|
Ἀπὸ
τὸν/τὴν planodion στὶς 1 Αὔγουστος
2024
|
ΠΡΕΠΕ ΝΑ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΩ τὴ θλίψη μου. Αὐξανόταν κάθε μέρα καὶ μὲ κυρίευε. Δὲν
εἶχα ὄρεξη πιὰ γιὰ τίποτα. «Δίπλα στὴ λύπη, ὑπάρχει καὶ ἡ χαρά»
μοῦ εἶπε ὁ γιατρὸς ἕνας γκριζομάλλης, νηφάλιος τύπος κοντὰ στὴ
σύνταξη. «Πρέπει ἁπλῶς νὰ μετακινηθεῖτε ἐλαφρὰ καὶ νὰ τὴν ἀναζητήσετε.»
Μοῦ ζήτησε νὰ ἀγοράσω ἕνα ἡμερολόγιο καὶ νὰ καταγράψω ὅσα
πράγματα μὲ ἔθλιβαν καθημερινά. «Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε
τί βλάπτει τὴν ὑγεία σας καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὰ ἀποφεύγουμε
στὸ ἑξῆς», πρόσθεσε.
Ξεκίνησα γράφοντας γιὰ τὶς εἰδήσεις.
Αὐτὴ τὴν τρομοκρατικὴ διασπορὰ πληροφοριῶν μέσα στὸ σαλόνι
σου ποὺ σὰν σφαῖρες ἀδέσποτες πότε σὲ πετυχαίνουν στὴν καρδιά, πότε
στὸ μυαλὸ καὶ πότε στὰ ἔνστικτα. Στὸ τέλος τῶν ἐνημερωτικῶν ἐκπομπῶν
νιώθω πάντα διαλυμένος καὶ τρομαγμένος. Βέβαια συμβάλλει σὲ αὐτὸ
καὶ ἡ κυβέρνηση. Δίνει τὶς σφαῖρες στοὺς δημοσιογράφους: ἀκρίβεια,
ἀνεξέλεγκτη βία, μέτρα, μέτρα, μέτρα, φτώχεια.
Μιὰ ἄλλη μέρα σημείωσα ὅλους
ἐκείνους τοὺς βαθιὰ χριστιανοὺς ποὺ σὰν ἄλλοι Πρόδρομοι μᾶς καλοῦν
σὲ μετάνοια. Ἐπικαλοῦνται προφητεῖες γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου,
γιὰ πολέμους, γιὰ καταστροφές. «Λιμοί, λοιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί...
Ὁ Θεὸς δίκαιος κριτής. Αὐστηρός. Θὰ ἐπιτρέψει τὰ κακὰ γιὰ νὰ μετανοήσουμε,
ἂν τὸ καταλάβουμε. Δὲν ξέρουμε τί μᾶς περιμένει. Ἄς ἑρμηνεύσουμε
σωστά τὰ μικρὰ χαστούκια τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ ξυπνήσουμε. Ἔρχεται
κατακλυσμός, ὅπως τοῦ Νῶε...»
Ἔγραψα καὶ γιὰ τὶς πολλὲς ὧρες
ἐργασίας. Νυχτώνει μέχρι νὰ ἐπιστρέψω στὸ σπίτι. Καμία ἀναψυχή.
Μπάνιο, φαγητὸ καὶ τηλεόραση. Οὔτε φίλους πιά, οὔτε θέατρα, οὔτε
σινεμά. Καὶ χρόνος νὰ ὑπάρχει δὲν ὑπάρχει κουράγιο. Κι ὅταν ὑπάρχει
κουράγιο, δὲν ὑπάρχουν χρήματα. Φαῦλος κύκλος. «Διάβασε» μοῦ λέει
ἕνας φίλος «βιβλία». Ἀγόρασα μιὰ ποιητικὴ συλλογὴ κι ἕνα μυθιστόρημα.
Καὶ τὰ δύο βραβευμένα ἀπὸ ἐπιτροπές. Τὸ μυθιστόρημα τὸ πέταξα
ἀμέσως, ἀνιαρὸ καὶ κοινότοπο. Τὰ ποιήματα δὲν τὰ καταλάβαινα,
ὡστόσο ἀπέπνεαν μιὰ θλίψη. Δὲν μὲ βοήθησαν καθόλου.
Μετὰ ἀναφέρθηκα στοὺς θανάτους.
Φεύγουν διαρκῶς, πετοῦν, ἀναχωροῦν φίλοι καὶ γνωστοί. Ἀδειάζει ὁ
τόπος γύρω μας. Ἄνθρωποι ἀγαπημένοι, συμμαθητές, ἐκλεκτοί τοῦ
πνεύματος. Ὅλοι ἀποδημοῦν σὰν τὰ πουλιὰ γιὰ ζεστότερα λὲς καὶ πιὸ
χαρούμενα μέρη. Κι ἀκολουθοῦν, ἐπικήδειοι, θρῆνοι, σχόλια γιὰ
στιγμὲς ἀπὸ τὴ ζωή τους, μαῦρες κορδέλες στὸ φέισμπουκ. Συλλυπητήρια.
Ἀτέλειωτα συλλυπητήρια.
Στὸ τέλος τῆς ἑβδομάδας συνειδητοποίησα
καὶ κάτι ἄλλο καὶ τὸ κατέγραψα. Τὰ σπασμένα πεζοδρόμια. Ὁ Δήμαρχος,
ἐπίτηδες λές, δὲν ἐπισκεύασε ἐδῶ καὶ χρόνια οὔτε ἕνα πεζοδρόμιο.
Οἱ δρόμοι εἶναι γεμάτοι λακκοῦβες ἀπὸ τὰ συνεργεῖα τῆς τηλεφωνίας
καὶ τῆς ὕδρευσης ποὺ σκάβουν διαρκῶς, καὶ τὰ πεζοδρόμια γεμάτα μύτες
ἀπὸ σπασμένες πλάκες ποὺ προεξέχουν καὶ καραδοκοῦν. Ἂν δὲν κοιτᾶς
κάτω, εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ σπάσεις κάποιο χέρι ἢ πόδι. Ἂν προσθέσουμε
καὶ τὰ κόπρανα τῶν ἀδέσποτων ἢ τῶν κατοικίδιων, ποὺ οἱ ἰδιοκτῆτες
τους δὲν μαζεύουν ποτέ, ὅταν τὰ βγάζουν βόλτα, τότε εἶσαι ἀναγκασμένος
νὰ προχωρᾶς σκυφτὸς καὶ νὰ περπατᾶς σιγά, βῆμα-βῆμα σὰν σὲ ναρκοπέδιο.
Ἔτσι ὅμως χάνεις τὰ δέντρα, χάνεις τὸν οὐρανό, τὰ σύννεφα, τὰ χρώματα
καὶ μαζὶ τὶς ἐποχές. Ἔρχεται καταπέλτης ὁ χρόνος καὶ σὲ χτυπᾶ στὸ
κεφάλι. «Χάπι μπέρθεϊ τοῦ γιοῦ» λένε οἱ συνάδελφοι, οἱ ὁποῖοι
πληροφορήθηκαν τὰ γενέθλιά σου ἀπὸ τὸ φέισμπουκ. Κι ἐσὺ ξαφνιάζεσαι
ποὺ πλησιάζεις στὰ ἑξῆντα καὶ σχεδὸν δὲν τὸ κατάλαβες.
Τὴν Παρασκευὴ πῆρα τὸ ἡμερολόγιο
παραμάσχαλα καὶ κατευθύνθηκα πρὸς τὸν γιατρό. Μπροστὰ στὴν εἴσοδο
τῆς πολυκατοικίας ὅπου στεγάζεται τὸ ἰατρεῖο ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ
χάσμα. Εἶχε σπάσει ἕνα μεταλλικὸ καπάκι ποὺ κάλυπτε ρολόγια ὕδρευσης.
Ἔκανα ἕνα μικρὸ ἅλμα μὲ προσοχὴ καὶ μπῆκα. Ἡ πόρτα τοῦ ἰατρείου
ὅμως ἦταν κλειστή. Πάνω της καρφιτσωμένη μιὰ μαύρη κορδέλα. «Δυστυχῶς
κι ὁ γιατρὸς ἀποφάσισε ν’ ἀναζητήσει καλύτερους τόπους κι ἀνθρώπους»
σκέφτηκα καὶ ἡ ἀγωνία μὲ κυρίευσε. Ἄρχισα νὰ παθαίνω κρίση πανικοῦ.
«Ποιόν θέλετε;» μὲ ρώτησε μιὰ κυρία ποὺ ξεκλείδωνε τὴν πόρτα ἑνὸς
γειτονικοῦ γραφείου. «Τὸν γιατρὸ» εἶπα μὲ κομμένη ἀνάσα. «Τὸν ψυχίατρο;»
Ἐπέμενε ἐκείνη. Καὶ πρὶν ἀπαντήσω... «Ἡ πολυκατοικία ἔχει δύο
εἰσόδους. Τὸ κάνουν κι ἄλλοι αὐτὸ τὸ λάθος. Θὰ πᾶτε στὴ διπλανὴ εἴσοδο.»
Εὐχαρίστησα καὶ βγῆκα καταϊδρωμένος.
Πηγή: Πρώτη
δημοσίευση.
Ἀλέξανδρος
Βαναργιώτης (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 1966). Σπούδασε
στὸ Κλασικὸ Τμῆμα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἰωαννίνων. Ἐργάζεται
ὡς καθηγητὴς Φιλόλογος στὴ δημόσια Μέση Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε
τὶς συλλογὲς διηγημάτων Διηγήματα
γιὰ τὸ τέλος τῆς μέρας (Ἐκδόσεις Λογεῖον, Τρίκαλα,
2009), Ἡ θεωρία
τῶν χαρταετών (ἐκδ. Παράξενες Μέρες, Ἀθήνα,
2014) καί Κατὰ
μῆκος τῆς Ἐθνικῆς Ὀδοῦ (Εὔμαρος 2019).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου