Γιῶργος Ἀποσκίτης : Φωκίωνος
ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ καθισμένος στὸ ἴδιο παγκάκι κάθε
σούρουπο καὶ χαζεύει τοὺς διαβάτες, τὰ παιδάκια ποὺ παίζουν, τὰ καρότσια
μὲ τὰ ψώνια, τοὺς μαγαζάτορες νὰ μαζεύουν τὴν πραμάτεια τους. Οἱ πιὸ
πολλοὶ ἀπ’ τοὺς φίλους του εἶναι ἀπὸ καιρὸ πεθαμένοι κι αὐτοὶ ποὺ ζοῦν
σπάνια βγαίνουν ἀπ’ τὰ σπίτια τους ἢ ἀπ’ τὸ ἵδρυμα ὅπου μένουν, ἀδέρφια
δὲν ἔχει καὶ τὰ ἴχνη ἐκείνης τῆς καλοσυνάτης μεσόκοπης γυναίκας ποὺ
τὸν ἐπισκεπτόταν σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα στὸ διαμέρισμά του ἔχουν
ἀνεξήγητα χαθεῖ. Καπνίζει τὸ τσιγάρο του παρὰ τὴν προχωρημένη του
ἡλικία —τοῦ ἀρέσει νὰ λέει ψέματα πὼς τάχα δὲν κατεβάζει τὸν καπνὸ—
καὶ συχνὰ πυκνὰ βγάζει τὸ μπλοκάκι του ὄχι γιὰ νὰ γράψει —πάει καιρὸς
ποὺ πιὰ δὲν γράφει ποιήματα— μὰ γιὰ νὰ σκιτσάρει πρόχειρα μὲ τὸ μολυβάκι
κάτι ποὺ τοῦ τράβηξε φευγαλέα τὸ βλέμμα. Οἱ περαστικοὶ ἐπιταχύνουν
τὸ βῆμα τους ἀρκετὰ μέτρα προτοῦ τὸν πλησιάσουν —ἴσως ἡ ὄψη του ἔχει
γίνει ἀλλόκοτη μὲ τὰ χρόνια—, μονάχα ὁρισμένα παιδιά, ἂν στὸ παιχνίδι
ἐπάνω τύχει καὶ βρεθοῦν κοντά του, τοῦ χαμογελοῦν κι ἐκεῖνος ἀνοίγει
τὸ τετραδιάκι του, σκίζει μιὰ σελίδα στὴν τύχη καὶ τοὺς χαρίζει —ἀνταποδίδοντας
τὸ χαμόγελο— κάποιο ἀπὸ τὰ τελευταῖα σκαριφήματά του. Μὲ τὸ ποὺ πέσει
ἡ νύχτα, σμῆνος πουλιὰ πετᾶνε πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του ὥρα πολλή, θαρρεῖς
πὼς εἶναι στ’ ἀλήθεια αὐτὴ ἡ συντροφιά του· κάποιο μάλιστα ἀπ’ ὅλα
—τὸ ἴδιο κάθε φορά, αὐτὸ τὸ λαβωμένο— χαμηλώνει τὰ σπασμένα του φτερὰ
καὶ μὲ τὸ ράμφος του τοῦ χαϊδεύει τὴ φαλάκρα, ὕστερα κάθεται στὸν ὦμο
του κι ἐκεῖνος γυρνᾶ πρὸς τὸ μέρος του, τοῦ γνέφει μὲ μιὰ ἔκφραση στὸ
πρόσωπο ὅλο νόημα καὶ γλυκὰ ἀποκοιμιέται.
Γιῶργος Ἀποσκίτης (1984). Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε
σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων,
μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ
στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις
καὶ ἀλλοῦ.
ΠΗΓΗ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου