Του Γιάννη Σχίζα
Βρισκόμαστε
την 13η Αυγούστου, 1922. Οι κανονισμοί του στρατεύματος είναι σαφείς
: Όποιος διαδίδει φήμες για υποχώρηση, ήττα, καταστροφή του Στρατού, περνάει
στρατοδικείο, πιθανόν τουφεκίζεται. Οι
φαντάροι φοβούνται να ανταλλάξουν μεταξύ τους τις πιο γενικές πληροφορίες. Και
όμως, εκείνη την ημέρα γίνεται το ακατόρθωτο : Ένας φαντάρος πλησιάζει τον
πατέρα μου, είναι προφανώς φίλος, μάλιστα Βενιζελικός, και επιβεβαιώνει ότι το
μέτωπο έσπασε. Η είδηση θα πολλαπλασιασθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες, θα χάσει
πολύ γρήγορα την ποινική σημασία της ….
Ο πατέρας
μου, στρατιώτης ανάμεσα στα χρόνια 1917 και 1922, αφηγείται τα περιστατικά που
οδήγησαν στην σύντομη καταστροφή του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της
Μεγάλης Ιδέας. Δεν είναι ιστορικός, δεν είναι επαγγελματίας αφηγητής, δεν έχει γενική
μόρφωση . Δεν γνωρίζει την « ορθή γραφή» –την λεγόμενη διαφορετικά ορθογραφία. Εν τούτοις σε
μερικές σελίδες από το ημερολόγιό του δίνει την τραγικότητα της αίσθησης, που
κυριάρχησε εκείνη τη στιγμή της ιστορίας.. Ξεκινάει από τις 13ης
Αυγούστου και καταλήγει στην 3η Σεπτεμβρίου, είναι τρεις βδομάδες
καιρός, ενώ στο τέλος της αφήγησής του
υπάρχει ένα χρονικό των ζώων που επέζησαν,
από τον επαγγελματία ιστορικό Επαμεινώνδα Βρανόπουλο: Αυτό το έβαλα εγώ,
για να δείξω το ζωοφιλικό πνεύμα που επικρατούσε στις τάξεις των στρατιωτών. Ζώα
και άνθρωποι, είχαν ζήσει μαζί μια μεγάλη περιπέτεια.
Ο πατέρας μου δίνει την αίσθηση της παράλυσης που επικράτησε μέσα σε λίγες μέρες. Μέσα σε λίγες ημέρες το μέτωπο είχε παύσει να είναι μέτωπο, ο στρατός είχε μετατραπεί σε φυγάδες, το στρατηγείο στη Σμύρνη είχε γίνει φάντασμα. Λέει στο ημερολόγιό
του : «Στο στρατηγείο που είχε ερημώσει εν τω μεταξύ άκουσα από το τηλέφωνο
μια αναφορά αεροπόρου που επέστρεψε από την περιοχή υποχωρήσεως του στρατού και
έλεγε τα εξής : « Εχθρικός στρατός δυνάμεως μεραρχίας κατέρχεται προς Δεμερτζή….Στρατός εχθρικός
δυο χιλιάδων προχωρεί προς Μπόρλα και
Γεντίς Τσάϊ»….Γνώριζα το μέρος. Ήταν η στενοπός αυτή 30-36χιλ βορείως
του Σαλιχλί που περνούσε η σιδ. γραμμή. Φρίκη. Φρίκη. Τόσο κοντά !
Σημειώνει ο
ίδιος την υποχώρηση του στρατού :
«Πήγαιναν να αποκόψουν την υποχώρησιν του στρατού
μας που ήταν άτακτη. Ελάχιστα ήταν τα τμήματα που ήταν συντεταγμένα με τους
αξιωματικούς των. Εν τω μεταξύ με τα τραίνα κατέβαιναν προς Σμύρνη κύματα
φυγάδων, στρατιωτών και πολιτών. Από μερικούς εξ αυτών μάθαμε ότι οι στρατηγοί
Τρικούπης και Δημαράς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι στο Αλή- Βεράν και εκεί μας πήραν
όλο το πυροβολικό και τα αυτοκίνητα….Ο στρατός στην υποχώρησίν του έκαψε το Ουσάκ και άλλοι έλεγαν ότι καίγωνταν
και η Φιλαδέλφεια. Δυστυχώς ήταν αλήθεια
!
Συναντάει
στο δρόμο ένα κορίτσι, που τρέμει από το φόβο του αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύει
ότι οι Τούρκοι δεν φείδονται μεθόδων για να προωθήσουν τον εκτουρκισμό : Ένας
άλλος δρόμος για να αποκτήσουν νέους γενίτσαρους.
Μια μικρή κοπέλα που τυχαίως τη συνήντησα και ήταν γνωστής μου
οικογένειας με κλάματα μου είπε : Που μας αφίνεται
εμάς Θωμά; Δεν παίρνεις εμένα τουλάχιστον κάτω στην Ελλάδα, για να μην
με πάρει κανένας τούρκος; Και έκλεγε συνεχώς…Ήταν αδύνατο….10 χρονών κοριτσάκι
ήταν. Ο πατέρας της
κοπελίτσας είχε στη συνοικία μορτάκια κέντρο ουζοπωλείο, είμασταν φίλοι θαμώνες
στο κέντρο αυτό και μια μέρα μας φιλοξένησε σπίτι του. Όταν ήρθε η ώρα των
μεζέδων και του ούζου που συνείθιζαν οι Σμυρνοί, μου έπιασαν τα χέρια και με
τάϊζαν αυτοί. Ο κυρ Κώστας λοιπόν που είχε το κέντρο και την κοπελίτσα που
συνήντησα, έπειτα από δυο μήνες τηγάνιζε σηκοτάκια στη θεσσαλονίκη σε
καταυλισμό προσφύγων. Όταν τον είδα
άρχισε τα κλάματα….Όλοι γλυτώσαμε θωμά μου ,είπε, πλην του κοριτσιού. Το
κορίτσι μας το καμάρι του σπιτιού…μας το πήρε ένας τούρκος.»
Προϊόντος
του χρόνου, χιλιάδες στρατιώτες έπαιρναν το δρόμο από το προάστιο της Σμύρνης Μπουρνόβα
μέχρι το κέντρο της Σμύρνης, όπου βρίσκονται τα πλοία. Εδώ η περιγραφή είναι
δραματική :
« Από το δρόμο του Μπουρνόβα
έρχονταν χιλιάδες στρατιώται όπως τα κοπάδια που τα κυνηγούν λύκοι. Όλοι μαζί
και αμίλητοι. Άλλοι ήταν οπλισμένοι με
όπλα και χειροβομβίδες άλλοι με πιστόλια μόνο, άλλοι εντελώς ανυπόδητοι άλλοι
με διαλυμένες αρβύλες δεμένες με σχοινιά. Όσο για τα ρούχα πάλιν ήταν
απερίγραπτον. Όλοι προσπαθούσαν να μπουν
στο φραγμένο χώρο και εν συνεχεία να ανεβούν στα πλοία. Μερικοί φορούσαν
παντελόνια ως το γόνατο, άλλοι με το ένα σκέλος μακρύτερο από το άλλο, άλλοι
μισόγυμνοι και των περισσοτέρων ο ιματισμός ήταν κουρέλια.Εκείνο όμως που
θυμούμαι ήταν ότι όσοι είχαν τα όπλα τους ήταν οι λιγότερο εξαθλιομένοι. Δεν
ξέρω αν οι σκοποί προσεπάθησαν να τους εμποδίσουν την είσοδο αλλά αυτό ήταν
αδύνατο».
Το πλοίο του
ξεριζωμού ξεκινάει με την πρόθεση να πάει στη Χίο, να ξεφορτώσει τους φαντάρους
που βρίσκονταν πατείς με πατώ σε επάνω σ’ αυτό, όμως κυριαρχεί η στασιαστική
λογική. Παρά τις εκκλήσεις των αξιωματικών οι φαντάροι καταλαμβάνουν το πλοίο
και κατευθύνονται προς τον Πειραιά: Χωρίς να κάνουν καμιά πρόβλεψη για φαγητό
και νερό ! Με το καύσωνα του Αυγούστου, οι στρατιώτες σύντομα αρχίζουν να
αισθάνονται το μαρτύριο της δίψας. Λέει ο πατέρας μου :
« Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι οι διψασμένοι
θάπιναν το νερό των ψυγείων (των αυτοκινήτων)ούτε ότι θα μου έπαιρναν και το
νερό του κανατιού που το είχα κρυμένο. Το κλέψιμο του νερού έγινε τη δεύτερη
μέρα του ταξιδιού και κατά τη ώρα που
έκλεισα λίγο τα μάτια μου. Δεν έβγαλα όμως μιληά από το στόμα μου για να μην
διψάσω περισσότερο. Φυσικά το νερό των ψυγείων ήταν
μερικές οκάδες και δεν έσωζε την κατάστασι αλλ’ ούτε το αντελήφθησαν πολλοί
οπότε δεν θα έπινε κανείς….Μέσα στο
πλοίο άλλος έλεγε για τις απίθανες
απώλειες από το τουρκικό πυροβολικό άλλος για τη μάχη που έδωσε ο Πλαστήρας και
έχασε 1200 άνδρες και άλλος για την αλλαγή πορείας στην οδό υποχωρήσεως του
στρατού. Κανείς όμως από τους στρατιώτες δεν έκριβε την αγανάκτησίν εναντίον
των κυβερνώντων και του ανίκανου στρατηγείου…Κανείς πλέον δεν έλεγε ούτε για
τον Κώτσιο το βασιλιά ούτε για το Βενιζέλο. Τον Κώτσιο τώρα τον μισούσαν
θανάσιμα για το λόγο ότι ενώ υπεσχέθη με την κυβέρνησί του ότι θα τους απέλυε
τους έστειλε πιο πέρα να καταλάβουν την Άγκυρα.»
Το
πλοίο με τους στρατιώτες φθάνει στο
Σούνιο και τελικά κατευθύνεται στον
Πόρο, αφού προηγουμένως συναντηθεί με ένα μικρό τορπιλοβόλο του πολεμικού ναυτικού. Εκεί ρίχνονται οι
σκέψεις για επίθεση στο τορπιλοβόλο, αλλά απορρίπτονται. Τελικά στον Πόρο
γίνεται ο σωτήριος ανεφοδιασμός σε νερό: Πίνουν όλοι με τη ψυχή τους ! Ο πατέρας μου,
μαζί με λίγους στρατιώτες, καλείται ξανά να πάρει το δρόμο για τη Σμύρνη , για
να φορτώσει καινούργια υλικά. Με το πλοίο Πλαταιαί :
Ασύρματο το πλοίο δεν είχε να μάθουμε τα νέα γιατί
ο ασύρματος τότε ήταν μεγάλη πολυτέλεια. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένας οπτικός
τηλέγραφος και τον συνόδευε ένας
τηλεγραφητής. Νύχτα και χωρίς φεγγάρι προχώρισε το Πλαταιαί προς τη Σμύρνη
κανένα όμως πλοίο δε συναντήσαμε στο ταξίδι και ούτε στο κόλπο της Σμύρνης.
Είχαμε φθάσει πλέον απέναντι στα Βουρλά που βρίσκονται τα Εγγλεζονήσια και όλοι
είχαμε εστραμένα τα βλέμματά μας προς τη Σμύρνη που είναι στο βάθος του κόλπου.
Για μια στιγμή ένας οπτικός μας έκανε σήματα από
δεξιά και εξ αποστάσεως 1-2 μιλίων. Ποιοι είσθε σεις; Και αμέσως ετέθει εις
ενέργειαν ο δικός μας οπτικός .
Πλοίον Πλαταιαί, πηγαίνουμε προς Σμύρνην….Πλησιάσατέ μας , πολεμικόν
Κιλκίς. Πλησιάσατέ μας…..
Σε λίγα λεπτά άρχισε από τη θάλασσα έως την κορυφή
του βουνού «Δυο Αδέλφια» να γίνεται ανταλλαγή πυρών πεζικού. Οι δύο γραμμές των
αντιπάλων σχημάτιζαν καταπληκτική ευθεία και ήταν ευδιάκριτες από τας λάμψεις
των όπλων στην ασέληνη νύχτα ».
Ο πατέρας
μου αφηγείται ένα περιστατικό που συνέβη με το υπερωκεάνιον «Μεγάλη Ελλάς» :
« Αυτό το πλοίο ήταν το μεγαλύτερον και πολυτελέστερον επιβατικόν την εποχήν
εκείνην. Κατάλευκον 27 χιλ. τόνων ήταν το καμάρι της Ελληνικής Ναυτιλίας. Όταν
έγινε η καταστροφή έπλεε προς την Αμερική πλήρη επιβατών και
βρίσκωνταν στο μέσον του Ατλαντικού
ωκεανού. Όταν έλαβε όπως όλα τα Ελληνικά πλοία όπου και αν έπλεαν το σήμα της
επιστροφής των στην Ελλάδα αμέσως και το υπερωκεάνιον αυτό επέστρεψε στην
Ελληνική θάλασσα».
ΥΓ
Για το περιστατικό της ζωοκτονίας που δεν ολοκληρώθηκε διηγείται ο ιστορικός Επαμεινώνδας
Βρανόπουλος στην «Ελευθεροτυπία» της
22.8.83 : «Δυστυχώς δεν κατέπλευσαν και άλλα σκάφη, για
να επιβιβάσουν και τα ζώα της Μεραρχίας. Καμήλες, μουλάρια και άλογα
συγκεντρώθηκαν έτσι σε μια μεγάλη πλατεία και διατάχθηκε η εκτέλεσή τους. Δεν
έπρεπε να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Ήταν όμως η εξόντωση των ζώων τους, για
τους Έλληνες οπλίτες, η πιο σκληρή διαταγή, που έπρεπε να εκτελέσουν στο
διάστημα της εκστρατείας. Με τις πρώτες σφαίρες πολλά ζώα σκόρπισαν στους γύρω
δρόμους, ενώ το αίμα έτρεχε πυκνό από τις πληγές τους. Βουβά, παρά τον πόνο
τους, κοιτούσαν γύρω τους με απορία. Το θέαμα ήταν για τους στρατιώτες πολύ
οδυνηρό. Τα ζώα αυτά, που τους είχαν προσφέρει τόσες υπηρεσίες, τα θεωρούσαν,
κατά κάποιο τρόπο, συμπολεμιστές τους. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, που είχαν
αναλάβει να εκτελέσουν τη διαταγή, δεν μπόρεσαν να την ολοκληρώσουν. Άφησαν
πολλά ζώα να διαφύγουν ελεύθερα. Μερικοί, μάλιστα, τα αγκάλιαζαν και τα
καταφιλούσαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου