|
Καθένας εἶναι μόνος στὴν καρδιὰ τῆς γῆς
διαπερασμένος ἀπὸ μιὰ ἀχτίδα τοῦ ἥλιου
κι ἔχει κιόλας βραδιάσει.
S. Quasimodo
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ προχωρᾶ στὴν παραλία, κάθε τόσο ρίχνει
μιὰ ματιὰ στὸ δρόμο, μετὰ ξανὰ τὸ βλέμμα γυρίζει στὴ θάλασσα ποὺ ἁπλώνεται
ἀκίνητη, καὶ ἔτσι ὅπως τὸν τυλίγει τὸ φῶς τῆς μέρας ποὺ φεύγει, στὸ
μυαλό του ἔρχονται μισὲς κουβέντες, εἰκόνες τρυφερές, ἐρωτικές, ἕνας
ὦμος, μιὰ μέση, ἕνα στῆθος, ἕνας γλουτός, γυναικεῖα βλέμματα ποὺ τραβάει
ὅπως βγαίνει ἀπὸ τὴ θάλασσα ἕνα ἐνενήντα καλοφτιαγμένος, ἡ ἀμμουδιὰ
ποὺ βουΐζει ἀπὸ ὑποσχέσεις. Πέρασε τὸ Καλοκαίρι ἄδειασαν οἱ ἀμμουδιές,
χάθηκαν εὐκαιρίες κι ἐκεῖνος νοιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ἐρωτευθεῖ νὰ τὸν
ποθήσουν.
Ὁ Ἠλίας Ζαχαριάδης γεννήθηκε στὴν Ἰκαρία. Εἶναι ψυχίατρος
καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἡ
ματιὰ του πιάνει μιὰ λυγερὴ σιλουέτα ποὺ πλησιάζει, ἀποφασίζει ἐπὶ
τόπου, εἶναι ἡ εὐκαιρία του. Ἡ γυναίκα σταματάει, χαιρετάει, ἁπλώνει
τὸ χέρι στὸ μπράτσο του, ἡ εὐκαιρία του, τὴν ἤξερε ἀπὸ παλιά, ἴσως νὰ
ὑπῆρχε καὶ κάποιο αἴσθημα μεταξύ τους, ἀποφασίζει ἐπὶ τόπου, ὅσο
πιὸ ἐπίσημα γίνεται, «θέλω νὰ σὲ παντρευτῶ». Ἡ γυναίκα ἀντιλαμβάνεται
ὅτι μιλάει σοβαρά, τοῦ λέει, «δίπλα εἶναι ἡ γυναίκα σου, ἔχεις παιδιὰ
κι ἐγγόνια καὶ τέλος πάντων τί τοὺς θέλεις τοὺς γάμους, πατημένα τὰ ὀγδόντα».
Ὁ
ἄνθρωπος ἀποτραβιέται, περνάει διαδρόμους, σκάλες, ὑπόγεια, ψάχνει
κομμάτια ζωῆς ποὺ τοῦ διαφεύγουν, ἡ ματιά του ξαναγυρνάει στὴν θάλασσα,
βάρκες πηγαινοέρχονται, γλιστροῦν ἥσυχα πάνω στὸ νερὸ κι ἡ ἀνάγκη
του νὰ ἐρωτευθεῖ εἶναι ἐκεῖ, ἐπιμένει, δὲν ἔχει μετακινηθεῖ βῆμα,
ἂς εἶναι γιὰ λίγο ὅσο κρατάει ἡ μπουνάτσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου