του Γιάννη Σχίζα
Η μεγάλη και σπουδαία εταιρεία συναντάει όλο και μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην εγχώρια παραγωγή, που φαίνεται να ανακαλύπτει ότι η παραγωγή «κόλας» δεν συνιστά και καμιά επένδυση υψηλής τεχνολογίας, π.χ. όπως η παραγωγή ανταλλακτικών για δορυφόρους... Εκτός αυτού, βέβαια, υπάρχουν τα διάφορα «αφρώδη», που υπαινίσσονται ή επαίρονται για τον υγιεινό τους χαρακτήρα.
Εμένα πάντως η κατάσταση με παραπέμπει στο τρομερό φιλμ του Όλντριχ Λίπσκυ, «Τζο ο Λεμονάδας»: Γεννημένο το 1964, σε μια φάση σχετικής αποδυνάμωσης της σταλινικής γραφειοκρατίας, το φιλμ πολυβολούσε το πνεύμα της καπιταλιστικής αγοράς αλλά και το ίδιο το γουέστερν ως συμβατικό κινηματογραφικό είδος, χρησιμοποιώντας μια καλαμπουρτζίδικη μυθοπλασία περί της Κόλα Λόκα...
Σύμφωνα με το σενάριο, η «Κόλα Λόκα» ήταν ποτό μη αλκοολούχο που εισέβαλε σε μια μικροκοινωνία του γουέστ χάρη στην εξαιρετική «προμόσιον» του Τζο Λεμονάδα, ενός φανταιζί καουμπόυ πανηγυριώτικης εμφάνισης, αρίστης και δη απαστράπτουσας οδοντοστοιχίας και μεγάλων προσόντων στην τεχνική της μονομαχίας...
Εκεί θριάμβευε χάρη στο πιστολίδι του, εκτόπιζε το αλκοόλ και κατά συνέπεια αποκαθιστούσε τη παραδοσιακή σκοπευτική ικανότητα των πολιτών που -όπως ήταν φυσικό- προσπόριζε εισοδήματα στο τοπικό γραφείο κηδειών(!): Γραφείο το οποίο συνιστούσε βασικό στοιχείο των υποδομών μιας καουμπόικης πολίχνης, μαζί με το σαλούν, την τράπεζα και το γραφείο / κρατητήριο του σερίφη...
Ο ευφυής χλευασμός του Λίπσκυ δεν είχε βέβαια σχέση με τις χοντράδες του παλαιοκομμουνισμού εκείνης της περιόδου. Το κωμικό πνεύμα δεν μπορούσε να σταδιοδρομήσει στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», κι αυτό εν μέρει εξηγεί την πάνδημη υποδοχή της Κόλα-λόκα σε αυτές τις κοινωνίες μετά το 1989...
Στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’60 είχαμε τη «Σινάλκο κόλα» και άλλα, ανάλογης σύνθεσης ποτά. Επίσης υπήρχαν και βιοτεχνίες, που παρήγα και διένειμαν αναψυκτικά σε τοπικές κλίμακες. Στη πορεία αυτές αλώθηκαν, πάντοτε για λόγους άμεσου συμφέροντος και φυσικά με παραγνώριση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της εγχώριας ανάπτυξης. Το σκεπτικό ήταν άλλοτε η έξωση της εγχώριας παραγωγής για την κυριαρχία «προσοδοφόρων» ευρωπαϊκών επενδύσεων και άλλοτε η «ευθανασία» - ιδιαίτερα αυτή που διαφήμιζε ο κομφορμιστικός εκσυγχρονισμός:
Όταν επιδίωκε σώνει και καλά να φέρει το ποσοστό των απασχολουμένων στις μεγάλες επιχειρήσεις του δευτερογενούς τομέα στα επίπεδα της Αγγλίας, ίνα πληρωθεί το ρηθέν υπό του Καρόλου Μαρξ ότι το μέλλον του καπιταλισμού είναι αγγλικό. Ή, προκειμένου για την αγροτική παραγωγή, να πετύχει την έξωση των παραγωγικά απασχολουμένων σε αυτήν, γιατί έτσι γυάλιζε στο πτωχό μυαλουδάκι ορισμένων η «πρόοδος»...
ΑΥΓΗ 7.9.19
Η μεγάλη και σπουδαία εταιρεία συναντάει όλο και μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην εγχώρια παραγωγή, που φαίνεται να ανακαλύπτει ότι η παραγωγή «κόλας» δεν συνιστά και καμιά επένδυση υψηλής τεχνολογίας, π.χ. όπως η παραγωγή ανταλλακτικών για δορυφόρους... Εκτός αυτού, βέβαια, υπάρχουν τα διάφορα «αφρώδη», που υπαινίσσονται ή επαίρονται για τον υγιεινό τους χαρακτήρα.
Εμένα πάντως η κατάσταση με παραπέμπει στο τρομερό φιλμ του Όλντριχ Λίπσκυ, «Τζο ο Λεμονάδας»: Γεννημένο το 1964, σε μια φάση σχετικής αποδυνάμωσης της σταλινικής γραφειοκρατίας, το φιλμ πολυβολούσε το πνεύμα της καπιταλιστικής αγοράς αλλά και το ίδιο το γουέστερν ως συμβατικό κινηματογραφικό είδος, χρησιμοποιώντας μια καλαμπουρτζίδικη μυθοπλασία περί της Κόλα Λόκα...
Σύμφωνα με το σενάριο, η «Κόλα Λόκα» ήταν ποτό μη αλκοολούχο που εισέβαλε σε μια μικροκοινωνία του γουέστ χάρη στην εξαιρετική «προμόσιον» του Τζο Λεμονάδα, ενός φανταιζί καουμπόυ πανηγυριώτικης εμφάνισης, αρίστης και δη απαστράπτουσας οδοντοστοιχίας και μεγάλων προσόντων στην τεχνική της μονομαχίας...
Εκεί θριάμβευε χάρη στο πιστολίδι του, εκτόπιζε το αλκοόλ και κατά συνέπεια αποκαθιστούσε τη παραδοσιακή σκοπευτική ικανότητα των πολιτών που -όπως ήταν φυσικό- προσπόριζε εισοδήματα στο τοπικό γραφείο κηδειών(!): Γραφείο το οποίο συνιστούσε βασικό στοιχείο των υποδομών μιας καουμπόικης πολίχνης, μαζί με το σαλούν, την τράπεζα και το γραφείο / κρατητήριο του σερίφη...
Ο ευφυής χλευασμός του Λίπσκυ δεν είχε βέβαια σχέση με τις χοντράδες του παλαιοκομμουνισμού εκείνης της περιόδου. Το κωμικό πνεύμα δεν μπορούσε να σταδιοδρομήσει στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», κι αυτό εν μέρει εξηγεί την πάνδημη υποδοχή της Κόλα-λόκα σε αυτές τις κοινωνίες μετά το 1989...
Στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’60 είχαμε τη «Σινάλκο κόλα» και άλλα, ανάλογης σύνθεσης ποτά. Επίσης υπήρχαν και βιοτεχνίες, που παρήγα και διένειμαν αναψυκτικά σε τοπικές κλίμακες. Στη πορεία αυτές αλώθηκαν, πάντοτε για λόγους άμεσου συμφέροντος και φυσικά με παραγνώριση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της εγχώριας ανάπτυξης. Το σκεπτικό ήταν άλλοτε η έξωση της εγχώριας παραγωγής για την κυριαρχία «προσοδοφόρων» ευρωπαϊκών επενδύσεων και άλλοτε η «ευθανασία» - ιδιαίτερα αυτή που διαφήμιζε ο κομφορμιστικός εκσυγχρονισμός:
Όταν επιδίωκε σώνει και καλά να φέρει το ποσοστό των απασχολουμένων στις μεγάλες επιχειρήσεις του δευτερογενούς τομέα στα επίπεδα της Αγγλίας, ίνα πληρωθεί το ρηθέν υπό του Καρόλου Μαρξ ότι το μέλλον του καπιταλισμού είναι αγγλικό. Ή, προκειμένου για την αγροτική παραγωγή, να πετύχει την έξωση των παραγωγικά απασχολουμένων σε αυτήν, γιατί έτσι γυάλιζε στο πτωχό μυαλουδάκι ορισμένων η «πρόοδος»...
ΑΥΓΗ 7.9.19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου