|
ΗΤΑΝ Η ΩΡΑ λίγο προτοῦ κλείσουν τὰ μαγαζιά.
Μερικοὶ εἴχανε κιόλας κατεβάσει τὰ κεπέγκια. Βιαστικὰ ψώνιζαν οἱ
τελευταῖοι πελάτες κι οἱ ἔμποροι βιαστικὰ ζυγίσανε, μὰ δὲν ἀκουγόταν
ὁμιλίες. Μιὰ γριὰ ποὺ πουλοῦσε στὴ γωνία ματσάκια ἄνιθο, μετὰ βίας
ἀνάσαινε. Ὁ πάγος εἶχε λιώσει πάνω στοὺς πάγκους μὲ τὰ ψάρια καὶ τὸ
νερὸ κυλοῦσε ἀπὸ τὰ πλαγιασμένα μάρμαρα.
Στὸ καφεκοπτήριο γύριζε ἡ μηχανὴ ποὺ ἄλεθε καφέ. Στὰ κρεοπωλεῖα
χασάπηδες μὲ ματωμένες τὶς ἄσπρες τους ποδιὲς ξεκρεμοῦσαν τὰ κρέατα.
Πάνω σὲ κούτσουρο ἕνας καθάριζε ἐντόσθια καὶ τά 'ριχνε στὶς γάτες.
Μανάβηδες γεμίζανε μὲ ψαλιδόχορτα τὰ τελάρα. Ἀπὸ τὸ σινεμὰ πού 'χε
προβολὲς πρωινές, βγῆκε ὁ μηχανικὸς νὰ ξεμουδιάσει. Τὰ καρούλια τῆς
ταινίας γυρίζανε ἀπὸ μόνα τους. Πιὸ πολὺ ἀκουγόταν ὁ θόρυβος τῆς
μηχανῆς παρὰ τὰ λόγια τῆς ταινίας – τί λόγια δηλαδή, πιστολιὲς καὶ
τρεξίματα. Ἕνας πωλητὴς εἶχε ἁπλώσει πάνω σ' ἕνα λυόμενο κρεβάτι
κοσμήματα.
— Ἔλα τιμὲς λαϊκές, ἔλεγε. Κοχύλια μικρά, κοχύλια μεγάλα καὶ πολύχρωμα.
Ἕνας γέρος ἔσπρωχνε ἕνα καροτσάκι. Μάζευε ἐφημερίδες, χαρτιά.
Τρισήμιση δραχμὲς τὸ κιλὸ τὰ πουλάω, μ' εἶπε. Ἅμα δὲν μοῦ τ' ἀγοράζουν,
τὰ καίω στὴ σόμπα μου. Βγάζουνε κάπνα, μὰ τραβᾶνε τὴν ὑγρασία.
Ἀπέναντι στὰ ἀνθοπωλεῖα ἦταν πολλοὶ μαζεμένοι. Μία γυναίκα φώναζε.
Εἶχε παραγγείλει ἕνα στεφάνι γιὰ κηδεία μὰ τὰ λουλούδια ποὺ ἔβαλε ὁ
ἀνθοπώλης ἦταν παρμένα ἀπὸ ἄλλες κηδεῖες. Φώναζε πὼς ἦταν μαραμένα,
ἔδειχνε κλωτσώντας μὲ τὸ πόδι της τὶς μὼβ ταινίες. Τί νὰ τὰ κάνω τὰ χρυσαφένια
γράμματα, ἔλεγε, μὲ τέτοια σκουπίδια; Ὁ κύκλος γύρω της στένευε. Κανένα
λουλούδι δὲν χάνεται, φώναζε. Ὅλα γίνονται ξανὰ στεφάνια. Στεφάνια
γιὰ τὰ σόγια σας καὶ γιὰ τὰ παιδιά σας. Σὰ νά 'λεγε κάποιο ἐπίμονο παιδικὸ
τραγούδι. Αὐτό 'ναι γιὰ τὰ μοῦτρα σας καὶ γιὰ τὰ παιδιά σας. Ὁ ἥλιος φανέρωνε
στὸ πρόσωπό της κηλίδες, μουτζοῦρες ἤτανε; ἀπὸ κλάματα; Πάντως πρόσεξα
πὼς πάνω στὰ μαῦρα της ροῦχα εἶχε σταγόνες καὶ δαχτυλιὲς ἀπὸ σκονισμένα
χέρια.
Προχώρησα γιὰ νὰ φύγω. Πάνω σ' ἕνα καρότσι ποὺ κυλοῦσε μὲ ρόδες, γυρίζανε
κασέτες. Ἕνα τραγούδι ἔφτανε. Ἴσως ν' ἀλλάξεις κάποτε μὰ ἐμένα πιὰ
μὲ χάνεις.
Πῆρα τὸ ἀστικό. Ἀπὸ τὸ Στρατηγεῖο ἀνέβηκαν δυὸ στρατιῶτες. Κάτι
λέγανε γιὰ τὸν σκοπὸ στὴν πύλη ποὺ δὲν χαιρέτησε κι ἔφαγε φυλακὴ ἢ
ποὺ χαιρέτησε ἀλλὰ δὲν φώναξε δυνατά, κάτι τέτοιο. Καθήσανε δίπλα
ἀπὸ τὸν εἰσπράχτορα. Σὲ λίγο πιάσανε συζήτηση γιὰ τὰ ἀθλητικά. Ὁ
εἰσπράχτορας ἔβγαλε μιὰ ἐφημερίδα καὶ χτυπώντας την, ἐδῶ ρέ, φώναζε,
ἐδῶ θὰ γίνει ὁ τάφος σας. Οἱ στρατιῶτες γελοῦσαν, ὁ εἰσπράχτορας εἶχε
σωπάσει μὰ ξαφνικὰ φώναξε, ἕνα βῆμα, ἕνα βῆμα μπροστά. Δὲν ὑπῆρχε
κανένας ὄρθιος στὸν διάδρομο γιὰ νὰ προχωρήσει κι οἱ στρατιῶτες γελάσανε
πιὸ δυνατὰ αὐτὴ τὴν φορά. Σιγὰ-σιγά, ἀδειάσαν κι οἱ θέσεις. Οἱ περισσότεροι
κατέβηκαν στὴν στάση Παλαιὰ Δικαστήρια. Κοίταξα ἀπ' τὸ παράθυρο.
Δὲν ὑπῆρχαν οὔτε παλιὰ οὔτε καινούργια κτίρια. Μιὰ πλατεία σκαμμένη
μόνο, φραγμένη μὲ κόντρα πλακὲ καὶ πανιὰ ἀπὸ τσουβάλια. Σκάβοντας γιὰ
θεμέλια εἴχανε βρεῖ νερὸ γι' αὐτὸ καὶ τὴν κλείσανε. Ὅπως μὲ τοὺς ἀρρώστους
π' ἀνοίγοντας τὴν κοιλιὰ τους βρίσκουν μεταστάσεις. Τοὺς κλείνουν καὶ
τοὺς στέλνουν σπίτι γιὰ νὰ πεθάνουν. Κάποτε θὰ χτιστεῖ ἡ πλατεία κι αὐτοὶ
θὰ 'χουν πεθάνει.
Ὁ εἰσπράχτορας ἅπλωσε μπροστά του μιὰ πετσέτα κι ἔτρωγε ψωμὶ μὲ σταφίδες.
Πόσες στάσεις ἔχει μέχρι τὸ τέρμα; τὸν ρώτησα. Πάτησε ἕνα κουμπί, ἄνοιξε
ἡ πίσω πόρτα καὶ κατέβηκε ἐνῶ τὸ αὐτοκίνητο ἀκόμη ἔτρεχε. Τὸν εἶδα
νὰ τρεκλίζει γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ἐπιτάχυνση. Ὁ ὁδηγὸς ἔκανε ἕνα κύκλο
γύρω ἀπὸ μιὰ τριγωνικὴ νησίδα καὶ φρενάρισε ἀπότομα.
— Τέρμα κύριος, μοῦ εἶπε κοιτάζοντάς με μέσα ἀπὸ τὸν καθρέφτη.
Κατέβηκα. Ἦταν τὸ τέρμα;
Ὁ ἥλιος σὲ τύφλωνε. Τὸ κρύο τρυποῦσε τὰ κόκκαλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου