶ θὰ σ’ ἀναζητᾶνε
τ’ ἀδέρφια σου. Γύρνα πίσω ρέ, κι ἐγὼ θὰ σοῦ πάρω πράματα» ὑποσχέθηκε
μαλακωμένος.
Ὁ
μικρὸς μὴν μπορώντας ν’ ἀνασάνει ἀπὸ τὴν τρεχάλα, κι ὄχι ἐπειδὴ πίστεψε
τὸν πατέρα του, στάθηκε γιὰ λίγο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
Βλέποντας τὸν μικρὸ νὰ κοντοστέκεται, καὶ νιώθοντας περηφάνια
ποὺ ἐπιβλήθηκε γι’ ἄλλη μιὰ φορά, ὁ γέρος βίτσισε τ’ ἄλογο καὶ σκαπέτησε
στὴ δημοσιά.
Τὸ παιδί, σὰν εἶδε τ’ ἄλογο νὰ χάνεται στὴ στροφὴ καὶ στὴν πρωινὴ
πάχνη, τὸ ἔπιασε ἕνα παράπονο, ποὺ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ θὰ ἔχανε τὸ πανηγύρι,
κι ἕνα μπουρί(3), ποὺ τὰ ξαδέρφια του πάλι θὰ τὸν κορόιδευαν καὶ θὰ τοῦ
τὸ κοπανάγανε κάθε λίγο καὶ λιγάκι. Δαγκώθηκε γιὰ νὰ μὴν κλάψει, ἀλλὰ
βαθιὰ μέσα του ἤθελε νὰ πεθάνει. Μόνο ποὺ δὲν ἤξερε πῶς. Ἄρχισε νὰ
βουρκώνει. Ὅλα θόλωσαν. Ὅμως μὲ τὴν ἄκρη τῶν δακρυσμένων ματιῶν του
τὶς εἶδε νὰ πρασινίζουν προκλητικὰ μπροστά του, σχεδὸν παρακαλώντας
τον. Παρακαλώντας τον νὰ κυλιστεῖ πάνου τους. Πάνου στὶς ψωμωμένες
παπούλες(4), ποὺ ἦταν ἕτοιμες νὰ μαζευτοῦν. Σύντομα, μπορεῖ κι αὔριο
κιόλας, ὁ πατέρας του θὰ ἔπαιρνε τὰ ἀδέρφια του καὶ τὰ ξαδέρφια του
στὸ χωράφι μὲ τὶς παποῦλες γιὰ νὰ τὶς κόψουν. Κι ἐκεῖ θ’ ἀνακοίνωνε ὅλο
περηφάνια τὰ νέα γιὰ τὸ καμάρι του. «Μέχρι ἐδῶ ἔφτασε ὁ ἀθεόφοβος.
Μέχρι τὶς Καστανιές. Εἶδα κι ἔπαθα, γιὰ παιδί, νὰ τόνε γυρίσω πίσω.
Ἤθελε ἡ ἀφεντιά του, μισὴ μερίδα ἄντρωπος, πανηγύρι.» Ἄκουγε ἤδη
τὰ αὐριανὰ περιγέλια τους καὶ τὰ πειράγματά τους.
Ἔ
ὄχι! Δὲ θὰ τοῦ πέρναγε τοῦ γέρου. Δὲ φτάνει ποὺ δὲν πῆγε στὸ πανηγύρι,
δὲ φτάνει ποὺ θὰ δούλευε σκληρὰ αὔριο, θὰ γινότανε καὶ περίγελος;
Ξαπλάρωσε τέντα-ρέντα στὴν ἀνηφόρα κι ἄρχισε νὰ κυλιέται κατὰ
τὸν κατήφορο. Ἕνα ὁλόκληρο λεπτὸ τοῦ πῆρε μέχρι νὰ φτάσει ἀπὸ τὴ μιὰ
ἄκρη στὴν ἄλλη, ἕνα λεπτὸ ποὺ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ τοῦ στεγνώσει τὰ μάτια
καὶ νὰ τοῦ δώσει τὴ δύναμη νὰ ξανανέβει στὴν πάνου μεριά, νὰ ξαπλώσει
ξανὰ τέντα-ρέντα καὶ νὰ κυλιστεῖ ξανὰ κατὰ τὸν κατήφορο καὶ ξανὰ καὶ
ξανὰ καὶ ξανὰ μέχρι ποὺ ἔφτασε στὶς φραγκοσυκιὲς τοῦ μπάρμπα του στ’ ἀνατολικὸ
σύνορο.
Τὸ μπουρί του εἶχε γίνει καπινός. Οἱ παποῦλες ἴσωμα.
Ἔτριψε
τὰ μάτια του, σφούγγισε τὴ μύτη του, ἅπλωσε τὰ χέρια του κι ἄρχισε νὰ
στροβιλίζεται σ’ ἕνα χορὸ ἔκστασης καὶ μέθης. Μαζί του ἄρχισαν νὰ
στροβιλίζονται γύρω του τὰ λιόφτα, τὰ κυπαρίςσσα κι οἱ φραγκοσυκιές,
ποὺ ἔγιναν μεμιᾶς πουλητάδες, ἀλογάδες, καλατζῆδες καὶ παστελάδες.
Κι ἔγινε ξαφνικὰ ἕνα πανηγύρι τὸ χωράφι μὲ τὶς πατημένες παποῦλες.
Θά ’λεγε λοιπόν, στὰ ξαδέρφια του πὼς εἶχε πάει τὸ πανηγύρι σὲ κεῖνον
καὶ τὰ εἶδε οὗλα. Μέχρι καὶ πράματα ἀγόρασε. Ἐκεῖνα ποὺ θά ’φερνε ὁ
πατέρας του, ὅπως τοῦ ὑποσχέθηκε πρὶν σκαπετήσει.
Χαμογέλασε πονηρά, ἔσαξε τὰ πρασινισμένα σκουτάκια(5) του
καὶ συνέχισε νὰ στροβιλίζεται χαρούμενος σὰ μικρὸς περήφανος ντερβίσης
στὸ μαλακὸ χωράφι μὲ τὶς πατημένες παποῦλες.
(1) τελειώσω, σκοτώσω.
(2) λίγο-λίγο.
(3) γινάτι.
(4) λαθούρι, τὸ φυτὸ τῆς φάβας.
(5) ροῦχα.
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο Γιὰ μιὰ χούφτα ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις (ἐκδ. Γαβριηλίδης, 2015). ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Φωτεινή Βασιλοπούλου. Σπούδασε Ἀγγλικὴ καὶ Ἑλληνικὴ Φιλολογία. Ζεῖ στὴν Καλαμάτα καὶ ἐργάζεται στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση. Πρῶτο της βιβλίο Γιὰ μιὰ χούφτα ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις (ἐκδ. Γαβριηλίδης, 2015).
|
This post is
ad-supported
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου