Περπατήσαμε δίπλα στους Πικάσο, Βαν Γκογκ, Σαγκάλ της Αθήνας Πώς είπατε; Δεν μπορούμε να δούμε Πικάσο και Ματίς και Τζιακομέτι και Βαν Γκογκ και Σαγκάλ και Μονέ στην Αθήνα; Το «λάθος» αυτό επανορθώνει το μουσείο με τη συλλογή σύγχρονης τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στο Παγκράτι, από 2 Οκτωβρίου. Εμείς κάναμε, απλά, την πρώτη βόλτα ανάμεσα σε τόσα πολύτιμα έργα
του Παύλου Ηλ. Αγιαννίδη
Δεν ξέρω για σας, αλλά νομίζω ότι είναι κάτι να περπατάς ανάμεσα σε Πικάσο, Βαν Γκογκ, Ματίς, Σαγκάλ, Πόλοκ, Καντίνσκι, Κλέε. Δίπλα σε μία θρυλική «Χορεύτρια» του Ντεγκά. Σε έναν Χριστό του Ελ Γκρέκο. Σε μια ψιλόλιγνη γυναικεία μορφή του Τζιακομέτι. Να βλέπεις από κοντά το – μπρούτζινο – φιλί των ερωτευμένων του Ροντέν. Ή, ακόμη, να βρίσκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με έναν «Ναύτη» του Τσαρούχη. Με «ερωτικά» του Γιάννη Μόραλη. Με κομμάτια από την «Λαϊκή Αγορά» του Τέτση. Με «φωτεινά σινιάλα» του Takis. Λίγη υπομονή. Και από τις 2 Οκτωβρίου (την 1η Οκτωβρίου έχουν προγραμματισθεί τα επίσημα εγκαίνια) θα μπορείτε να έχετε κι εσείς άποψη. Τότε θα ανοίξει, επιτέλους, ύστερα από σχεδόν τρεις δεκαετίες σχεδίων και ακυρώσεων, το Μουσείο που στεγάζει την πολύτιμη συλλογή Σύγχρονης Τέχνης, ξένης και ελληνικής, του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Κι όχι μακριά, όσο, ας πούμε το MoMA της Νέας Υόρκης. Στο Παγκράτι. Κολλητά με τον Άγιο Σπυρίδωνα (… «ένα δειλινό (που) γύρισες, χαρά μου, κι ήρθα να σε βρω», που τραγουδούσε και η Βίκυ Μοσχολιού Νίκο Γκάτσο και Δήμο Μούτση). Το εξωτερικό του Μουσείου Ναι, είναι η έκθεση μιας μεγάλης συλλογής των δύο Ελλήνων (από την Άνδρο και την Αθήνα, αντίστοιχα), που είχαν την τύχη να γνωρίσουν και κάποιους από τους διάσημους καλλιτέχνες, που τα έργα τους κοσμούν και αποτελούν αυτή την νέα μουσειακή προσθήκη στην Αθήνα της Τέχνης. Ο Μαρκ Σαγκάλ είχε «πλάσει», άλλωστε, και ένα περίφημο πορτρέτο της Ελίζας Γουλανδρή, με την σκιά του Βασίλη δίπλα και πίσω της.
Όπως ο Γιώργος Ρόρρης, ως πρώτος υπότροφος του Ιδρύματός τους υπέρ της ελληνικής τέχνης, τους είχε απαθανατίσει με τον χρωστήρα του, από μια φωτογραφία τους, μέσα σε αυτόν τον – ονειρικό, ακόμη, τότε – χώρο που θα γινόταν «σπίτι» για την τέχνη της συλλογής τους. Πολύτιμης όχι μόνον καλλιτεχνικά αλλά και… οικονομικά, αν φανταστεί κάποιος πόσο πωλείται, φερ’ ειπείν, σήμερα ένας Πικάσο ή ένας Σεζάν.
Η ιστορία της «μυθικής» κατά πολλούς (και για αρκετά ξένα μέσα) συλλογής έχει περάσει από σαράντα κύματα, πολλά χρόνια τώρα. Δεν έχει ξεχαστεί το σούσουρο από τη σύνδεση έργων της συλλογής με τα Panama Papers, ως καταχωρισμένη σε υπεράκτιες εταιρείες, ούτε με πώληση 83 έργων έναντι 31,7 εκατ. δολαρίων, το 1985, στην εταιρεία Wilton Trading, που φέρεται ότι ανήκε στην αδελφή του Βασίλη Γουλανδρή, Ντόντα. Όπως δεν έχουν ξεχαστεί τα σχέδιά τους, δια χειρός του διάσημου αρχιτέκτονα (και των «Πυραμίδων» του Λούβρου) Ι.Μινγκ Πέι. Πρώτα στην Ρηγίλλης, όπου κατά την εκσκαφή αποκαλύφθηκε το πολυτιμότατο Λύκειον του Αριστοτέλους. Έπειτα στην Ριζάρη για να βρει τις «εύλογες», όπως τις αποκάλεσαν οι άνθρωποι του μουσείου, αντιρρήσεις για τον χώρο πρασίνου της Αθήνας. Και, τέλος, στην Ερατοσθένους 13, πενήντα μέτρα από το Καλλιμάρμαρο, σε ένα εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό του Μεσοπολέμου, που είχε γίνει «άντρον εξαρτημένων ανθρώπων». Και το οποίο αναπλάσθηκε και συμπληρώθηκε, πίσω και στα υπόγεια, με ορόφους υπερσύγχρονης αισθητικής. Μην ρωτάτε πόσα έργα εκτίθενται. Οι άνθρωποι του νεόκοπου μουσείου έχουν «ανοίξει», όπως μας είπαν, 800 καρτέλες. Για όλα όσα εκτίθενται. Όχι μόνον για τους πίνακες ή, φερ’ ειπείν, για τα κεραμικά του Πικάσο και για το σκαλιστό μπαστούνι και την ξυλόγλυπτη θεά της μητρότητας και της Σελήνης της Πολυνησίας του Γκογκέν. Αλλά και για πολύτιμα έπιπλα, π.χ. από τον 18ο αιώνα, που κατείχε το ζεύγος Γουλανδρή, πορσελάνες και άλλα αντικείμενα, που καταλαμβάνουν μία μικρή αίθουσα στους τέσσερις, υπέργειους, ορόφους του μουσείου. Με τον πρώτο αφιερωμένο στους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον δεύτερο σε εκείνους μετά τον Β’ ΠΠ και τους επόμενους δύο – με προοπτική συνεχώς εναλλαγών κατά περιόδους – στους έλληνες καλλιτέχνες. Έτσι, στον πρώτο όροφο δεν «κατοικεί» μόνον ο Πικάσο, αλλά και ο «Χριστός» του 1580 από την περίοδο που ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος / Ελ Γκρέκο, στην Ισπανία πια, κατάφερε να γεφυρώσει στην τέχνη τους δύο κόσμους: τον ορθόδοξο και τον καθολικό. Και την Ιερά Σινδόνη από τον θρύλο της – καθολικής – Αγίας Βερονίκης με την πρώτη ορθόδοξη εικονογραφία. Με έναν «δικό» του Χριστό, με ακάνθινο στεφάνι, που τα πάθη του συμβολίζονται με μία σταγόνα αίμα… Πολύτιμα έπιπλα στον όροφο κλασικής τέχνης του Μουσείου Είπαμε όμως, το βασικό. Μιλάμε για μια συλλογή, που είναι «ό,τι πιο υποκειμενικό» και δείχνει «την προσωπική ματιά και το γούστο» των συλλεκτών, οι οποίοι «αισθανόντουσαν την Τέχνη πολύ βαθιά», όπως χαρακτηριστικά είπαν η πρόεδρος του δ.σ. του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή Φλερέτ Καραδόντη – Κατσίκη και η υπεύθυνη της συλλογής Μαρία Κουτσομάλλη – Μορό. Δεν είναι ένα πλήρες μουσείο, αν και έρχεται να «ανοίξει ένα παράθυρο πολιτισμού και τέχνης» (κατά το διευθυντή του Κυριάκο Κουτσομάλλη), ως «μια νέα εστία ανάπτυξης πρωτοποριακών πολιτιστικών δράσεων», δίνοντας «τέρμα σε μια εποχή αβεβαιότητας». Μην ρωτάτε και πόσο στοίχισε αυτό το εγχείρημα, που μόνον στο Παγκράτι κυοφορούνταν επί σχεδόν έξι χρόνια, μέχρι να παραδοθεί στο κοινό. Και στους πρόσφυγες και μετανάστες και τα παιδιά τους, όπως τόνισε ο κ. Κουτσομάλλης, καθώς «η τέχνη δεν διαχωρίζει αλλά ενώνει. Δεν φιλοδοξούμε – πρόσθεσε – να διδάξουμε τέχνη στους επισκέπτες, αλλά να τους φέρουμε κοντά σε έργα που θα γίνουν έναυσμα σκέψης».
Το μουσείο ή, αν θέλετε, η μουσειακή έκθεση της Συλλογής Γουλανδρή έρχεται, βέβαια, να δώσει στίγμα σύγχρονης τέχνης, σε ένα αθηναϊκό τοπίο που μοιάζει χρόνια τώρα άνυδρο. Με την επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης ακόμη στα… μπετά και την περιπέτεια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, στο Φιξ, να μένει περιπέτεια και όχι εγκαίνιο. Και δη με έργα εμβέλειας Πικάσο και Βαν Γκογκ – για παράδειγμα – που, αν υπάρχουν στην Ελλάδα, βρίσκονται μόνον σε ιδιωτικές συλλογές και, πάντως, τώρα όχι σε κοινή θέα.
Η πρώτη βόλτα, που έκανε το Protagon, στις αίθουσες σε αποχρώσεις του γκρίζου, υποβλητικά φωτισμένες, με έμφαση και εστίαση στα αραιά εκτιθέμενα έργα, όχι πάντα με εμφανή την συνοχή και την συνέχεια, έδειξε δυο τρία πράγματα: Οτι μπορούμε και στην Ελλάδα, πλέον, να θαυμάζουμε από κοντά την λεπτομέρεια, τα χρώματα, την πινελιά σε έργα που μέχρι σήμερα μπορούσαμε να δούμε μόνον σε μεγάλα μουσεία του εξωτερικού (να μην εξαιρέσουμε εδώ, σε κάποιες περιπτώσεις, την Εθνική Πινακοθήκη). Οτι οι τουρίστες θα μπορούν να πουν ότι είδαν Βαν Γκογκ ή Πικάσο ή Καντίνσκι ή Ροντέν και στην Αθήνα. Και ότι, με την συνεπικούρηση και πολλών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και περιοδικών εκθέσεων, θα μπορούμε να μάθουμε κι εμείς και τα παιδιά μας πολλά περισσότερα – πλέον – για την σύγχρονη τέχνη και την πρωτοπορία, ξένη και ελληνική. Ότι πέντε γενιές καλλιτεχνών, που στεγάζει το εν λόγω μουσείο, μπορούν να μας δείξουν πολλά, όχι μόνον για την τέχνη, αλλά και για την ζωή. Και πως 6.000 τόμοι στην βιβλιοθήκη του Ιδρύματος έχουν πολλά να αποκαλύψουν για την σύγχρονοι τέχνη ή για εκθέσεις και καλλιτέχνες που δεν έχουμε δει από κοντά, αλλά κι εκείνοι έχουν «να μας πουν». Είναι λίγα αυτά; Ιστορίες κοριτσιών και… αυτιών Πίσω από όλα αυτά τα πολύτιμα έργα της «μυθικής» συλλογής κρύβονται και τόσες ιστορίες, που η επιμονή της υπεύθυνης Μαρίας Κουτσομάλλη – Μορό μας βοήθησε να κρατήσουμε στις αποσκευές μας από αυτή τη βόλτα στην τέχνη της εικαστικής πρωτοπορίας.
Φανταστείτε, λοιπόν, την θρυλική 14χρονη γλυπτή, ορειχάλκινη «Χορεύτρια» του Εντγκάρ Ντεγκά. Κλεισμένη μέσα σε ένα γυάλινο κουβούκλιο, όπως και όταν ο ίδιος την εξέθεσε για μία και μοναδική φορά, το 1881 στο Παρίσι. Για να εισπράξει δριμύτατη κριτική. Πρώτα επειδή η μικρούλα, που την είχε πλάσει από κερί, την κάλυψε με πηλό και πρόσθεσε μιας περούκα από ανθρώπινα μαλλιά, ντύνοντάς την με μεταξωτή φούστα, μπούστο και λινές πουέντ, θύμιζε στο κοινό της εποχής τα γυάλινα «κλουβιά» για τα πλάσματα που εξέθετε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Ένα τέρας, λοιπόν; Έπειτα γιατί είχαν βρει την μουρίτσα της λίγο σαν ποντικίσια. Σαν αναφορά στα «ποντικάκια της Όπερας του Παρισιού», φτωχά και ορφανά, που κατέληγαν συνήθως στην πορνεία. Την είχαν βρει και άσχημη και κάπως «επικίνδυνη», όπως και τον Ντεγκά που ασχολούνταν τότε και με δύο εφήβους δολοφόνους του Παρισιού. Δίπλα στην Όπερα, όπου ο ίδιος είχε παρακολουθήσει 177 συναπτά μπαλέτα και όπερες. Η κριτική φόβισε τον Ντεγκά, που ναι μεν είχε πλάσει άλλα 80 γλυπτά, ανάμεσά τους και 27 χορεύτριες από ορείχαλκο (σήμερα βρίσκονται στην Τέιτ Γκάλερι, στο Λούβρο και, πλέον, και στην Αθήνα), έργα τα οποία βρέθηκαν μετά το θάνατό του, αλλά δεν εξέθεσε ποτέ ξανά κανένα για τριάντα χρόνια. Όταν πια η ορειχάλκινη εκδοχή της μικρής «Χορεύτριας» είδε το φως έκθεσης, έγινε από τα πιο διάσημα γλυπτά στην ιστορία της τέχνης.
Ή, στην ελληνική πλέον έκθεση έργου του, σαν την «Αιώνια Άνοιξη», σε ορείχαλκο επίσης. Ένα από τα τέσσερα συνολικά ερωτευμένα ζευγάρια, που εικονοποίησαν χάρη στην σμίλη του το ξεκίνημα της αγάπης, όπου στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά οι ερωτευμένοι. Εμπνευσμένο από την «Πύλη της Κολάσεως» στο έργο του Δάντη, που ο Ροντέν το προχώρησε βάζοντάς το στο πλαίσιο του… καθημερινού έρωτα. Ο πάμφτωχος, 35χρονος ήδη, Βίνσεντ Βαν Γκογκ φτάνει το Μάιο του 1888, μόνος κι έρμος, στην Αρλ της Νότιας Γαλλίας. Είναι ιδιοκτήτης ενός τραπεζιού, δύο καρεκλών, ενός κρεβατιού. Και μερικών αντικειμένων, που ζωγραφισμένα πάνω στο τραπέζι, με το λατρεμένο του κίτρινο να κυριαρχεί, φαντάζουν σαν «σκηνή ιερή» και σαν θησαυροί.
Και αυτό, ενώ περίμενε τον φίλο του Πολ Γκογκέν για να δουλέψουν, επιτέλους, μαζί. Και όντως ήρθε. Και δούλεψαν, πλάτη με πλάτη, σε μία δενδροστοιχία της Αρλ που απαθανατίστηκε σε τέσσερα έργα από τον Βαν Γκογκ και σε δύο, με άλλη προοπτική, από τον Γκογκέν. Δύο μήνες μετά ο Βαν Γκογκ, όπως μάθαμε 15 χρόνια μετά από τον Γκογκέν, έκοψε για άγνωστο λόγο μέρος του αυτιού του και στη συνέχεια μπήκε μόνος του σε ψυχιατρείο στη Νότια Γαλλία. Όσο βελτιωνόταν η υγεία του έπαιρνε άδεια για να ζωγραφίζει. Έτσι έφτασε στους ελαιώνες, πηγή χρωμάτων από την ώχρα και το καφέ της γης, ως το πράσινο και χρυσαφί των λιόφυλλων. Το πρώτο του έργο με τις «Συλλέκτριες ελιάς», που θα εκτίθεται πλέον στην Αθήνα, το ζωγράφισε επιτόπου. Κι έκανε δύο αντίγραφα για την οικογένειά του, που εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον και το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Αποψη του πρώτου ορόφου: στο βάθος διακρίνονται έργα του Πολ Γκογκέν (αριστερά) και Βίνσεντ Βαν Γκογκ (δεξιά) Ιστορίες υπάρχουν πολλές και γοητευτικές πίσω από τα έργα της αθηναϊκής συλλογής. Όμως ας κλείσουμε με τον «Νέο με ανθοδέσμη», έργο του 24χρονου τότε Πάμπλο Πικάσο, που δούλευε ασταμάτητα νύχτες και κοιμόταν τις μέρες, στο Παρίσι του 1905. Όταν με τους φίλους του πήγαινε συνέχεια στο Τσίρκο Μεντράνο και απαθανάτιζε σε σχέδια κι έπειτα σε πίνακες τα παιδιά που έβρισκε έξω από την τέντα, όπως τον εν λόγω νέο. Αντίστιξη προς την «Γυναίκα με ανασηκωμένα χέρια», που την ίδια χρονιά με τις «Δεσποινίδες (ή πόρνες) της Αβινιόν», το 1907, έσπασε την φόρμα, το προχώρησε και εγκαινίασε τα χρόνια του κυβισμού. Με πρόσωπο σαν μάσκα, ζωγραφική που «είναι γεωμετρία» και την εξαφάνιση της τρίτης διάστασης. Σε ευθεία αναλογία με έργα που έπλασαν στη Γερμανία της εκκόλαψης του αυγού του φιδιού, ήτοι της ανόδου του Ναζισμού, με ποιητική αφαίρεση ο Βασίλι Καντίνσκι το 1932 και με την πολύχρωμη αφαιρετική επίσης «Δυναμική ενός κεφαλιού», το 1934, ο Πάουλ Κλέε. Κι αν πάρουμε τον Πικάσο ως μέτρο και για την έκθεση της συλλογής Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα, ίσως θα πρέπει να θυμηθούμε (και η έκθεση το βεβαιώνει όχι μόνον για τον ίδιο καλλιτέχνη), «δεν λέω τα πάντα, αλλά ζωγραφίζω τα πάντα».
Μοντέρνα ελληνική τέχνη στον 3ο όροφο του Μουσείου Σύγχρονη ελληνική τέχνη στον 3ο όροφο του Μουσείου Info Νέο μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή από την Τετάρτη 2 Οκτωβρίου, πλαισιωμένο από πολιτιστικές εκδηλώσεις και εκπαιδευτικά εργαστήρια, στο νεόκοπο κτίριο της οδού Ερατοσθένους 13. Στο μουσείο, με συνολική επιφάνεια 7.250 τ.μ., σε 11 ορόφους, εκτός από τους εκθεσιακούς χώρους, λειτουργούν πωλητήριο, Café – Εστιατόριο, βιβλιοθήκη τέχνης, παιδικό εργαστήριο και αμφιθέατρο, 190 θέσεων Ωρες λειτουργίας: Τρίτη-Κυριακή 10.00-18.00. Παρασκευή 10.00-22.00. Δευτέρα κλειστά Εισιτήρια: Γενική είσοδος 8€, Μειωμένο εισιτήριο 6€ (οι άνω των 65 ετών, παιδιά και έφηβοι 12-17 ετών, φοιτητές, άνεργοι, υπηρετούντες την στρατιωτική τους θητεία) Ελεύθερη είσοδος για παιδιά έως 12 ετών, ΑμεΑ και το συνοδό τους, εκπαιδευτικούς που συνοδεύουν σχολεία, κατόχους κάρτας ICOM – ICOMOS, διπλωματούχους ξεναγούς Ολόκληρη η συλλογή του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή θα αρχίσει σταδιακά να παρουσιάζεται στην ιστοσελίδα goulandris.gr
Πηγή: Protagon.gr
του Παύλου Ηλ. Αγιαννίδη
Δεν ξέρω για σας, αλλά νομίζω ότι είναι κάτι να περπατάς ανάμεσα σε Πικάσο, Βαν Γκογκ, Ματίς, Σαγκάλ, Πόλοκ, Καντίνσκι, Κλέε. Δίπλα σε μία θρυλική «Χορεύτρια» του Ντεγκά. Σε έναν Χριστό του Ελ Γκρέκο. Σε μια ψιλόλιγνη γυναικεία μορφή του Τζιακομέτι. Να βλέπεις από κοντά το – μπρούτζινο – φιλί των ερωτευμένων του Ροντέν. Ή, ακόμη, να βρίσκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με έναν «Ναύτη» του Τσαρούχη. Με «ερωτικά» του Γιάννη Μόραλη. Με κομμάτια από την «Λαϊκή Αγορά» του Τέτση. Με «φωτεινά σινιάλα» του Takis. Λίγη υπομονή. Και από τις 2 Οκτωβρίου (την 1η Οκτωβρίου έχουν προγραμματισθεί τα επίσημα εγκαίνια) θα μπορείτε να έχετε κι εσείς άποψη. Τότε θα ανοίξει, επιτέλους, ύστερα από σχεδόν τρεις δεκαετίες σχεδίων και ακυρώσεων, το Μουσείο που στεγάζει την πολύτιμη συλλογή Σύγχρονης Τέχνης, ξένης και ελληνικής, του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Κι όχι μακριά, όσο, ας πούμε το MoMA της Νέας Υόρκης. Στο Παγκράτι. Κολλητά με τον Άγιο Σπυρίδωνα (… «ένα δειλινό (που) γύρισες, χαρά μου, κι ήρθα να σε βρω», που τραγουδούσε και η Βίκυ Μοσχολιού Νίκο Γκάτσο και Δήμο Μούτση). Το εξωτερικό του Μουσείου Ναι, είναι η έκθεση μιας μεγάλης συλλογής των δύο Ελλήνων (από την Άνδρο και την Αθήνα, αντίστοιχα), που είχαν την τύχη να γνωρίσουν και κάποιους από τους διάσημους καλλιτέχνες, που τα έργα τους κοσμούν και αποτελούν αυτή την νέα μουσειακή προσθήκη στην Αθήνα της Τέχνης. Ο Μαρκ Σαγκάλ είχε «πλάσει», άλλωστε, και ένα περίφημο πορτρέτο της Ελίζας Γουλανδρή, με την σκιά του Βασίλη δίπλα και πίσω της.
Όπως ο Γιώργος Ρόρρης, ως πρώτος υπότροφος του Ιδρύματός τους υπέρ της ελληνικής τέχνης, τους είχε απαθανατίσει με τον χρωστήρα του, από μια φωτογραφία τους, μέσα σε αυτόν τον – ονειρικό, ακόμη, τότε – χώρο που θα γινόταν «σπίτι» για την τέχνη της συλλογής τους. Πολύτιμης όχι μόνον καλλιτεχνικά αλλά και… οικονομικά, αν φανταστεί κάποιος πόσο πωλείται, φερ’ ειπείν, σήμερα ένας Πικάσο ή ένας Σεζάν.
Η ιστορία της «μυθικής» κατά πολλούς (και για αρκετά ξένα μέσα) συλλογής έχει περάσει από σαράντα κύματα, πολλά χρόνια τώρα. Δεν έχει ξεχαστεί το σούσουρο από τη σύνδεση έργων της συλλογής με τα Panama Papers, ως καταχωρισμένη σε υπεράκτιες εταιρείες, ούτε με πώληση 83 έργων έναντι 31,7 εκατ. δολαρίων, το 1985, στην εταιρεία Wilton Trading, που φέρεται ότι ανήκε στην αδελφή του Βασίλη Γουλανδρή, Ντόντα. Όπως δεν έχουν ξεχαστεί τα σχέδιά τους, δια χειρός του διάσημου αρχιτέκτονα (και των «Πυραμίδων» του Λούβρου) Ι.Μινγκ Πέι. Πρώτα στην Ρηγίλλης, όπου κατά την εκσκαφή αποκαλύφθηκε το πολυτιμότατο Λύκειον του Αριστοτέλους. Έπειτα στην Ριζάρη για να βρει τις «εύλογες», όπως τις αποκάλεσαν οι άνθρωποι του μουσείου, αντιρρήσεις για τον χώρο πρασίνου της Αθήνας. Και, τέλος, στην Ερατοσθένους 13, πενήντα μέτρα από το Καλλιμάρμαρο, σε ένα εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό του Μεσοπολέμου, που είχε γίνει «άντρον εξαρτημένων ανθρώπων». Και το οποίο αναπλάσθηκε και συμπληρώθηκε, πίσω και στα υπόγεια, με ορόφους υπερσύγχρονης αισθητικής. Μην ρωτάτε πόσα έργα εκτίθενται. Οι άνθρωποι του νεόκοπου μουσείου έχουν «ανοίξει», όπως μας είπαν, 800 καρτέλες. Για όλα όσα εκτίθενται. Όχι μόνον για τους πίνακες ή, φερ’ ειπείν, για τα κεραμικά του Πικάσο και για το σκαλιστό μπαστούνι και την ξυλόγλυπτη θεά της μητρότητας και της Σελήνης της Πολυνησίας του Γκογκέν. Αλλά και για πολύτιμα έπιπλα, π.χ. από τον 18ο αιώνα, που κατείχε το ζεύγος Γουλανδρή, πορσελάνες και άλλα αντικείμενα, που καταλαμβάνουν μία μικρή αίθουσα στους τέσσερις, υπέργειους, ορόφους του μουσείου. Με τον πρώτο αφιερωμένο στους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον δεύτερο σε εκείνους μετά τον Β’ ΠΠ και τους επόμενους δύο – με προοπτική συνεχώς εναλλαγών κατά περιόδους – στους έλληνες καλλιτέχνες. Έτσι, στον πρώτο όροφο δεν «κατοικεί» μόνον ο Πικάσο, αλλά και ο «Χριστός» του 1580 από την περίοδο που ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος / Ελ Γκρέκο, στην Ισπανία πια, κατάφερε να γεφυρώσει στην τέχνη τους δύο κόσμους: τον ορθόδοξο και τον καθολικό. Και την Ιερά Σινδόνη από τον θρύλο της – καθολικής – Αγίας Βερονίκης με την πρώτη ορθόδοξη εικονογραφία. Με έναν «δικό» του Χριστό, με ακάνθινο στεφάνι, που τα πάθη του συμβολίζονται με μία σταγόνα αίμα… Πολύτιμα έπιπλα στον όροφο κλασικής τέχνης του Μουσείου Είπαμε όμως, το βασικό. Μιλάμε για μια συλλογή, που είναι «ό,τι πιο υποκειμενικό» και δείχνει «την προσωπική ματιά και το γούστο» των συλλεκτών, οι οποίοι «αισθανόντουσαν την Τέχνη πολύ βαθιά», όπως χαρακτηριστικά είπαν η πρόεδρος του δ.σ. του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή Φλερέτ Καραδόντη – Κατσίκη και η υπεύθυνη της συλλογής Μαρία Κουτσομάλλη – Μορό. Δεν είναι ένα πλήρες μουσείο, αν και έρχεται να «ανοίξει ένα παράθυρο πολιτισμού και τέχνης» (κατά το διευθυντή του Κυριάκο Κουτσομάλλη), ως «μια νέα εστία ανάπτυξης πρωτοποριακών πολιτιστικών δράσεων», δίνοντας «τέρμα σε μια εποχή αβεβαιότητας». Μην ρωτάτε και πόσο στοίχισε αυτό το εγχείρημα, που μόνον στο Παγκράτι κυοφορούνταν επί σχεδόν έξι χρόνια, μέχρι να παραδοθεί στο κοινό. Και στους πρόσφυγες και μετανάστες και τα παιδιά τους, όπως τόνισε ο κ. Κουτσομάλλης, καθώς «η τέχνη δεν διαχωρίζει αλλά ενώνει. Δεν φιλοδοξούμε – πρόσθεσε – να διδάξουμε τέχνη στους επισκέπτες, αλλά να τους φέρουμε κοντά σε έργα που θα γίνουν έναυσμα σκέψης».
Το μουσείο ή, αν θέλετε, η μουσειακή έκθεση της Συλλογής Γουλανδρή έρχεται, βέβαια, να δώσει στίγμα σύγχρονης τέχνης, σε ένα αθηναϊκό τοπίο που μοιάζει χρόνια τώρα άνυδρο. Με την επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης ακόμη στα… μπετά και την περιπέτεια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, στο Φιξ, να μένει περιπέτεια και όχι εγκαίνιο. Και δη με έργα εμβέλειας Πικάσο και Βαν Γκογκ – για παράδειγμα – που, αν υπάρχουν στην Ελλάδα, βρίσκονται μόνον σε ιδιωτικές συλλογές και, πάντως, τώρα όχι σε κοινή θέα.
Η πρώτη βόλτα, που έκανε το Protagon, στις αίθουσες σε αποχρώσεις του γκρίζου, υποβλητικά φωτισμένες, με έμφαση και εστίαση στα αραιά εκτιθέμενα έργα, όχι πάντα με εμφανή την συνοχή και την συνέχεια, έδειξε δυο τρία πράγματα: Οτι μπορούμε και στην Ελλάδα, πλέον, να θαυμάζουμε από κοντά την λεπτομέρεια, τα χρώματα, την πινελιά σε έργα που μέχρι σήμερα μπορούσαμε να δούμε μόνον σε μεγάλα μουσεία του εξωτερικού (να μην εξαιρέσουμε εδώ, σε κάποιες περιπτώσεις, την Εθνική Πινακοθήκη). Οτι οι τουρίστες θα μπορούν να πουν ότι είδαν Βαν Γκογκ ή Πικάσο ή Καντίνσκι ή Ροντέν και στην Αθήνα. Και ότι, με την συνεπικούρηση και πολλών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και περιοδικών εκθέσεων, θα μπορούμε να μάθουμε κι εμείς και τα παιδιά μας πολλά περισσότερα – πλέον – για την σύγχρονη τέχνη και την πρωτοπορία, ξένη και ελληνική. Ότι πέντε γενιές καλλιτεχνών, που στεγάζει το εν λόγω μουσείο, μπορούν να μας δείξουν πολλά, όχι μόνον για την τέχνη, αλλά και για την ζωή. Και πως 6.000 τόμοι στην βιβλιοθήκη του Ιδρύματος έχουν πολλά να αποκαλύψουν για την σύγχρονοι τέχνη ή για εκθέσεις και καλλιτέχνες που δεν έχουμε δει από κοντά, αλλά κι εκείνοι έχουν «να μας πουν». Είναι λίγα αυτά; Ιστορίες κοριτσιών και… αυτιών Πίσω από όλα αυτά τα πολύτιμα έργα της «μυθικής» συλλογής κρύβονται και τόσες ιστορίες, που η επιμονή της υπεύθυνης Μαρίας Κουτσομάλλη – Μορό μας βοήθησε να κρατήσουμε στις αποσκευές μας από αυτή τη βόλτα στην τέχνη της εικαστικής πρωτοπορίας.
Φανταστείτε, λοιπόν, την θρυλική 14χρονη γλυπτή, ορειχάλκινη «Χορεύτρια» του Εντγκάρ Ντεγκά. Κλεισμένη μέσα σε ένα γυάλινο κουβούκλιο, όπως και όταν ο ίδιος την εξέθεσε για μία και μοναδική φορά, το 1881 στο Παρίσι. Για να εισπράξει δριμύτατη κριτική. Πρώτα επειδή η μικρούλα, που την είχε πλάσει από κερί, την κάλυψε με πηλό και πρόσθεσε μιας περούκα από ανθρώπινα μαλλιά, ντύνοντάς την με μεταξωτή φούστα, μπούστο και λινές πουέντ, θύμιζε στο κοινό της εποχής τα γυάλινα «κλουβιά» για τα πλάσματα που εξέθετε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Ένα τέρας, λοιπόν; Έπειτα γιατί είχαν βρει την μουρίτσα της λίγο σαν ποντικίσια. Σαν αναφορά στα «ποντικάκια της Όπερας του Παρισιού», φτωχά και ορφανά, που κατέληγαν συνήθως στην πορνεία. Την είχαν βρει και άσχημη και κάπως «επικίνδυνη», όπως και τον Ντεγκά που ασχολούνταν τότε και με δύο εφήβους δολοφόνους του Παρισιού. Δίπλα στην Όπερα, όπου ο ίδιος είχε παρακολουθήσει 177 συναπτά μπαλέτα και όπερες. Η κριτική φόβισε τον Ντεγκά, που ναι μεν είχε πλάσει άλλα 80 γλυπτά, ανάμεσά τους και 27 χορεύτριες από ορείχαλκο (σήμερα βρίσκονται στην Τέιτ Γκάλερι, στο Λούβρο και, πλέον, και στην Αθήνα), έργα τα οποία βρέθηκαν μετά το θάνατό του, αλλά δεν εξέθεσε ποτέ ξανά κανένα για τριάντα χρόνια. Όταν πια η ορειχάλκινη εκδοχή της μικρής «Χορεύτριας» είδε το φως έκθεσης, έγινε από τα πιο διάσημα γλυπτά στην ιστορία της τέχνης.
Ή, στην ελληνική πλέον έκθεση έργου του, σαν την «Αιώνια Άνοιξη», σε ορείχαλκο επίσης. Ένα από τα τέσσερα συνολικά ερωτευμένα ζευγάρια, που εικονοποίησαν χάρη στην σμίλη του το ξεκίνημα της αγάπης, όπου στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά οι ερωτευμένοι. Εμπνευσμένο από την «Πύλη της Κολάσεως» στο έργο του Δάντη, που ο Ροντέν το προχώρησε βάζοντάς το στο πλαίσιο του… καθημερινού έρωτα. Ο πάμφτωχος, 35χρονος ήδη, Βίνσεντ Βαν Γκογκ φτάνει το Μάιο του 1888, μόνος κι έρμος, στην Αρλ της Νότιας Γαλλίας. Είναι ιδιοκτήτης ενός τραπεζιού, δύο καρεκλών, ενός κρεβατιού. Και μερικών αντικειμένων, που ζωγραφισμένα πάνω στο τραπέζι, με το λατρεμένο του κίτρινο να κυριαρχεί, φαντάζουν σαν «σκηνή ιερή» και σαν θησαυροί.
Και αυτό, ενώ περίμενε τον φίλο του Πολ Γκογκέν για να δουλέψουν, επιτέλους, μαζί. Και όντως ήρθε. Και δούλεψαν, πλάτη με πλάτη, σε μία δενδροστοιχία της Αρλ που απαθανατίστηκε σε τέσσερα έργα από τον Βαν Γκογκ και σε δύο, με άλλη προοπτική, από τον Γκογκέν. Δύο μήνες μετά ο Βαν Γκογκ, όπως μάθαμε 15 χρόνια μετά από τον Γκογκέν, έκοψε για άγνωστο λόγο μέρος του αυτιού του και στη συνέχεια μπήκε μόνος του σε ψυχιατρείο στη Νότια Γαλλία. Όσο βελτιωνόταν η υγεία του έπαιρνε άδεια για να ζωγραφίζει. Έτσι έφτασε στους ελαιώνες, πηγή χρωμάτων από την ώχρα και το καφέ της γης, ως το πράσινο και χρυσαφί των λιόφυλλων. Το πρώτο του έργο με τις «Συλλέκτριες ελιάς», που θα εκτίθεται πλέον στην Αθήνα, το ζωγράφισε επιτόπου. Κι έκανε δύο αντίγραφα για την οικογένειά του, που εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον και το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Αποψη του πρώτου ορόφου: στο βάθος διακρίνονται έργα του Πολ Γκογκέν (αριστερά) και Βίνσεντ Βαν Γκογκ (δεξιά) Ιστορίες υπάρχουν πολλές και γοητευτικές πίσω από τα έργα της αθηναϊκής συλλογής. Όμως ας κλείσουμε με τον «Νέο με ανθοδέσμη», έργο του 24χρονου τότε Πάμπλο Πικάσο, που δούλευε ασταμάτητα νύχτες και κοιμόταν τις μέρες, στο Παρίσι του 1905. Όταν με τους φίλους του πήγαινε συνέχεια στο Τσίρκο Μεντράνο και απαθανάτιζε σε σχέδια κι έπειτα σε πίνακες τα παιδιά που έβρισκε έξω από την τέντα, όπως τον εν λόγω νέο. Αντίστιξη προς την «Γυναίκα με ανασηκωμένα χέρια», που την ίδια χρονιά με τις «Δεσποινίδες (ή πόρνες) της Αβινιόν», το 1907, έσπασε την φόρμα, το προχώρησε και εγκαινίασε τα χρόνια του κυβισμού. Με πρόσωπο σαν μάσκα, ζωγραφική που «είναι γεωμετρία» και την εξαφάνιση της τρίτης διάστασης. Σε ευθεία αναλογία με έργα που έπλασαν στη Γερμανία της εκκόλαψης του αυγού του φιδιού, ήτοι της ανόδου του Ναζισμού, με ποιητική αφαίρεση ο Βασίλι Καντίνσκι το 1932 και με την πολύχρωμη αφαιρετική επίσης «Δυναμική ενός κεφαλιού», το 1934, ο Πάουλ Κλέε. Κι αν πάρουμε τον Πικάσο ως μέτρο και για την έκθεση της συλλογής Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα, ίσως θα πρέπει να θυμηθούμε (και η έκθεση το βεβαιώνει όχι μόνον για τον ίδιο καλλιτέχνη), «δεν λέω τα πάντα, αλλά ζωγραφίζω τα πάντα».
Μοντέρνα ελληνική τέχνη στον 3ο όροφο του Μουσείου Σύγχρονη ελληνική τέχνη στον 3ο όροφο του Μουσείου Info Νέο μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή από την Τετάρτη 2 Οκτωβρίου, πλαισιωμένο από πολιτιστικές εκδηλώσεις και εκπαιδευτικά εργαστήρια, στο νεόκοπο κτίριο της οδού Ερατοσθένους 13. Στο μουσείο, με συνολική επιφάνεια 7.250 τ.μ., σε 11 ορόφους, εκτός από τους εκθεσιακούς χώρους, λειτουργούν πωλητήριο, Café – Εστιατόριο, βιβλιοθήκη τέχνης, παιδικό εργαστήριο και αμφιθέατρο, 190 θέσεων Ωρες λειτουργίας: Τρίτη-Κυριακή 10.00-18.00. Παρασκευή 10.00-22.00. Δευτέρα κλειστά Εισιτήρια: Γενική είσοδος 8€, Μειωμένο εισιτήριο 6€ (οι άνω των 65 ετών, παιδιά και έφηβοι 12-17 ετών, φοιτητές, άνεργοι, υπηρετούντες την στρατιωτική τους θητεία) Ελεύθερη είσοδος για παιδιά έως 12 ετών, ΑμεΑ και το συνοδό τους, εκπαιδευτικούς που συνοδεύουν σχολεία, κατόχους κάρτας ICOM – ICOMOS, διπλωματούχους ξεναγούς Ολόκληρη η συλλογή του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή θα αρχίσει σταδιακά να παρουσιάζεται στην ιστοσελίδα goulandris.gr
Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου