|
ΣΤΙΣ ΕΝΝΕΑ τὸ πρωῒ χτύπησε ἡ καμπάνα. Ἦταν μιὰ
μικρὴ καμπάνα, ὁ ἦχος ἐρχόταν κατὰ ριπές, σὲ ψιλὲς νότες, σύμφωνα μὲ
τὸ κατὰ πῶς τὸν μετέφερε χαρούμενα ἢ τὸν διέσπειρε ὁ ἄνεμος. Στὸν οὐρανὸ
ὁ ἥλιος τοῦ Ἀπριλίου. Ἡ θάλασσα ἦταν πολὺ ταραγμένη. Οὔρλιαζε ἀφρισμένη
στὸν ἥλιο.
Κάποιος πρόβαλλε στὴν πόρτα, κάποιος ἄλλος σταμάτησε τὸ βάδισμά
του. Τὸ Βιαρέτζο ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἑξακόσια σπίτια, ὅλα δίπλα
στὴ θάλασσα, ἕνα ἡμικύκλιο μὲ γλυκιὰ καμπή, ἑξακόσια σπίτια ναυτικῶν,
ἰσόγεια, ποὺ κατοικοῦνταν ἀπὸ γυναῖκες, παιδιὰ καὶ γέρους ναυτικοὺς
μὲ τὸ ζωνάρι δεμένο γύρω ἀπὸ τὴ μέση καὶ τὰ γένια ἄκοπα παρ’ ὅτι ἦταν
Κυριακή. Οἱ νέοι καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἶναι στὴ θάλασσα.
Τὸ Βιαρέτζο δὲν ἔχει λιμάνι, εἶναι, τὸ ἐπαναλαμβάνω, μιὰ παραλία
μὲ κλίση πρὸς τὴ θάλασσα, ἔχει ἀντίθετα ἕναν μόλο καὶ μιὰ μαρίνα γιὰ
τὶς ψαρόβαρκες.
Στὸ Βιαρέτζο εἶναι ὅλοι ναυτικοί. Φυσικὰ ὁ χασάπης, ὁ ράφτης
κτλ δὲν εἶναι ναυτικοί, ὅμως ὁ χασάπης ἔχει γιὸ πλοίαρχο καὶ ὁ ἴδιος
τὴ μισὴ ἑβδομάδα κάνει τὸν ψαρά. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι.
Ἦταν
μιὰ μέρα τοῦ Ἀπριλίου μὲ τὸν ἥλιο τόσο γλυκὸ καὶ τὴν θάλασσα, ἀντίθετα,
ταραχώδη, μεγάλα ἀφρισμένα κύματα ἔσπαγαν στὴν παραλία, ὁ μικρὸς
μόλος ἔμοιαζε κάθε φορὰ νὰ καταπίνεται ἀπὸ τὸ κύμα ποὺ ἔπεφτε πάνω
του.
Στὸ καμπαναριὸ ἡ μικρὴ καμπάνα συνέχιζε νὰ σφυροκοπάει. Ὅλοι
καὶ ἀπὸ τὰ ἑξακόσια σπίτια πήγαιναν πρὸς τὴν παραλία, γιατὶ ἡ εἴδηση
εἶχε ἤδη φτάσει, ὅτι ἕνα σκάφος εἶχε ναυαγήσει μπροστὰ στὴν παραλία.
Πράγματι μία γκουλέτα διακοσίων τόνων εἶχε ἤδη τὴν πλώρη κάτω
ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ ὅταν τὸ κύμα τὴν πλησίαζε, τὴν σκέπαζε ὁλόκληρη, μόνο
τα κατάρτια ἔμεναν ἐλεύθερα.
Τὸ σκάφος ἦταν στὴ μέση τῆς παραλίας τοῦ Βιαρέτζο, σὲ ἀπόσταση
ὄχι μεγαλύτερη ἀπὸ ἑκατὸν σαράντα μέτρα ἀπὸ τὴν ἀκτή.
Οἱ γηραιότεροι κατάλαβαν ὅτι τὸ σκάφος ἦταν χαμένο, ἕνα κατάρτι
δὲν ὑπῆρχε πιά, εἶχε μείνει μόνο τὸ πιὸ ψηλό. «Ἀλλὰ ποιανοῦ ἦταν τὸ
σκάφος; Ἀπὸ ποῦ ἦταν;». Ἦταν ἀπὸ τὸ Βιαρέτζο. Οἱ γηραιότεροι τὸ εἶδαν
ἀμέσως. Τὸ σιγοψιθύρισαν. Ἦταν τὸ Καρολίνα
φορτωμένο μάρμαρο. Πιάστηκε στὴν καταιγίδα τὴ νύχτα, κατευθύνονταν
στὴν Νορλίτζα, εἶχαν προσπαθήσει νὰ μποῦν στὸ Βιαρέτζο, στὸ χωριό
τους, νὰ χωθοῦν στὸ κανάλι. Ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας ἔχασαν τὸ
τιμόνι, τοὺς ἔσπασε τὸ κατάρτι τὴ πλώρης.
Οἱ ἕξι ναυτικοὶ τοῦ πληρώματος ἦταν τώρα ὅλοι ὄρθιοι γύρω ἀπὸ
τὸ κεντρικὸ κατάρτι στὴ μέση ὅπου βρίσκεται ὁ ἐξώστης γιὰ τὰ φανάρια,
φαίνονται καλά, μποροῦσαν νὰ τοὺς μετρήσουν.
Ἦταν
ὑποχρεωμένοι νὰ σκαρφαλώσουν ἐκεῖ γιατί τὸ σκάφος βυθιζόταν, βαρύ,
ὅλο καὶ περισσότερο στὴν ἄμμο. Καὶ τὰ κύματα τοὺς χάιδευαν τὰ πόδια,
τοὺς πιτσιλοῦσαν, κάποιο τοὺς πλησιάζει.
Ἦταν
ἕξι, ὅλο τὸ πλήρωμα, ἀκόμα καὶ ὁ ναύτης καταστρώματος.
Οἱ γέροι μιλᾶνε, τοὺς ἐμψυχώνουν, οἱ ἕξι ναυτικοὶ εἶναι στὰ ἑκατὸν
σαράντα μέτρα. Ἀνάμεσα στὰ κύματα κάνουν σήματα μὲ τὰ χέρια. Τρέχουν
οἱ γέροι στὶς βάρκες, διαλέγουν μιὰ ψαρόβαρκα μὲ ἕξι κουπιὰ ποὺ λόγῳ
τῆς κακοκαιρίας εἶχε τοποθετηθεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν κυματοθραύστη.
Σπρώχνουν ὅλοι μαζὶ τὴ βάρκα ποὺ κυλάει στοὺς στρογγυλοὺς πασσάλους
ποὺ ἔχουν τοποθετεῖ ἀπὸ κάτω της, ἐπιλέγονται ποιοί πρέπει νὰ ἀνέβουν
γιὰ νὰ πλησιάσουν τὸ Καρολίνα.
Οἱ πιὸ δυνατοί. Σφίγγουν καλὰ τὸ ζωνάρι.
Οὐρλιάζουν οἱ γυναῖκες: «Εἶναι ἐκεῖνοι τοῦ Καρολίνα.»
Οἱ μητέρες, οἱ γυναῖκες, τὰ παιδιὰ αὐτῶν τῶν ἕξι εἶναι στὴν παραλία.
Ἀπὸ
ἀπέναντι οἱ ναυτικοὶ κουνοῦσαν τὰ χέρια. Κάθε τόσο ὁ ἄνεμος ἔφερνε
τὴ φωνή τους. Ἦταν ἀγκαλιασμένοι ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο καὶ ὅλοι μαζὶ στὸ
κεντρικὸ κατάρτι, φοροῦσαν ὅλοι πουκάμισο, δὲν ἤξερε κανεὶς γιατί.
Τὸ ρεῦμα, ὁ ἄνεμος, τὰ κύματα εἶχαν σπρώξει τὸ ἀκυβέρνητο σκάφος
πρὸς τὴν παραλία. Τὸ σκάφος μὲ φορτίο μάρμαρο εἶχε ἐξοκείλει, γέμιζε,
βυθιζόταν ὅλο καὶ περισσότερο. Κράτησε λίγα λεπτά. Οἱ ναυτικοὶ αὐτόματα
εἶχαν ἀνέβει στὸ μοναδικὸ κατάρτι. Δὲν ἦταν περισσότερο ἀπὸ ἑκατὸν
σαράντα μέτρα μακριά.
Οἱ γέροι εἶχαν τραβήξει τὴ βάρκα μέχρι τὸν κυματοθραύστη, τὰ κύματα
ἔσπαγαν στὴν παραλία.
Οἱ γέροι ἔσπρωξαν τὴ βάρκα ἀκόμα δύο μέτρα, ἤδη τὰ κύματα τὴ
ράπιζαν ἀπὸ κάθε μεριά, τὴν πλημμύριζαν. Ἕξι πήδηξαν μέσα ἤδη μούσκεμα
στὸ νερό, ἔπιασαν τὰ κουπιὰ καὶ ἄρχισαν νὰ κωπηλατοῦν ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔμειναν
στὴ στεριὰ καὶ βοηθοῦσαν σπρώχνοντάς την μὲ τὰ χέρια πρὸς τὴ θάλασσα.
Οἱ γυναῖκες ἀνὰ περιόδους φώναζαν. Οἱ συγγενεῖς ἐκείνων τοῦ Καρολίνα φώναζαν
μὲ τὸ ὄνομά τους αὐτοὺς ποὺ κρατιοῦνταν σφιχτά. Ἡ βάρκα ἀπομακρύνθηκε
ἀκόμα δύο μέτρα ἀπὸ τὴ στεριά, οἱ κωπηλάτες ἔμειναν πιὰ μόνοι τους
νὰ παλεύουν μὲ τὰ κύματα. Οἱ ἕξι γέροι ἦταν ἐμπειρικοὶ τῆς θάλασσας.
Ἐὰν ἤθελαν νὰ βγοῦν δὲν χρειαζόταν νὰ πλεύσουν πλάγια ἀλλὰ νὰ πάρουν
τὰ κύματα μὲ τὴν πλώρη. Οἱ γέροι κοιτοῦσαν τὰ κύματα ποὺ πλησίαζαν,
ψηλά, ἤδη ὅλα σπασμένα, βίαια ἀπὸ τὴν πτώση τους στὴν χαμηλὴ παραλία
καὶ συγκεντρώνονταν στὰ κουπιὰ μὲ ὅλοι τους τὴ δύναμη, ἀποφασισμένοι,
ἀλλὰ τὸ κύμα τοὺς κάλυπτε, μετακινοῦσε τὴ βάρκα, τὴν περικύκλωνε. Ἡ
βάρκα ἔμοιαζε ἀκίνητη, δὲν κατάφερνε νὰ προχωρήσει, ἦταν ἀκόμα
μόνο λίγα μέτρα ἀπὸ τὴν παραλία, οἱ γέροι δούλευαν. Ἡ βάρκα ἦταν ἤδη
ἡ μισὴ γεμάτη νερό. Ἕνα κύμα πιὸ γρήγορο τὴν ἔκανε νὰ χάσει τὴν κατεύθυνσή
της.
«Πορεία τραβέρσο!»
Οἱ γέροι τεντώνονταν μὲ μανία γιὰ νὰ ξαναϊσιώσουν τὴν πλώρη.
Ἦταν
ὅλοι μαζί. Φαινόταν νὰ τὰ καταφέρουν, ἀλλὰ τὸ ἑπόμενο κύμα τοὺς ἀνέτρεψε,
τοὺς πῆρε μακριά. Ἦταν μιὰ ἀπίστευτη θάλασσα. Ἡ βάρκα παρασύρθηκε,
ταλαντευόταν ἀκυβέρνητη. Ναυάγησε, ξαναβρέθηκε στὴν ἀκτή. Δύο
γέροι κυλίστηκαν ἔξω ἀπὸ τὴ βάρκα ἀλλὰ αὐτὸ ἔγινε τόσο κοντὰ στὴν
παραλία ποὺ σώθηκαν ἀμέσως.
«Μὰ ποιός ριψοκινδυνεύει ἐκεῖ κάτω;» Εἶναι ὁ Ἀντόνιο. Ἦταν στὴ
στεριὰ ἕνας νέος. Πάει μὲ τὴ σωστικὴ λέμβο[1]
νὰ γλιτώσει τοὺς συντρόφους του.
«Εἶναι ὁ Ἀντόνιο. Τοὺς φτάνει.»
Ὁ
κόσμος πλησίασε πρὸς τὸ σημεῖο τῆς παραλίας ὅπου ἔφυγε ὁ Ἀντόνιο,
εἶχε προετοιμάσει βιαστικὰ τὴ σωστικὴ λέμβο, εἶναι ὁ μόνος νέος του
χωριοῦ, ναυτικός. Εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ συναντήσει τὴν ἀρραβωνιαστικιά
του. Ἔφυγε ἀπὸ τὴ γωνία τῆς παραλίας, ἐκεῖ κοντὰ μένει. Τὰ κύματα ἦταν
τεράστια καὶ ἔτρεχαν κατὰ πάνω του. Ἐκεῖνοι τοῦ Καρολίνα εἶχαν ἁρπαχτεῖ
ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, στὸ κατάρτι. Τὰ κύματα γαργαλοῦν τὰ πόδια τους,
τοὺς σκεπάζουν ὅλους, δὲν φαίνονται πιά, μετὰ ξαναφαίνονται, τὸ κύμα
πέρασε.
Ὁ
ἥλιος τοῦ Ἀπρίλη γλυκός.
«Εἶναι πέντε. Στὸ Καρολίνα
εἶναι πέντε.»
«Ὁ ἄλλος εἶναι πίσω.»
«Ὄχι, εἶναι πέντε».
«Ἕνας ἔχει πέσει στὴ θάλασσα! Κολυμπάει.»
«Τὸ κεφάλι του, ἐκεῖ!»
«Ἔρχεται κολυμπώντας.»
«Δὲν φαίνεται πιά.»
«Ἔμεινε κάτω».
Οἱ γυναῖκες φωνάζουν.
Ὁ
Ἀντόνιο προχωράει μὲ τὴ σωστικὴ λέμβο. Δὲν ὑπάρχουν κύματα δυνατὰ ὅσο
ὁ Ἀντόνιο. Εἶναι ἐπειδὴ τὰ κύματα σκᾶνε στὴν παραλία ποὺ εἶναι χαμηλὴ
καὶ γίνονται θορυβώδη, πανύψηλα, ἀστραφτερὰ θραύσματα γυαλιῶν.
Καὶ τὸ κύμα παρεμβάλλεται ἀνάμεσα στοὺς δύο πλωτῆρες τῆς σωστικῆς
λέμβου, τὸ σηκώνει, σχεδὸν τὸ κάνει νὰ πετά. Ὁ Ἀντόνιο τὸ κρατάει μὲ τὰ
κουπιά, μὲ ὅλο του τὸ εἶναι.
«Εἶναι πέντε. Εἶναι πέντε.»
«Ὁ ἕκτος δὲν φαίνεται πιά.»
«Εἶναι ἐκεῖ καὶ κολυμπᾶ.»
«Σώνεται.» Καὶ οἱ γέροι ξέρουν ὅτι δὲν θὰ σωθεῖ γιατὶ ἕνας ναυτικὸς
ποὺ ναυαγεῖ σὲ μιὰ παραλία ἔχει ἤδη παλέψει ἐνάντια στὴν καταιγίδα
ὅλη τὴ νύχτα, καὶ μπορεῖ καὶ τὴν προηγούμενη μέρα. Καὶ εἶναι ἐξαντλημένος,
παγωμένος. Κι ἔπειτα μὲ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς κολλημένος σὲ ἕνα κατάρτι
δὲν ἀντιστέκεται. Ἡ ἐγκατάλειψη. Ἡ θάλασσα εἶναι κρύα.
«Ὁ Ἀντόνιο θὰ τὰ καταφέρει.» Εἶναι ἤδη μακριὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἐκεῖνοι
τοῦ Καρολίνα
δὲν κάνουν πιὰ σήματα μὲ τὰ χέρια. Φαίνεται μόνο νὰ παρακολουθοῦν.
Ἡ
λέμβος τοῦ Ἀντόνιο βγαίνει πάνω ἀπὸ ἕνα κύμα, εἶναι ὅπως ἡ μύτη τοῦ
καμπαναριοῦ.
«Ἀντόνιο, κουράγιο.»
Ἡ
σωστικὴ λέμβος πέφτει κάτω, βυθίζεται, δὲν φαίνεται πιά.
«Ἡ λέμβος ἀνατράπηκε!»
«Ὁ Ἀντόνιο δὲν φαίνεται πιά.» Ὅμως μετὰ ξαναφαίνεται στὸ ἤρεμο
διάμεσο δύο κυμάτων, φαίνεται ὅτι ἔχει κάτσει ἀπὸ τὴ μία μεριὰ τῆς
σωστικῆς λέμβου, κάτι ποὺ τὸ ἀνυψώνει, τὸ κάνει κάθετο, τὸ ἀνατρέπει
ξανὰ στὴ σωστὴ θέση. Ξανὰ πάνω, ξαναπαλεύει ἐνάντια στὰ κύματα ἀπὸ
ὅλα τα σπασμένα μέρη. Ἀλλὰ τὰ κύματα ξαναφέρουν ἀπὸ κάτω τους τὸν Ἀντόνιο
καὶ στροβιλίζουν τὴ λέμβο ὅπως ὁ ἄνεμος ἕνα φύλλο.
Καὶ ὁ Ἀντόνιο θὰ ξαναβρεθεῖ στὴν παραλία δὲν μπορεῖ πιά, τὸ κεφάλι
κρύο, πονάει.
Πέρασε ἤδη ἀρκετὸς χρόνος. Ἐκεῖνοι τοῦ Καρολίνα δὲν κάνουν
πιὰ σήματα μὲ τὰ χέρια.
«Εἶναι τέσσερις» φωνάζει μία γυναίκα.
«Εἶναι τέσσερις» ἕνας ψίθυρος ἁπλώθηκε στὴν παραλία. Ὅλο το
Βιαρέτζο τὸ λέει: «εἶναι τέσσερις.»
Ἀλλὰ
οἱ μανάδες, τὰ παιδιά, οἱ πατεράδες ἐκείνων τοῦ Καρολίνα;
Ζαλισμένοι. Σπασμένες λέξεις.
Ξαναδοκιμάζουν οἱ γέροι. Ξανανεβαίνουν στὴν βάρκα. Ἀλλὰ δὲν τὰ
καταφέρνουν. Ὅλο το Βιαρέτζο παρακολουθεῖ. Οἱ γέροι ἐκείνων ἐκεῖ
τῶν νέων.
«Τὸ κανονάκι μὲ τὸ καμάκι. Μά, ναί, τὸ κανονάκι!»
«Γιατί δὲν τὸ ἔφεραν νωρίτερα;»
Ἐκεῖνοι
τοῦ Καρολίνα
εἶναι ἐκεῖ στὰ ἑκατὸν σαράντα μέτρα. Φαίνονται τὰ πουκάμισα ποὺ ντύνουν
τὰ κορμιά τους.
Τὸ κανονάκι τὸ πῆραν ἀπὸ μιὰ γωνία τοῦ γραφείου τῆς Δημόσιας Ἀρωγῆς.
Ἐὰν
θέλουν νὰ σωθοῦν χρειάζεται τὸ κανονάκι. Τὸ βλῆμα θὰ φύγει, πίσω θὰ
φέρει ἕνα σκοινί. Αὐτὸ θὰ φτάσει στὸ σκάφος, θὰ δεθεῖ σὲ ἕνα κατάρτι.
Ἕνα ἐπικλινὲς ἐπίπεδο θὰ δημιουργηθεῖ ποὺ θὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τοὺς ναυαγοὺς
καὶ θὰ φτάνει στὴ στεριά.
Τὴ διάσωση θὰ μποροῦν νὰ τὴν κάνουν καὶ οἱ κωπηλάτες. Μὲ μία βάρκα
θὰ πλησιάζουν τοὺς ναυαγοὺς μεταφέροντας ἕνα σκοινὶ ποὺ ἔχει τὴν ἀρχή
του στὴ στεριά.
Ἀλλὰ
ἂν θέλουν νὰ εἶναι τέλειοι, νὰ εἶναι σίγουροι ὅτι θὰ σώσουν αὐτὲς τὶς
ζωὲς στὸ μέσο της θάλασσας, οἱ κωπηλάτες ὡς κανονάκι πρέπει νὰ μεταφέρουν
δύο σχοινιὰ ποὺ δεμένα σταυρωτὰ στὸ κατάρτι, ἕνα θὰ πηγαίνει καὶ ἕνα
θὰ ἔρχεται, θὰ μποροῦσε ὅλο αὐτὸ νὰ εἶναι γύρω ἀπὸ τὸ ἐναπομεῖναν
κατάρτι, στὸ μέσο τῶν κυμάτων καὶ νὰ τὸ τραβήξουν στὴ στεριά. Φτάνει νὰ
δέσουν στὸ σκοινὶ μιὰ βάρκα μὲ πάνω… «Εἶναι τέσσερις, εἶναι τέσσερις»…
τοὺς ναυαγούς. Ἀπὸ τὴν στεριὰ θὰ τοὺς τραβήξουν, ἐκεῖνοι θὰ πλησιάσουν,
τὸ κύμα δὲν θὰ μπορεῖ νὰ παρασύρει τὴ βάρκα γιατὶ θὰ εἶναι δεμένη, θὰ
μπορεῖ σίγουρα νὰ τὴ γεμίσει νερό, νὰ τὴν δοκιμάσει ἀλλὰ ἡ βάρκα θὰ
φτάσει στὴ στεριά. Καὶ ὅλοι φωνάζουν.
Οἱ γέροι πράγματι δοκίμασαν τὴν πιὸ πρακτικὴ ὁδό. Νὰ φέρουν αὐτοὶ
τὰ σκοινιὰ καὶ ταυτόχρονα νὰ προσπαθήσουν, ἐὰν εἶναι δυνατόν, νὰ βάλουν
οἱ ἴδιοι κάποιον ἀπὸ τοὺς ναυαγοὺς μέσα στὴ βάρκα καὶ νὰ τὸν φέρουν στὴ
στεριά. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα ἦταν πολὺ ταραγμένη. Μιὰ βάρκα, ὅταν τὰ κύματα
σκᾶνε μὲ τέτοια τρόπο σὲ μιὰ χαμηλὴ παραλία, δὲν εἶναι τίποτα, εἶναι
ἕνα κλαδάκι ποὺ στριφογυρίζει χωρὶς τὴ θέλησή του. Μπορεῖ νὰ προσπαθήσει
κανεὶς ὅσες φορὲς θέλει. Δὲν θὰ τὰ καταφέρει.
Τὸ κανονάκι ἄρχισε νὰ ρίχνει. Ἕνας ναυτικὸς τοῦ Καρολίνα κούνησε
κουρασμένα τὸ χέρι του καθὼς τὸ βλῆμα ἔπεφτε μὲ τὸ σκοινὶ στὴ θάλασσα,
ἴσως γιὰ νὰ εἰδοποιήσει ὅτι τὸ σκοινὶ ἔπεφτε μακριά.
Ὅλο
το Βιαρέτζο ἦταν ἐκεῖ κι ἔβλεπε νὰ πεθαίνουν οἱ ναυτικοί του.
Ἄρχιζε
νὰ βραδιάζει… «Ἔπεσε ἕνας. Εἶναι μόνο τρεῖς» φωνάζουν οἱ γυναῖκες… ἀλλὰ
ἡ κατεύθυνση εἶναι δύσκολο νὰ κρατηθεῖ ἀπὸ ἕνα σκοινὶ ποὺ ξελύνεται
ἀπὸ τὸν ἀέρα καὶ ποὺ κατευθύνεται ὄχι σὲ ἕνα ὁλόκληρο σκάφος ἀλλὰ
σὲ μιὰ μύγα μέσα στὴ θάλασσα, σὲ μιὰ ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ μπαινοβγαίνουν
στὴ θάλασσα, κρεμασμένοι ἀπὸ ἕναν ἱστό.
Καὶ ἡ βολὴ φτάνει στὰ δέκα μέτρα, ὅταν εἶναι καλή, καὶ συχνὰ στὰ
πέντε μέτρα καὶ μερικὲς φορὲς ἀκόμα μακρύτερα ἀπὸ τοὺς ναυαγοὺς ποὺ
ἀντίθετα ὅταν βλέπουν κοντά το σκοινὶ τεντώνουν ὅλα τὰ χέρια γιὰ νὰ
τὸ πιάσουν καὶ δὲν φτάνουν ποτέ, γιατὶ εἶναι πάντα μακριά, καὶ μετὰ πέφτει
στὴ θάλασσα. Καὶ μετὰ χρειάζεται νὰ τὸ τραβήξουν στὴ στεριά, νὰ τὸ ξανατακτοποιήσουν
καὶ τότε ξανὰ νὰ τὸ ἐκτοξεύσουν καὶ τὸ βράδυ ἔρχεται γρήγορα, ἤδη εἶναι
μὼβ καὶ οἱ ναυτικοὶ τοῦ Καρολίνα
φαίνονται ἀκόμα, ἀλλὰ ἤδη ἔχουν ντυθεῖ στὶς σκιές. Εἶναι τρεῖς μόνοι,
κολλημένοι γύρω ἀπὸ τὸ κατάρτι. Μὲ τὴ νύχτα ἔρχεται τὸ κρύο. Καὶ ὁ Ἀντόνιο
ξαναπροσπάθησε μὲ τὴ σωστικὴ λέμβο, κι ἕνας προσπάθησε κολυμπώντας
ἀλλὰ κόντεψε νὰ πνιγεῖ. Ὅταν βράδιασε στὸ κατάρτι ἔμεινε μόνο ἕνας.
Κανένας ἀπὸ τὸ Βιαρέτζο δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὴν παραλία ὅλη
μέρα. Ὑπάρχει ἕνας ναυτικός τοῦ Βιαρέτζο, μπροστὰ στὸ Βιαρέτζο,
κολλημένος σὲ ἕνα κεντρικὸ κατάρτι ποὺ ὅλο καὶ βυθίζεται.
Κανένας δὲν προσπαθεῖ πιά. Τὸ κανονάκι κάθε τόσο πυροβολεῖ.
Γιατί;
Οἱ γυναῖκες δὲν φωνάζουν. Ἡ νύχτα εἶναι ἔναστρη. Εἶναι ἀκόμα ἐκεῖ
ὁ ναυτικός;
Μία κραυγὴ ἀκούγεται, ἕνα κάλεσμα μιᾶς γυναίκας, φωνάζει τὸ ὄνομα
τοῦ γιοῦ της ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τὸ Καρολίνα.
Τὴν φωνὴ τὴν ἀκούει ὅλη ἡ παραλία.
«Νὰ εἶναι ἐκεῖ ἀκόμα;»
Δὲν φαίνεται, δὲν φαίνεται τίποτα, μόνο τα ἀστέρια δὲν φτάνουν,
θὰ χρειαζόταν τὸ φεγγάρι.
Ἡ
θάλασσα ἔγινε ἀκόμα πιὸ ἄγρια.
Ὅλοι
τὴ νύχτα περιμένουν ἐκεῖνοι ἀπ’ τὸ Βιαρέτζο.
Πηγή: Mario Tobino, «Quelli di Viareggio», στὸ Racconti, Racconti, Racconti, Mondadori, Milano,2008, σέλ. 131-137. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Μάριο Τομπίνο (Mario Tobino) (1910-1991). Γεννήθηκε στὸ Βιαρέτζο τῆς Τοσκάνης. Φύση ἀνήσυχη καὶ ἀνυπάκουη τελείωσε τὸ γυμνάσιο σὲ θρησκευτικὸ κολλέγιο ὅπου γνώρισε τὸν Δάντη, τὸν Μακιαβέλλι καὶ ἄλλους κλασικοὺς τῆς λατινικῆς λογοτεχνίας. Σπούδασε Ἰατρικὴ καὶ Χειρουργικὴ καὶ εἰδικεύτηκε στὴν Νευροψυχιατρική. Στὴ λογοτεχνία κάνει τὴν εἴσοδό του μέσῳ τῆς ποίησης ἐνῶ συνεργάζεται καὶ μὲ διάφορα περιοδικὰ ὅπου ἐκφράζει τὴν μηδενικὴ ἀνεκτικότητά του στὸ φασισμό. Κατὰ τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο καλεῖται νὰ ὑπηρετήσει ὡς γιατρὸς στὸ μέτωπο τῆς Λιβύης. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία θὰ ἀποτελέσει τὴν ἔμπνευση γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἔργα του μὲ τίτλο Ἡ ἔρημος τῆς Λιβύης (Il deserto della Libia) ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1952 καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ προκύψουν δύο ταινίες. Ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸν πόλεμο μὲ ἐλαφρὰ ἀναπηρία ἀπὸ τραυματισμὸ καὶ ἀναλαμβάνει ὑπηρεσία ὡς ψυχίατρος στὴν Ψυχιατρικὴ Κλινικὴ τοῦ Ματζάνο κοντὰ στὴ Λούκα. Ἡ ἰδιότητα τοῦ ψυχιάτρου θὰ τὸν συνοδεύσει γιὰ 40 χρόνια καὶ οἱ ἐμπειρίες του ἀπὸ αὐτὴν θὰ γίνουν ἔμπνευση καὶ σκηνικὸ γιὰ κάποια ἀπὸ τὰ ἀριστουργήματά του ὅπως Οἱ ἐλεύθερες γυναῖκες τοῦ Μαλιάνο (Le libere donne di Magliano), ἕνα ἐξαιρετικὸ ἡμερολόγιο ὅπου μέσα ἀπὸ ἐπιστημονικὴ παρατήρηση ἀλλὰ καὶ βαθὺ ἀνθρωπισμὸ περιγράφει τὶς ψυχὲς τῶν ἔγκλειστων γυναικών. Τὸ θέμα τῆς τρέλας ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ θέματα τῆς λογοτεχνικῆς του παραγωγῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἀκτιβιστικῆς του δράσης. Μαζὶ μὲ ἐλάχιστους ἀκόμα ἰατροὺς ξεκινάει μάχη ἐνάντια στοὺς Νόμους 180 καὶ 833 τοῦ 1978 οἱ ὁποῖο προέβλεπαν τὸ κλείσιμο τῶν Ψυχιατρείων τῆς Ἰταλίας ἀρνούμενοι τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν κάτι τὸ ὁποῖο κατάγραψε στὸ Οἱ τελευταῖες μέρες τοῦ Μαλιάνο (Gli ultimo giorni di Magliano) ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1982. Ἡ ἀντίσταση ἐνάντια σὲ κάθε μορφῆς ἀπάνθρωπης ἀντιμετώπισης καὶ εἰδικότερα ἐνάντια στὸ ναζισμὸ εἶναι ἀκόμα ἕνα ἀπὸ τὰ κυρίαρχα θέματα τοῦ λογοτεχνικοῦ του ἔργου ὅπως στὸ μυθιστόρημα Ὁ παράνομος (Il clandestino), μὲ τὸ ὁποῖο θὰ κερδίσει τὸ βραβεῖο Στρέγκα, ὅπου περιγράφεται ἡ πτώση τοῦ ναζισμοῦ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς δράσης τῶν παρτιζάνων. Τρίτος πόλος ἔμπνευσης γιὰ τὸν Τομπίνο ἀποτελεῖ ἡ οἰκογένεια καὶ ἡ παιδική του ἡλικία. Εἰδικότερα ἡ τελευταία στὸ ἀγαπημένο του Βιαρέτζο θὰ ἀποτυπωθεῖ στὸ Στὴν παραλία καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ἀποβάθρα (Sulla spiaggia e di la dal molo) ἐνῶ στὸ διήγημα «Ἐκεῖνοι ἀπ’ τὸ Βιαρέτζο» («Quelli di Viareggio») πρωταγωνιστὴς εἶναι ὁλόκληρη ἡ ναυτικὴ κοινωνία τοῦ Βιαρέτζο ποὺ περιγράφεται ὡς ἕνα σύνολο ὁρισμένο καὶ καθορισμένο ἀπὸ τὸν τόπο στὸν ὁποῖο δρᾶ καὶ ἀντιδρᾶ. Σὲ αὐτὸ τὸ διήγημα ὁ Τομπίνο περιγράφει μὲ λυρικὸ νεορεαλισμὸ τὶς ἀγωνίες τῶν ναυτικῶν της γενέθλιας πόλης του καθὼς καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας μπροστὰ στὴ δύναμη τῆς φύσης. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βραβεῖο Στρέγκα ὁ Τομπίνο θὰ κερδίσει, μεταξὺ ἄλλων, τὸ βραβεῖο Βιαρέτζο, τὸ βραβεῖο Καμπιέλλο καὶ μία μέρα πρὶν τὸ θάνατό του θὰ παραλάβει τὸ βραβεῖο Λουίτζι Πιραντέλλο στὸ Ἀγκριτζέντο. Ὁ τάφος του βρίσκεται στὸ Βιαρέτζο ἐνῶ ἡ ἀναθηματικὴ πλάκα ποὺ τοῦ ἀφιέρωσε ὁ Δῆμος τῆς Λούκα κλείνει μὲ τὸ ὅραμα τοῦ συγγραφέα ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται στὸ ἔργο τοῦ Οἱ ἐλεύθερες γυναῖκες τοῦ Μαλιάνο (Le libere donne di Magliano): «Μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο ψυχιατρείου μελετῶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγαπῶ. Ἐδῶ περιμένω: δόξα καὶ θάνατο. […] Καὶ ἡ ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ κάνω κάθε κόκκο αὐτῆς τῆς γῆς ἕνα τόπο ἤρεμης, τακτοποιημένης, παγκόσμιας συνομιλίας.» (ἀπὸ τὸ Franco Bellato, «La vita di Mario Tobino»,
http://www.fondazionemariotobino.it/content.php?p=4 )
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Μαρία Χατζηκυριακίδου (Πειραιᾶς, 1980). Ἀπόφοιτη τοῦ τμήματος Ἰατρικῶν Ἐργαστηριῶν ΣΕΥΠ ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Ἰταλικὴ Γλώσσα καὶ Φιλολογία στὸ ΕΚΠΑ καὶ Ἱσπανικὴ Γλώσσα καὶ Πολιτισμὸ στὸ ΕΑΠ. Ἐργάζεται στὸ Εἰδικὸ Ἀντικαρκινικὸ Νοσοκομεῖο Πειραιᾶ «Μεταξᾶ». Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἰταλικά, ἐνῶ ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ἔργο τῆς ἑλληνο-ἰταλίδας ποιήτριας καὶ πεζογράφου Angelica Palli-Bartolomei (1798-1875).
[1] il patino a salvare στὰ ἰταλικά. «Ἁπλὸ σκάφος ἀναψυχῆς ἀποτελούμενο ἀπὸ δύο πλωτῆρες ποὺ συγκρατοῦνται μεταξύ τους μὲ ἐγκάρσιες ράβδους πάνω στὶς ὁποῖες στερεώνονται τὰ καθίσματα.»
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου