Στὶς 14 Ἰουνίου ἐνεστῶτος ἔτους, κατέβαινα κανονικὰ τὴν ὁδὸ Κοραῆ στὸ Αἰγάλεω, πλάι στὴν παρακείμενη πλατεῖα ποὺ δὲν ξέρω τὸ ὄνομά της, ἀπέναντι ἀπ᾿ τὴν Ἀστυνομία, ἐποχούμενος στὸ αὐτοκίνητό μου, μάρκας Skoda – Fabia, χρώματος οὐρανί. Ἀπὸ ἀπέναντι, πάντα ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Κοραῆ –τὴν ὁποία ἐγὼ κανονικὰ κατερχόμουν, ὅπως προεῖπα– ἐρχόταν, τελείως ἀντικανονικά, μὲ τὸ ἠλεκτρικό της πατίνι μιὰ ὄμορφη κοπέλα περίπου εἰκοσιπέντε χρονῶν.
Ὡς ὑπεύθυνος πολίτης αὐτῆς τῆς χώρας, ἀλλὰ καὶ ὡς ἡλικιωμένος ποὺ νοιάζεται γιὰ τὴν τύχη τῶν νέων ἀνθρώπων, θεώρησα χρέος μου, καθὼς περνοῦσα δίπλα ἀπὸ τὴν ἐν λόγῳ κοπέλα, νὰ τῆς ὑπενθυμίσω –σὲ περίπτωση ποὺ δὲν τὸ εἶχε προσέξει– ὅτι πηγαίνει ἀνάποδα: – Πηγαίνετε ἀνάποδα, τῆς εἶπα, ὅσο πιὸ εὐγενικὰ μποροῦσα, διότι γνωρίζω ὅτι ἡ νεότης ἀπεχθάνεται τὶς ὑποδείξεις καὶ τὶς συμβουλές, πόσῳ μᾶλλον τὶς παρατηρήσεις.
-Καὶ τί σὲ νοιάζει ἐσένα ρέ, μοῦ φώναξε ἡ τύπισσα, ὄντας ἤδη ἀρκετὰ ἀπομεμακρυσμένη, ἔτσι ὥστε μοῦ ἦταν σχεδὸν ἀδύνατο νὰ τῆς ἀπαντήσω. Καὶ βέβαια οὔτε λόγος νὰ κάνω ἀναστροφὴ μὲ τὸ αὐτοκίνητό μου μάρκας Skoda – Fabia, χρώματος οὐρανί, νὰ μπῶ στὸ ἀντίθετο ρεῦμα, κατὰ τὸ παροιμιῶδες «Δάσκαλε ποὺ δίδασκες καὶ νόμο δὲν ἐκράτεις», καὶ νὰ τῆς ἐξηγήσω γιατί νοιαζόμουν ἐγὼ ρέ, καὶ ἐπὶ πλέον γιατί εἶχα ἐν πολλοῖς δίκιο.
Ὁμολογῶ ἐδῶ μὲ ντροπὴ ὅτι, γράφοντας αὐτὸ τὸ σύντομο σημείωμα, ἔνιωσα τὸν πειρασμὸ νὰ διαβάλω τὴν ἐν λόγῳ εἰκοσιπεντάχρονη καὶ νὰ τὴν κάνω πιὸ ἀντιπαθῆ –στοὺς ἡλικιωμένους ἀναγνῶστες τοὐλάχιστον– προσθέτοντας ἕνα «μ..άκα» στὴν ἀγενῆ, ὁπωσδήποτε, ἀπάντηση «Καὶ τί σὲ νοιάζει ἐσένα ρέ», νὰ τὸ κάνω δηλαδὴ «Καὶ τί σὲ νοιάζει ἐσένα ρὲ μ..άκα», πρᾶγμα ποὺ θὰ μοῦ προσέθετε πόντους ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκριβές, ἡ ἠλεκτροπατίνω εἶχε πεῖ μόνο: «Καὶ τί σὲ νοιάζει ἐσένα ρέ».
Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν μπόρεσα νὰ ἀπαντήσω στὴν ἀγενῆ καὶ ἐπιπόλαια πατίνω, ἀφοῦ ἤδη εἶχε φτάσει στὸ ὕψος τοῦ περιπτέρου τῆς γωνίας, ἐκεῖ ποὺ ἡ Κοραῆ διασταυρώνεται μὲ τὴν Παπαναστασίου, καὶ ἐπειδὴ ὅπως προεῖπα δὲν εἶχα καμμιὰ διάθεση νὰ παραβῶ τοὺς κανόνες ὁδικῆς κυκλοφορίας γιὰ νὰ συστήσω στὴν ἐν λόγῳ δεσποινίδα ὅτι δὲν πρέπει νὰ παραβαίνῃ αὐτοὺς τούτους τοὺς κανόνες τῆς ὁδικῆς κυκλοφορίας, δράττομαι τῆς εὐκαιρίας ποὺ μοῦ δίνει τὸ παρὸν βῆμα, γιὰ νὰ ἐξηγήσω στὴν ἀπερίσκεπτη ἠλεκτροπατίνω «γιατί μὲ νοιάζει ἐμένα ρέ»:
Εἰκάζω, καλό μου κορίτσι, ὅτι ὅταν φτάσῃς στὸ ὕψος τῆς Παπαναστασίου, στὸ σημεῖο ποὺ διασταυρώνεται μὲ τὴν Κοραῆ, θὰ ἐλέγξῃς στὰ δεξιά σου, διότι ἀπὸ ᾿κεῖ ἔρχονται κανονικά –τονίζω τὸ «κανονικά»– τὰ ὀχήματα ποὺ κατευθύνονται πρὸς νότον, καὶ ποὺ περνᾶνε μπροστὰ ἀπὸ τὴν Ἀστυνομία, στὸ δυτικὸ μέρος τῆς πλατείας ποὺ δὲν ξέρω τὸ ὄνομά της.
Ἐδῶ εἶναι τὸ κομβικὸ σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ μὲ προσέξῃς, καλό μου κορίτσι –μοῦ ἐπιτρέπεις νὰ σὲ λέω ἔτσι– ὑπόθεσε, λοιπόν, ὅτι κάποια ἢ κάποιος σὰν καὶ σένα, ἐνδεχομένως ντελιβερᾶς, αὐτοὶ κάνουνε συνήθως κάτι τέτοια, πηγαίνει ἀνάποδα στὴν Παπαναστασίου, ἔρχεται δηλαδὴ ἀπὸ τ᾿ ἀριστερά σου, ἐνῷ ἐσύ, καλή μου κοπέλα, κυττᾷς μόνο ἀπὸ δεξιά, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀφοῦ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔρχονται ὅσοι δὲν παραβαίνουν τοὺς κανόνες ὁδικῆς κυκλοφορίας.
Αὐτὸς πάλι, ὁ σχεδὸν σίγουρα ντελιβερᾶς, ποὺ ἔρχεται ἀπ᾿ ἀριστερά σου, δὲν ἐλέγχει τὸ δεξιά του τμῆμα τῆς Κοραῆ, στὸ ὕψος τοῦ περιπτέρου, γιατὶ κανονικὰ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔρχεται ἀπὸ ᾿κεῖ ὁποιοδήποτε ὄχημα ἀντικανονικά. Κοντολογίς –καὶ θέλω νὰ τὸ καταλάβῃς καλὰ αὐτό, διότι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ὅλη οὐσία τοῦ θέματος– τόσο ἐσὺ ὅσο καὶ ὁ ἄλλος ὁ ἀστόχαστος, ὁ ἐνδεχομένως ντελιβερᾶς, ποὺ ἔρχεται ἀνάποδα ἐπὶ τῆς Παπαναστασίου, καὶ ποὺ γιὰ νὰ πάῃ λίγο πιὸ γρήγορα τὴν πίτσα ρισκάρει τὴν ζωή του καὶ τῶν ἄλλων**, συμπεριφέρεσθε σὰν νὰ εἴσαστε οἱ μοναδικοὶ ποὺ παραβαίνετε τοὺς κανόνες καὶ σὰν ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ συμμορφώνωνται σ᾿ αὐτοὺς πλήρως καὶ ἀπολύτως.
Κι ἔρχομαι τώρα στὸ διὰ ταῦτα, στὸ γιατί μὲ νοιάζει ἐμένα ρέ. Ἐμένα μὲ νοιάζει ρὲ γιατὶ φαντάζομαι τὸ κορμάκι σου νὰ τινάζεται μὲ τὸ κωλοπατίνι στὰ σκαλοπάτια τῆς ἀπέναντι ταβέρνας, τὴν ὥρα ποὺ τὸ μηχανάκι τοῦ σχεδὸν σίγουρα ντελιβερᾶ συγκρούεται μ᾿ ἐσένα, ἐκεῖ, μπροστὰ στὸ γωνιακὸ περίπτερο, καὶ βλέπω μὲ ἀποστροφή, ἔτσι ὅπως κείτεσαι ξέπνοη, ρυάκια αἵματος νὰ κυλοῦν στὸ κιτρινισμένο σου πρόσωπο. Καὶ νὰ σοῦ πῶ τὴν καθαρή μου ἀλήθεια, περισσότερο κι ἀπὸ τὸν θάνατό σου, μοῦ φαρμακώνει τὴν ψυχὴ ἡ φανταστικὴ εἰκόνα ἑνὸς παράλυτου εἰκοσιπεντάχρονου κοριτσιοῦ ποὺ ἀτενίζει ἀπελπισμένα τὸ ταβάνι ἑνὸς νοσοκομειακοῦ δωματίου. Νά γιατί μὲ νοιάζει ἐμένα ρέ.
__________
* Κάποιος ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων μας χαρακτήρισε τὸ παρὸν σημείωμα «γεροντίστικο». Ἔχω νὰ τοῦ πῶ πὼς καλύτερα «γεροντίστικες» παραινέσεις παρὰ «νεανίστικα» χτυπήματα στὴν πλάτη τῶν νέων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πάρει φόρα καὶ σκοτώνονται σὰν τὶς μῦγες στὴν ἄσφαλτο. Ὁ Φρόυντ εἶχε πεῖ μιὰ σοφὴ κουβέντα: Ἂν κάποιος, ἐπωφελούμενος ἀπ’ τὸ σκοτάδι, μᾶς κλέψῃ τὸ πορτοφόλι, τί θὰ ποῦμε; Ὅτι τὸ σκοτάδι μᾶς ἔκλεψε τὸ πορτοφόλι; Εἶναι μιὰ καλὴ ὑπόμνηση πρὸς ὅλους αὐτοὺς πού, ὅποτε συμβῇ ἕνα δυστύχημα, τὸ ἀποδίδουν ἐξ ὁλοκλήρου καὶ μονομερῶς στὶς συνθῆκες –ποὺ παίζουν, ἀναμφίβολα, τὸν ρόλο τους–, παραβλέποντας καὶ ἀποσιωπῶντας ἐντελῶς τὸν κεφαλαιώδη παράγοντα τῆς ἀτομικῆς εὐθύνης.
** Ἂς πάῃ λίγο ἀργότερα ἡ πίτσα, βρὲ ἀγόρι μου, ἀξίζουν λιγώτερο τὰ νιάτα σου ἀπὸ μιὰ κωλοπίτσα;
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Giampiero Servodio. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου