|
ΤΑ ΧΕΡΙΑ τῆς Σοφίας πλέκουν
κοτσίδα τὰ μαλλιὰ τῆς Ἄννας. Ἡ Ἄννα εἶναι ἡ κόρη, ἡ μαμὰ εἶναι ἡ Σοφία.
Εἶναι πρωΐ, ἡ Σοφία ἑτοιμάζει τὴν Ἄννα γιὰ τὸ σχολεῖο.
«Κάτσε λίγο ἥσυχη. Δὲν
μπορεῖς νὰ κάτσεις λίγο ἥσυχη;», λέει ἡ Σοφία. Πλέκει πολὺ σφιχτὴ τὴν
κοτσίδα. Ἡ Ἄννα πονάει καὶ ἀφήνει σιγανοὺς ἤχους διαμαρτυρίας. Δὲν
εἶναι καλὴ μέρα. Χτὲς τὸ βράδυ στὸ μέτρημα, πάλι ἔλειπε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀδέρφια
της.
Ἕνα
μουγκρητὸ ἀκούγεται ἀπὸ τὸν κῆπο. Ἡ Σοφία καὶ ἡ Ἄννα στρέφουν πρὸς τὸ
παράθυρο. Μιὰ βαθιὰ ρυτίδα θυμοῦ ἐμφανίζεται στὸ μέτωπο τῆς Σοφίας,
παρατάει τὴν κοτσίδα στὴ μέση καὶ βγαίνει ἔξω στὸν κῆπο, τινάζοντας
μὲ δύναμη τὴν πόρτα πίσω της. Ἡ Ἄννα μένει στὴ θέση της σὰν ἄγαλμα. Μετὰ
ἀπὸ λίγο ξαναρχίζουν τὰ μουγκρητὰ στὸν κῆπο.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα
τῆς κοτσίδας πέρασαν πολλὰ χρόνια. Ἡ Ἄννα μεγάλωσε, παντρεύτηκε, ἔκανε
παιδιά. Κι ἕνα βράδυ ἐκεῖ ποὺ ἔσκυψε νὰ φιλήσει τὴν μικρή της κόρη
της γιὰ καληνύχτα, ξαφνικὰ τῆς ψιθύρισε:
— Ἄν σοῦ ἔλεγα ὅτι παλιὰ ζοῦσε μιὰ λεοπάρδαλη στὸν κῆπο μας; Στὸ
σπίτι ποὺ μεγάλωσα;...
Τὸ κοριτσάκι, ἕντεκα χρονῶν, ἀπάντησε ἀμέσως μισοκοιμισμένη:
— Θὰ σὲ πίστευα.
Κι ἔτσι ἡ Ἄννα ἄρχισε νὰ λέει ψιθυριστὰ τὴν ἱστορία. Ὁ μπαμπάς
της εἶχε πεθάνει ὅταν ἐκείνη ἦταν ὀχτὼ χρονῶν. Πέθανε ἀπὸ ἔμφραγμα
στὴν δουλειά του, ἦταν φύλακας στὸ ζωολογικὸ κῆπο. Λίγους μῆνες μετὰ
τὸν θάνατό του, τρύπωσε στὸν κῆπο τους μιὰ λεοπάρδαλη.
Ἡ
Σοφία συνέχιζε:
— Ἄν σου ἔλεγα, ὅτι τὰ πάντα ἑξαρτῶνταν ἀπὸ τὶς διαθέσεις
της;...
— Θὰ σὲ πίστευα.
— Εἶναι τελείως τυχαῖο τὸ ὅτι ζῶ. Ἔτυχε νὰ μὴν εἶμαι μπροστὰ τὶς
ὧρες ποὺ πεινοῦσε.
— Πῶς μπῆκε στὸν κῆπο;
— Μπῆκε μικρή, τὴν περάσαμε γιὰ γάτα μᾶλλον. Κρυβόταν. Ὅταν ἔφαγε
κάτι πουλιὰ τὴν εἶδα ἐγὼ πρώτη φορά. Εἶχε ἤδη μεγαλώσει πολύ.
— Τὴν φοβόσουν;
— Τὴν ἔτρεμα. Πήγαινα κοντά της ὅταν κοιμόταν μόνο.
— Καί;
— Τὴν κοιτοῦσα.
— Καί;
— Δὲν ἔχω ξαναδεῖ πιὸ ὄμορφο πλάσμα. Ἡ γούνα της λαμπύριζε. Κάθε
τρίχα της ἔμοιαζε μὲ λεπτεπίλεπτη βελόνα.
— Μπορεῖ νὰ σᾶς ἀγαποῦσε.
— Τρεφόταν μὲ μᾶς. Ὅποιον ἔβρισκε πρόχειρο.
— Ἐσὺ τὴν ἀγαποῦσες;
— Τὴν λάτρευα.
— Τὴν ἄγγιξες ποτέ;
— Θὰ μὲ ἔτρωγε. Ἔφαγε πολλοὺς ἀπὸ τὰ ἀδέρφια μου.
— Ἀλήθεια;
— Ἀλήθεια. Τὸ βράδυ πρὶν κοιμηθοῦμε ἡ μητέρα μου μᾶς ἔστηνε στὴν
σειρὰ καὶ μᾶς μετροῦσε. Φορούσαμε τὰ νυχτικά μας καὶ μοιάζαμε ἤδη μὲ
φαντάσματα. Πολλὲς φορές, ἔλειπε κάποιος. Γυρνούσαμε στὰ κρεβάτια
μας τρέμοντας ἀπὸ τὸν φόβο. Ἀπὸ θαῦμα ζῶ ἐγώ...
— Πῶς τὴν γλίτωσες; Πῶς σώθηκες; ρώτησε τὸ κοριτσάκι.
Ἡ
Ἄννα χαμογέλασε ἀχνὰ καὶ ἀπάντησε σχεδὸν κεφάτα:
— Τυχαῖα! Θὰ μποροῦσε νὰ μὲ εἶχε φάει κι ἐμένα ὅπως τὰ ἀδέρφια
μου. Ἁπλὰ ἔτυχε νὰ λείπω τὶς ὧρες ποὺ πεινοῦσε! Εἶχα σχολεῖο, φροντιστήριο,
ἀγγλικά, μπαλέτο, γερμανικά...
— Τὴν εἶχες βαφτίσει;
— Δὲν θὰ σοῦ πῶ.
— Πῶς τὴν ἔλεγαν; Πές μου...
— Ντρέπομαι νὰ σοῦ πῶ.
— Ἔλα μαμά... πές μου.
— Χίθκλιφ τὴν ἔβγαλα. Εἶχα ἀκούσει κάπου το ὄνομα καὶ μοῦ ἄρεσε.
Δὲν ἤξερα ἂν εἶναι ἀγορίστικο ἢ κοριτσίστικο. Ἀπὸ θαῦμα ζῶ. Θὰ μποροῦσε
νὰ μὲ εἶχε φάει κι ἐμένα...
Ἡ
Ἄννα σήκωσε τὸ βλέμμα στὸ ταβάνι κι ἐπανέλαβε χαμογελώντας ἀφηρημένα:
— ...Ἔτυχε νὰ λείπω τὶς ὧρες ποὺ πεινοῦσε. Εἶχα σχολεῖο, φροντιστήριο,
ἀγγλικά, μπαλέτο, γερμανικά... Φρόντιζα νὰ λείπω συνέχεια.
— Τί ἀπέγινε;
— Ἡ λεοπάρδαλη;
— Ναί.
— Φοροῦσε μιὰ μπλὲ ρόμπα.
— Ἡ λεοπάρδαλη;
— Ἡ μητέρα μου ἡ Σοφία. Φοροῦσε μιὰ μπλὲ ρόμπα τὴν ἡμέρα ποὺ τῆς
ἐπιτέθηκε ἡ λεοπάρδαλη.
— Πές..
— Μιὰ μέρα, ἐγὼ ἔλειπα πάλι. Μοῦ εἶπαν τὰ ἀδέρφια μου ὅτι ἡ μητέρα
μου ἀποφάσισε νὰ διώξει τὴν λεοπάρδαλη ἀπὸ τὸν κῆπο μας. Εἶχε βαρεθεῖ
νὰ μετράει κάθε βράδυ τὰ παιδιά της. Πῆγε λοιπὸν στὴν κρυψώνα τῆς λεοπάρδαλης,
κάθισε καὶ τὴν περίμενε νὰ βγεῖ.
— Καὶ ἡ λεοπάρδαλη;
— Τὸ κατάλαβε. Ἐκεῖ μέσα στὴν κρυψώνα της τὸ ἔνιωσε. Κατάλαβε
ὅτι ὁ χρόνος της τελείωνε καὶ ὅτι τὴν ἔδιωχναν. Θύμωσε. Καὶ ὅρμηξε
στὴν μητέρα μου.
— Καί;...
— Ἡ μπλὲ βελούδινη ρόμπα τῆς μητέρας μου σώθηκε. Τὴν βρήκαμε στὰ
χώματα, γεμάτη ξεραμένα αἵματα. Εἶχε πολλὰ σκισίματα ἀλλὰ ἐπιδιορθώθηκε
ἀπὸ μιὰ πολὺ καλὴ μοδίστρα.
— Ἡ μητέρα σου; Ἡ λεοπάρδαλη;
— Αὐτὲς πάλεψαν μέχρι θανάτου. Πάλευαν γιὰ μέρες, τὶς ἀκούγαμε.
Μουγκρητὰ καὶ βογκητά. Ἐμεῖς πηγαίναμε κανονικὰ σχολεῖο, ἀγγλικά,
φροντιστήριο, κι αὐτὲς ἐκεῖ μέσα στὶς φυλλωσιές, πάλευαν ποιά θὰ νικήσει.
— Καὶ τελικά, ποιά νίκησε;
— Δύσκολο νὰ πῶ. Ἡ μητέρα μου πάλευε γιὰ ἐμᾶς. Γιὰ νὰ πάψει τὸ μέτρημα
τὰ βράδια. Γιὰ νὰ μὴν φοβόμαστε. Ἡ λεοπάρδαλη πάλεψε γενναῖα. Εἶχε
καὶ ἐκείνη τὰ δικά της ἰδανικά. Πιστεύω πὼς καὶ οἱ δυό τους ἀγαποῦσαν
πολὺ τὸν πατέρα μου. Πιστεύω πὼς τοὺς ἔλειπε.
Ἡ
Ἄννα κοίταξε τὴν κόρη της, ἄθελά της τὴν εἶχε ξυπνήσει. Τὸ κορίτσι τὴν
κοίταζε μὲ μάτια διάπλατα, κι εἶχε σχεδὸν ἀνασηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι.
Ἡ Ἄννα συνέχισε.
— Ξαφνικὰ ἕνα πρωΐ, ἀκούστηκε ἡσυχία στὸν κῆπο. Καταλάβαμε
ὅτι ἡ μάχη ἔληξε, ξεχυθήκαμε στὸν κῆπο ὅσα παιδιὰ εἴχαμε ἀπομείνει
νὰ δοῦμε ἂν νίκησε ἡ μητέρα μας. Ἀλλὰ εἶχαν ἐξαφανιστεῖ καὶ οἱ δυό
τους. Μόνο τὴν μπλὲ ρόμπα εἴδαμε στὰ χώματα.
— Μήπως ἦταν ἰσοπαλία; Μήπως καὶ οἱ δύο ἔπεσαν στὴν μάχη;
— Ὄχι ὄχι, εἶναι σίγουρο ὅτι μόνο μία ἀπὸ τὶς δύο ἐπικράτησε.
— Ποιά νίκησε λοιπόν;
— Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ πῶ.
Κανεὶς δὲν πλησιάζει πιὰ στὸ σημεῖο τῆς μάχης νὰ δεῖ τί ἀπέμεινε
ἀπὸ τὶς δυό τους. Τὸ παλιό μας σπίτι ἐρήμωσε.
Ἡ
Ἄννα χαμογέλασε πάλι ἀχνά. Χάιδεψε τὸ πρόσωπο τῆς κόρης της.
— Ξέρεις.. Ἐμεῖς τώρα, γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακό, ἂς συνεχίσουμε νὰ
μετριόμαστε τὰ βράδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου