του Γιάννη Παπαδημητρίου
H συγχώνευση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων με τη μεταποίηση αλλά και με το εμπόριο τροφίμων και ποτών εκφράζεται από τον καθιερωμένο διεθνώς όρο «Αγρο-Διατροφικός Τομέας». Όπως εξηγεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων (FAO), η εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής και η ανάπτυξη καθετοποιημένων μονάδων έχουν κάνει πολύ δύσκολη την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ της παραγωγής πρώτων υλών και της επεξεργασίας τους. Το σίγουρο είναι ότι η εφοδιαστική αλυσίδα των επεξεργασμένων τροφίμων κερδίζει διαρκώς έδαφος σε βάρος αυτής των νωπών.
Στην εξίσωση υπεισέρχονται καθοριστικά διάφοροι οικονομικοί παράγοντες, όπως η αγροτική επιχειρηματικότητα, που, σύμφωνα πάλι με τον FAO, είναι το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων «από το αγρόκτημα μέχρι το πηρούνι» (και στην ελληνική αργκό «από το χωράφι μέχρι το πιάτο»), οι ποσοστώσεις, επιδοτήσεις και αποζημιώσεις βάσει εθνικών και υπερεθνικών νομοθεσιών, όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε., αλλά και ένα πολύπλοκο σύστημα πιστοποιήσεων της προέλευσης των τροφίμων με στόχο την αύξηση της τιμής τους ή την προστασία τους από τον ανταγωνισμό. Φυσικά αυτό το branding στοχεύει τις καρδιές των πιο εύπορων καταναλωτών, που, στο αέναο κυνήγι της περίφημης ποιότητας ζωής, δεν ενδιαφέρονται τόσο για ανάγκες όσο για «εμπειρίες», που συμπληρώνονται και από νέες οικονομικές δραστηριότητες, όπως ο αγροτουρισμός, ο γαστρονομικός τουρισμός και η «υψηλή γαστρονομία». Το φαγητό των φτωχών από την άλλη, ούτως ή άλλως ελλειμματικό σε πρωτεïνες και βασισμένο σε υδατάνθρακες και λιπαρά, αντικαθίσταται σταδιακά από προϊόντα χημικής επεξεργασίας, έτοιμες συσκευασίες κλπ.
Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για μπόλικο χρήμα, συχνά αδυσώπητο ανταγωνισμό και, συναφώς, για την άνθιση ποικίλων εγκληματικών πρακτικών. Η αστυνομική λογοτεχνία, ως καθ’ ύλην αρμόδια, δεν έχει αδιαφορήσει για τον αγρο-διατροφικό τομέα και έχει ανοίξει το σχετικό κεφάλαιο εδώ και καιρό. Προσοχή όμως, δεν πρόκειται πια για την παραδοσιακή σχέση του φαγητού με το αίνιγμα και το έγκλημα, τη νουάρ γαστρονομία, που τόσο εξιτάρει τους αστυνομικούς συγγραφείς και ιδιαίτερα τους μεσογειακούς, αλλά, παραφράζοντας τον ορισμό του FAO, για το έγκλημα «από το αγρόκτημα μέχρι το πηρούνι» - ή «μέχρι το ποτήρι» ! Αποφεύγοντας τη σπαζοκεφαλιά, εάν τα σχετικά μυθιστορήματα συγκροτούν κάποιο υπο-είδος ή όχι, θα επιχειρήσω μια ενδεικτική παρουσίαση ορισμένων, που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά.
Η νοθεία των τροφίμων
Το μυθιστόρημα “Mi fido di te” («Σου έχω εμπιστοσύνη», εκδ. Καστανιώτη 2009, μτφρ. Δ. Δότση) το έγραψαν το 2007 δύο Ιταλοί, ο Φραντσέσκο Αμπάτε και ο πιο γνωστός Μάσιμο Καρλότο, που, αφού πέρασε τα νιάτα του στην Άκρα Αριστερά και κατηγορήθηκε άδικα για φόνο, θεωρείται σήμερα ο κύριος ανανεωτής του ιταλικού νουάρ μυθιστορήματος με σαφές πολιτικό και κοινωνικό στίγμα. Εκτυλίσσεται στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας, όπου εξάλλου ζουν και οι δύο συγγραφείς του, και έχει έναν αρνητικό ήρωα ως πρωταγωνιστή και αφηγητή.
Αυτός αγοράζει σε τιμή ευκαιρίας ένα «γκουρμέ» εστιατόριο και το χρησιμοποιεί ως βιτρίνα για το πραγματικό του επάγγελμα, που είναι το εμπόριο νοθευμένων τροφίμων. Ο κατάλογος των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων είναι μακρύς : υπολείμματα μολυσμένων με βακτήρια κοτόπουλων μετασχηματισμένα σε μπιφτέκια, γλυκά από πολτούς μουχλιασμένων αυγών, θαλασσινά από ρυπασμένες ακτές και ποτά «μπόμπες», αμφίβολης ποιότητας λάδι από το Μαγκρέμπ, ληγμένα προϊόντα με νέα συσκευασία και ημερομηνία, πλαστά πιστοποιητικά μη μεταλλαγμένων και γενικά όλη η σκοτεινή πλευρά της διατροφικής βιομηχανίας. Ας διδαχτούμε από έναν αληθινό γκραν μετρ του είδους : «Και βέβαια το άρωμα που πουλούσε περισσότερο στους σεφ ήταν η λευκή τρούφα της Αλμπα, η πιο ακριβή, που δεν ήταν άλλο από έναν υδρογονάνθρακα, το διμεθυλθειομεθάνιο, που το ανακάτευαν με λιωμένο βούτυρο και το έριχναν πάνω σε αχνιστά ζυμαρικά από αβγά».
Ο Τζίτζι Βιανέλο γνωρίζει καλά τους κανόνες του παιγνιδιού, μεταξύ των οποίων ο βασικός είναι να μην το παρακάνεις ποτέ με τη νοθεία, ώστε να αποφεύγεις ανεπιθύμητους θανάτους. Μικρές ποσότητες λοιπόν αλλά στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό σημείων πώλησης. Και βέβαια καμία ανάμειξη με την παραγωγή, καθώς στον συγκεκριμένο «τομέα» ρισκάρουν λιγότερο οι διανομείς παρά οι παραγωγοί.
Οι συγγραφείς αναλύουν με εμβρίθεια τις υλικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης της μαφίας των νοθευμένων τροφίμων, που απασχολεί πια στρατιές ανθρώπων. Τόσο η ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας των προσθέτων κάθε είδους όσο και η οικονομική κρίση, που ωθεί τους ανθρώπους σε φτηνότερες λύσεις και συμπιέζει τα ποσοστά κέρδους, οδηγούν σε μια στρατηγική επιλογή, τη μετακύλιση του κόστους στην υγεία του κοινωνικού συνόλου.
Και αυτοί πάντως, που ψάχνουν την «υψηλή γαστρονομία», τις ονομασίες προέλευσης και τα delicatessen, διατρέχουν συχνά τον κίνδυνο να φάνε χρυσοπληρωμένα απόβλητα, «απόσκατα» αντί για «σκατά», όπως αποφαίνεται περί ανθρώπων κάποια στιγμή ο ήρωας του βιβλίου.
Φυσικά η βιτρίνα του ήρωα διανθίζεται με διασυνδέσεις με το πολιτικό σύστημα, τηλεοπτικά σώου μαγειρικής, δημοφιλή εσχάτως και στη χώρα μας, και ερωτικές ξεπέτες αλλά δεν κυλάει μέχρι το τέλος ανέφελα, καθώς εμπλέκεται τόσο το τωρινό έγκλημα όσο και το σκοτεινό παρελθόν. Και, παρόλο που ενόψει της βδομαδιάτικης επίσκεψης στο σούπερ μάρκετ, το βιβλίο θα μπορούσε να γίνει ανατριχιαστικό, είναι γραμμένο με απολαυστικό χιούμορ, στο οποίο ασφαλώς βοηθάει η επιλογή των συγγραφέων να μιλήσουν με τη νοοτροπία του αφηγητή.
Έγκλημα σε αμπελώνες και οινοποιεία
Στατιστικά, το δημοφιλέστερο μεταξύ των αστυνομικών συγγραφέων παράγωγο του αγρο-διατροφικού συμπλέγματος είναι το κρασί. Φαίνεται να προσφέρεται ιδανικά για την περιγραφή της αντίθεσης ανάμεσα στη ζωή, που αντιπροσωπεύουν ο μόχθος, η γνώση, το κλίμα και το έδαφος, και στη σκοτεινή πλευρά μιας επικερδέστατης βιομηχανίας. Επικεφαλής της λίστας των «οινο-αστυνομικών» συγγραφέων βρίσκεται το δίδυμο των Γάλλων Ζαν Πιέρ Αλό και Νοέλ Μπαλέν, που έχουν δημιουργήσει τη σειρά «Το αίμα της αμπέλου» με 25 συνολικά τίτλους, μεταφερμένους στην τηλεόραση και μεταφρασμένους σε άλλες γλώσσες, όχι όμως και στα ελληνικά όπως έδειξε η έρευνά μου στη βάση δεδομένων biblionet. Τον κατάλογο συμπληρώνουν η Αμερικανίδα Νάντια Γκόρντον, ο Καναδός Τόνι Άσπλερ και άλλοι.
Στην ελληνική αγορά κυκλοφορούν μόνο δύο, από τα δεκάξι συνολικά, μυθιστορήματα του Γερμανού δημοσιογράφου και γευσιγνώστη Πάουλ Γκρότε, που έχει και επαγγελματικό παρελθόν στην οινοποιία. Τοποθετεί τη δράση τους στις πιο γνωστές οινοπαραγωγικές ζώνες της Ευρώπης και βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει τις πλούσιες γνώσεις του όχι μόνο σε ποικιλίες σταφυλιού, τεχνικές οινοποίησης και γευστικές αποχρώσεις αλλά και στη φυσιογνωμία και το τοπίο των καλλιεργητικών περιοχών και στα πολιτικά και οικονομικά διακυβεύματα. Όλα αυτά δημιουργούν μια σύνθετη πλοκή με πολλούς χαρακτήρες και ανατροπές, ίσως λίγο πληθωρικά για την πρόσληψη από τον αμύητο στο θέμα αναγνώστη.
Στο γραμμένο το 2006 “Rioja für den Matador” («To Κρασί του Ταυρομάχου», εκδ. Καστανιώτη 2015, μτφρ. Γ. Λαγουδάκου), ο Χένρι Μεγιενμπέκερ, δημοσιογράφος ενός γερμανικού περιοδικού κρασιών, αξιόπιστος και μη επιρρεπής σε διαφημιστικά «ρεπορτάζ» έναντι ανταλλαγμάτων, καλείται επειγόντως από τον οινολόγο ενός νεοπαγούς συνεταιρισμού στην κύρια αμπελουργική περιοχή της Ισπανίας, τη διαρρεόμενη από τον ποταμό Έβρο κοιλάδα Λα Ριόχα, με σκοπό να τον βοηθήσει στον ανταγωνισμό από μια παραδοσιακή οικογενειακή οινοποιία. Στη ρίζα της διαμάχης βρίσκεται η στενότητα της πρώτης ύλης, που οφείλεται τόσο στη ραγδαία αύξηση των οινοποιείων όσο και στην ισχύουσα ευρωπαϊκή ποσόστωση, που απαγορεύει τη δημιουργία νέων αμπελώνων. Οι μέτοχοι του συνεταιρισμού είναι πρώην προμηθευτές της ιδιωτικής επιχείρησης, που την εγκαταλείπουν για το δικό τους εγχείρημα. Η δολοφονία του οινολόγου με ένα προετοιμασμένο τροχαίο ατύχημα στην αρχή της ιστορίας βυθίζει τον ήρωα σε ένα σαθρό έδαφος, όπου κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν είναι αρραγές και κανείς εμπλεκόμενος δεν είναι αυτός, που εκ πρώτης όψεως δείχνει, και θέτει σε κίνδυνο και τη δική του ζωή.
Η περιοχή, που οφείλει τη φήμη της στις καινοτομίες του Μαρκησίου Ντε Ρισκάλ ήδη από το 1860, διαιρείται σε 3 ζώνες, τη (βασκική) Ριόχα Αλαβέσα Ριόχα και την Ριόχα Άλτα, στις οποίες κυριαρχεί η ποικιλία Τεμπρανίλιο, και την πιο ξηρή Ριόχα Μπάχα με συχνότερη τη Γκαρνάγα. Τα κόκκινα κρασιά Ριόχα είναι προϊόν ανάμειξης κυρίως των δύο ποικιλιών, αν και ενίοτε προστίθενται παράνομα και ποσότητες κρασιού από τη γειτονική Ναβάρρα, όπως ανακαλύπτει ο ήρωας του βιβλίου. Όπως και άλλα μυστικά, από τα οποία το πιο βαθειά κρυμμένο είναι η οικοδόμηση της οικογενειακής αυτοκρατορίας στα χρόνια του φρανκισμού με την υφαρπαγή αμπελώνων ύστερα από την κατάδοση των ιδιοκτητών τους.
Στο άλλο βιβλίο με τίτλο “ Der Wein des KGB” («Το κρασί της KGB», εκδ. Καστανιώτη 2012, μτφρ. Αρ. Κοντογιώργη), που γράφτηκε 3 χρόνια αργότερα, ο φόντος είναι τα αδιέξοδα της μετακομμουνιστικής Ρουμανίας, οι ιδιωτικοποιήσεις αμπελώνων και οινοποιείων υπό καθεστώς λαδώματος και διαφθοράς, η παντοδυναμία των στελεχών του προηγούμενου καθεστώτος και της διαβόητης «Σεκουριτάτε» και στη νέα περίοδο και η υπαγωγή της χώρας στην αμερικανική επιρροή. Η Ρουμανία θεωρείται πάντως ανερχόμενη δύναμη στην παραγωγή κρασιού, αν και χρειάζεται να διαψεύσει την εμπεδωμένη εικόνα ότι είναι ικανή μόνο στα γλυκά κρασιά και να βρει τις «σημαίες», που θα την καθιερώσουν στη διεθνή αγορά.
Πρωταγωνιστής είναι ο Γερμανός αμπελουργός Μάρτιν Μπόγκερς, που δυσκολεύεται να συντηρήσει το οινοποιείο του στο Μπορντό και δέχεται ως δώρο εξ ουρανού την πρόταση μιας άγνωστης εταιρείας να αναζητήσει ευκαιρίες επενδύσεων σε νέες ποικιλίες στη Ρουμανία. Στην Κωστάντζα της Μαύρης Θάλασσας γεύεται όντως ένα νέκταρ με το όνομα «Ζόντιακ» και αποφασίζει να αναζητήσει τα ίχνη της προέλευσής του, την ίδια ώρα που αρχίζουν τα εμπόδια και οι δολοφονίες. Το οδοιπορικό του ήρωα στην ατέλειωτη ρουμανική ενδοχώρα δίνει στον Γκρότε την ευκαιρία να περιγράψει ενδελεχώς τους ρουμανικούς αμπελώνες και τα προϊόντα τους, άλλα εξαιρετικά και άλλα μετριότατα, στην παράδοση του καθεστώτος Τσαουσέσκου, που έδινε σημασία μόνο στην ποσότητα προκειμένου να μηδενίσει το εξωτερικό χρέος της χώρας, τα δε χύμα πλαδαρά και με πρόσθετη ζάχαρη, κατάλληλα μόνο για φτωχούς. Η αναζήτηση του «Ζόντιακ», που συνήθιζαν να απολαμβάνουν τα στελέχη της KGB, μετατρέπεται σε εφιάλτη, ειδικά αφότου ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι χρησιμοποιείται ως πιόνι στον πόλεμο μυστικών υπηρεσιών, και θα χρειαστεί τη βοήθεια της συντρόφου του, που καταφθάνει εσπευσμένα από τη Γαλλία, για να βγει απ’ αυτόν.
Η μυθοπλασία του ουίσκι
Όλοι γνωρίζουν ότι το μαλτ ουίσκι δεν βρίσκεται μόνο στον σκληρό πυρήνα της σκωτσέζικης εθνικής ταυτότητας και της διεθνούς εικόνας της αλλά και στην καρδιά της οικονομίας της, συνεισφέροντας κολοσσιαία ποσά και σ’ αυτή και στις πολυεθνικές εταιρίες, που έχουν τον έλεγχο της παγκόσμιας διανομής, και αρκετά συχνά και της παραγωγής και της εμφιάλωσης. Την πραγματικότητα αυτή την έχουν αξιοποιήσει διάφοροι αστυνομικοί συγγραφείς, είτε Σκωτσέζοι - Ντένζελ Μέιρικ, Νταγκ Τζόνστον και πριν από αυτούς ο συνιδρυτής του SNP, του Εθνικού Κόμματος Σκωτίας, Κόμπτον Μακένζι με το σατιρικό κατά βάση “Whisky galore” (Ουίσκι σε αφθονία) του 1947 – είτε όχι – λ.χ. η Αμερικανίδα Μελίντα Μάλετ -, που έχουν βρει στο «νερό της ζωής» ένα, πολυεπίπεδο υποψιάζομαι, βοήθημα για την ανάπτυξη της μυθοπλασίας τους.
Στην ελληνική αγορά κυκλοφορεί μόνο το μυθιστόρημα μιας άλλης Αμερικανίδας, της Ντέμπορα Κρόμπι, με τίτλο “Now may you weep” («Τα δάκρυα δεν είναι για το ουίσκι», εκδ. Αλεξάνδρεια 2011, μτφρ. Π. Μοσχοπούλου) και ήρωες το αγαπημένο της δίδυμο, και ζευγάρι, των βρετανών αστυνομικών Τζέμα Τζέϊμς και Ντάνκαν Κινκέϊντ.
Η Τζέμα ταξιδεύει με μια φίλη της για ένα σεμινάριο μαγειρικής στην καρδιά των σκωτσέζικων Χάϊλαντς και ειδικότερα στην κοιλάδα του ποταμού Σπέϊ με τα πολλά αποστακτήρια, τα παράγωγα των οποίων εμείς οι μπαρουτοκαπνισμένοι λάτρεις του μαλτ εννοείται ότι επ’ ουδενί διανοούμαστε να συγκρίνουμε με την άγρια γεύση άνθρακα και θαλασσινού ανέμου του Lagavulin και των υπολοίπων μαλτ της δυτικής ακτής, και εμπλέκεται σε μια ιστορία πάθους, η οποία κρατάει από πολύ παλιά.
Με το εύρημα ενός παλιού ημερολογίου του 1898 η συγγραφέας βρίσκει τον τρόπο να αφηγηθεί παραστατικά όλη την παραδοσιακή διαδικασία παρασκευής του ουίσκι, από το ψήσιμο και το άλεσμα του κριθαριού, την ανάμιξή του με καυτό νερό και την παραγωγή του σακχαρώδους υγρού γουέρτ (wirt) μέχρι τη ζύμωση του τελευταίου, την απόσταξη σε χάλκινους άμβυκες και την πολυετή ωρίμανση του ποτού σε δρύϊνα βαρέλια. Ενώ ταυτόχρονα ξεδιπλώνει την ιστορία των ανταγωνισμών, παλιών και νέων, μεταξύ των αποστακτηρίων και των οικογενειών, στις οποίες ανήκουν, που οδηγούν στο έγκλημα αλλά και σε μια απόπειρα δηλητηρίασης – μαντέψτε – με ουίσκι. Το ταξίδι, που αποτυπώνεται και σε έναν ωραίο χάρτη, δεν παραλείπει να αναδείξει τη θαυμαστή εναλλαγή χρωμάτων του σκωτσέζικου τοπίου.
Και μια ελληνική πινελιά
Προς το παρόν οι Έλληνες αστυνομικοί συγγραφείς δεν δείχνουν να εμπνέονται ιδιαίτερα από τις κομπίνες στον αγρο-διατροφικό τομέα, τις απάτες στις επιδοτήσεις, τις νοθείες λαδιού και τσίπουρου ή την παράνομη διακίνηση προστατευόμενων χελιών στην Κίνα, που έχουν κατά καιρούς δει το φως της δημοσιότητας.
Ίσως το πλησιέστερο δείγμα να είναι το οιονεί αστυνομικό μυθιστόρημα, και με οιονεί διατροφικό αντικείμενο, του Γιάννη Γαϊτάνου με τίτλο «Με φλος ρουαγιάλ», που εκδόθηκε το μακρινό 1987, με ενθουσιώδη πρόλογο του Βασίλη Βασιλικού, από τον Καστανιώτη. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί επιδέξια τα πλεονεκτήματα της αστυνομικής πλοκής, όπως το γρήγορο μοντάζ ή την ατμόσφαιρα μυστηρίου, και αφηγείται την ιστορία του κυρίως μέσα από τα μάτια της νεολαίας, που παρατηρεί τις κινήσεις των μεγάλων. Το γεωγραφικό πλαίσιο είναι η καπνούπολη της Καβάλας, η αποκληθείσα και «Μέκκα του καπνού», που επί ένα και πλέον αιώνα αφιέρωσε το σύνολο της οικονομίας της, τον πρωτογενή τομέα (καλλιέργεια), τον δευτερογενή (επεξεργασία σε 160 παρακαλώ πολυώροφα κτίρια) και τον τριτογενή (εμπόριο) στα ανατολικά καπνά. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται στη διάρκεια της κρίσης της δεκαετίας του ’50, όταν το διεθνές εμπόριο στρέφεται σε νέες αγορές και κυρίως σε νέους τύπους καπνών και κυρίως στα μπέρκλεϊ. Στο πρόσωπο ενός αχόρταγου μεγαλοκαπνέμπορου το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη συντριβή της μέχρι τότε πάμπλουτης και επιδειξιομανούς αστικής τάξης της πόλης στις μυλόπετρες του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας, με τους καπνεργάτες περιορισμένους στο φόντο της αφήγησης. Στο τέλος, εκείνα τα δραματικά γεγονότα στοιχειώνουν μετά από 30 χρόνια τις ζωές δύο, μεσηλίκων πλέον, ηρώων.
Εν πάση περιπτώσει για τις προτιμήσεις των συγγραφέων δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Οι Έλληνες εκδότες όμως έχουν στη διάθεσή τους μια εκτεταμένη διεθνή βιβλιοπαραγωγή και μπορούν να προσβλέπουν σε ένα μεγάλο ποσοστό πληθυσμού απασχολούμενου όχι μόνο στο αγρο-διατροφικό σύμπλεγμα αλλά και στους συναφείς διοικητικούς μηχανισμούς. Συνεπώς μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε και σε νέους τίτλους !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου