| Ἀπὸ
τὸν/τὴν planodion στὶς 20
Αὔγουστος 2024 |
ΓΩ ΤΟΝ ΚΑΦΕ ΜΟΥ
τὸν πίνω σκέτο. Ἐπίσης, θέλω τὸ πρωῒ νὰ μὴ μοῦ λένε «Καλημέρα».
Δέκα λεπτὰ στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας χωρὶς νὰ μὲ ἐνοχλεῖ κανένας.
Ἡ ἀπόλυτη εὐτυχία ὁρίζεται στὸ ἄγγιγμα τοῦ ζεστοῦ φλυτζανιοῦ
καὶ στὴ σιωπή. Τοὺς ζορίζει ὁ σεβασμός. Ἡ ἡδονὴ τῶν ἀνύπαρκτων
σκέψεων. Δὲν θέλω ρὲ φίλε νὰ ὑπάρχω γιὰ δέκα λεπτά. Τὸ σπίτι λέει
ἦταν βρώμικο καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ καθαρίσουν στὶς ὀκτώ τὸ πρωὶ καὶ ὄχι
στὶς ἐννέα γιατί αὐτὴ ποὺ θὰ ἔφερναν εἶχε καὶ ἄλλη δουλειὰ τὸ ἀπόγευμα.
Ἐπίσης εἶπαν πὼς δὲν θὰ μὲ ἐνοχλοῦσε, γιατὶ θὰ ἄρχιζε ἀπὸ τὰ μπαλκόνια.
Ρώτησα ἂν θὰ τρώγαμε στὴν βεράντα μιᾶς καὶ θὰ ἦταν καθαρά, ἀλλὰ εἰσέπραξα
ἕνα κουρασμένο βλέμμα. Ἦταν χειμώνας ἀλλὰ αὐτοὶ ἐπέμεναν νὰ
σφουγγαρίσουν παντοῦ. Ξύπνησα χαρούμενη καὶ βάζοντας μόνο τὶς
κάλτσες του πῆγα στὴν κουζίνα. Ἡ μπαλκονόπορτα ἦταν ἀνοιχτὴ . Ἔκανε
κρύο. Μόλις πλησίασα γιὰ νὰ τὴν κλείσω ἀκούω τὴν πρώτη καλημέρα.
Δὲν ἀπαντῶ. Κλείνω τὴν πόρτα καὶ κατευθύνομαι στὸ μάτι τῆς κουζίνας.
Ἕνα ρεῦμα ἀέρα μοῦ κοκκαλώνει τὴν πλάτη καὶ ἀκούω μιὰ δεύτερη
καλημέρα γιατί δὲν εἶχα ἀκούσει λέει τὴν πρώτη. Προσπαθῶ νὰ συγκρατηθῶ.
Ἀρχίζω νὰ στριφογυρίζω τὸ περίτεχνο κουταλάκι τῆς γιαγιᾶς καὶ
κάνω ὑπομονὴ ἐνῶ δὲν θέλω. Συνεχίζει νὰ μιλάει βρίσκοντας ὁμοιότητες
στὸν τρόπο ποὺ ξυπνᾶμε. Ἡ ὑποψία ὅτι μοιάζω μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ
πλένει τὶς βεράντες τὸ χειμώνα μὲ ἀναγουλιάζει. Καταπίνω τὸ σάλιο
μου καὶ ὁ λαιμός μου ξεραίνεται ἐπικίνδυνα. Βάζω τὸ φλυτζάνι μου
στὸ τραπέζι καὶ πάω νὰ ξανακλείσω τὴν μπαλκονόπορτα. Πετάγεται
ἀπότομα πίσω ἀπὸ τὸ φίκο καὶ μοῦ λέει νὰ πάω στὸ σαλόνι, γιατὶ τὴν
πόρτα τὴν θέλει ἀνοιχτή. Τὴν κοιτάζω καὶ τὴν ξανακλείνω. Κάθομαι
νὰ σώσω ὅσα λεπτά μοῦ ἔχουν ἀπομείνει. Ἡ πόρτα ἀνοίγει μὲ νεῦρα
καὶ ἕνα ἀνεπαίσθητο μουρμουρητὸ ἀκούγεται. Περνάει ἀπὸ δίπλα
βρομοκοπώντας χλωρίνη τὴν ὥρα ποὺ τὰ χείλη μου ἀκουμποῦν τὴν πορσελάνη.
Ἀφήνω σιγὰ-σιγὰ τὸ φλυτζάνι στὸ πιατάκι του. Ἔχει μισοκρυώσει
ἄλλωστε καὶ δὲν πίνεται. Ὁ ἀπολογισμὸς εἶναι δύο καλημέρες, ἀκατάσχετη
φλυαρία καὶ κυκλοφοριακὸ χάος. Ὁμολόγησαν πὼς ἦταν λάθος νὰ μὲ
ἀφήσουν μόνη μου μαζί της. Δὲν ἦταν λάθος νὰ πίνω τὸν καφέ μου μὲ τὴν
μπαλκονόπορτα ἀνοιχτὴ ὅμως, οὔτε νὰ κρέμεται τὸ λάστιχο σὰν τὸν
καταρράκτη τοῦ φονιᾶ στὴ Σαμοθράκη πάνω ἀπὸ τὴ φτέρη. Τὴν βρῆκαν τὸ ἀπόγευμα στὸ πίσω
μπαλκόνι καθισμένη σὲ μιὰ ὡραιότατη μπαμποὺ καρέκλα νὰ κρατάει
μὲ τὸ ἕνα δεμένο της χέρι τὸ λάστιχο ἀνοιχτὸ καὶ τὸ ἄλλο τὴ χλωρίνη
. Στὸ στόμα τῆς εἶχα χώσει ἕνα ἀπορροφητικὸ σουηδικὸ πανάκι
ποὺ δὲν χρειάζεται ἀπορρυπαντικὸ καὶ θὰ ἔκανε τὴν γλώσσα της λαμπίκο.
Ἦταν μπλὲ ἀπὸ τὸ κρύο. Εἶχαν εἰδοποιήσει καὶ τὴν ἀστυνομία. Ἐγὼ
εἶχα κλείσει ὅλες τὶς πόρτες, εἶχα βάλει στὸ φούλ το καλοριφὲρ καὶ
εἶχα φτιάξει ἕνα διπλὸ ἑλληνικὸ. Τί ὡραῖες ποὺ ἦταν ἐκεῖνες οἱ
διακοπὲς στὴν Σαμοθράκη. Τοῦ φώναζα νὰ μὴν σκαρφαλώσει στὰ βράχια
μὰ δὲν μὲ ἄκουσε. Τίποτα δὲν ἤθελα παρὰ νὰ μὲ ἀφήνουν μόνη μου αὐτὰ
τὰ δέκα λεπτά. Δὲν ἤθελα νὰ διώξω τὴν μυρωδιά του ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ
οὔτε πίστευα πὼς μποροῦσε νὰ ξημερώσει ἄλλη καλὴ μέρα γιὰ μένα.
Μπῆκα στὸ πλοῖο μὲ ἕνα μαῦρο καπέλο καὶ ἕνα ἄσπρο φέρετρο. Νὰ φανταστεῖτε,
γιατρέ μου, πὼς μέχρι τότε ἔπινα τὸν καφέ μου μὲ δυὸ κουταλιὲς ζάχαρη.
Πηγή: Πρώτη
δημοσίευση.Τίνα Κωτσιοπούλου (Κύθηρα, μεγάλωσε στὴν Ἀθήνα). Σπούδασε Ἀγγλικὴ Φιλολογία
στὸ Ε.Κ.Π.Α. Δουλεύει ὡς καθηγήτρια Ἀγγλικῶν στὴν Πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση.
Ἔχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικῆς γραφῆς στὸ Ἵδρυμα
Αἰκατερίνης Λασκαρίδου καὶ στὸ Βρετανικὸ Συμβούλιο. Ποιήματά
της ἔχουν συμπεριληφθεῖ στὴν ἀνθολογία Δεῖπνο ποιητῶν (ἐκδ. Ἐν τύποις,
2017). Μικροδιηγήματα ἔχουν συμπεριληφθεῖ στὴν ἀνθολογία Μονοπάτια της γραφής,
(ἐκδ. Ἐν τύποις), καὶ Με
μια σχεδία (ἐκδ. Παρατηρητὴς τῆς Θράκης). Διηγήματά
της ἔχουν ἐπίσης δημοσιευτεῖ σὲ ἠλεκτρονικὰ περιοδικὰ: Πλανόδιον, διηγήματα Μπονζάι,
Ὁ Χάρτης,
121 λέξεις. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου