Εὐθύμιος Λέντζας
Στὶς τρεῖς τὸ μεσημέρι
ΒΑΖΕ ΚΙ ΕΒΓΑΖΕ
τὰ χέρια στὶς τσέπες τοῦ παντελονιοῦ μὲ νευρικότητα. Μετροῦσε τὰ
κέρματα, ξαναμετροῦσε – σίγουρος πὼς ἦταν ἀρκετά∙ δυὸ μπουκάλια
ρετσίνα Τιρνάβου κι ἕνα Καρέλια κασετίνα. Φοροῦσε ἕνα ξεθωριασμένο
μπλοὺ τζίν, στὰ πόδια δίχαλη σαγιονάρα κι ἕνα πουκάμισο στὴν ἀπόχρωση
τοῦ κίτρινου —ἀνοιχτὸ κίτρινο τῆς ἀρρώστιας— ξεκούμπωτο στὸ ὕψος
τοῦ στέρνου.
Κάθε τόσο ἔτριβε τὸ κεφάλι
του (πότε μὲ τὸ δεξὶ καὶ πότε μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι), μιὰ κίνηση
διαρκὴς ποὺ λὲς πὼς κρατοῦσε αἰώνια κι ἔπειτα σταματοῦσε τόσο ἀπότομα,
ἔτσι ποὺ νόμιζες πὼς δὲν ὑπῆρξε ποτὲ αὐτὴ ἡ στιγμή, παρὰ μονάχα ὁ ἦχος
ἀπ’ τὰ κέρματα ποὺ χτυποῦσαν σὰν μικρὰ κουδουνίσματα βεβαίωνε
γιὰ τὴν ὕπαρξή του.
«Διάολε, τί ζέστη εἶναι αὐτή!»,
ἡ φωνὴ ἔβγαινε ἀπ’ τὰ δόντια σὰν γρύλισμα. «Διάολε, τί ζέστη εἶναι
αὐτή!» Κι ἔπειτα: «δυό, τέσσερα, ἕξι, ὀχτὼ, δέκα... μὴν κάνω λάθος,
πάλι: δυό, τέσσερα, ἕξι, ὀχτὼ, δέκα...»
Κρατοῦσε σφιχτὰ τὰ κέρματα
στὴ χούφτα του, ὅπως κρατᾶμε μιὰ μύγα φυλακισμένη καὶ δὲν ἀνοίγουμε
τὰ δάχτυλα, κι οὔτε ποὺ ξέρουμε ἂν ἡ μύγα εἶναι ἀκόμα ζωντανὴ ἢ
πεθαμένη μέσα στὸ ζεστό μας χέρι. «Διάολε, τί ζέστη εἶναι αὐτή!»
Οἱ λέξεις ἀνέβαιναν σὰν φλέματα ἀπὸ τὰ πνευμόνια στὰ ξεραμένα του
χείλια. Ἡ φιγούρα του σάλευε κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο∙ ἔτρεμε σὰν ἀνεμώνη
κι ἦταν ἀκριβῶς στὶς τρεῖς τὸ μεσημέρι.
Τὸ τραπέζι ἦταν στρωμένο. Οἱ
τοῖχοι πάλλευκοι, νοτισμένοι ἀπὸ φρέσκια μπογιά. Μιὰ κανάτα νερὸ
ἦταν στὸ κέντρο τοῦ τραπεζιοῦ∙ μαχαίρια, πιρούνια καὶ κουτάλια στὴ
θέση τους. Οἱ καρέκλες εἶχαν τὴν γοητεία τῆς ἀνάμνησης – ἄνθρωποι
πολλοὶ εἶχαν περάσει ἀπὸ ἐδῶ∙ δυὸ σώματα ἐρωτοτροποῦσαν, ἴσως ἀκόμα
μιὰ γριὰ νὰ κεντοῦσε κάλτσες καὶ τρυπημένες φανέλες.
Ψηλά, πάνω ἀπ’ τὸ φαράγγι στὸ
Βίκο, ἀνάμεσα στὴ ρίγανη καὶ στὸ θυμάρι, στὸν ἀέρα ποὺ μύριζε μέλι,
μιὰ γυναῖκα ἔπεφτε νεκρὴ ἀπὸ τὸ ἴδιο της τὸ χέρι, παίρνοντας μαζί
της μιὰ δεύτερη καὶ μιὰ τρίτη ζωή.
Τὸ μαχαίρι ἦταν ἀκόμα ζεστό,
σὰν ἕνα καρβέλι κομμένο στὴ μέση.
«Ἀγαπῶ ἄλλον», ἔγραφε τὸ σημείωμα.
«Ἀγαπῶ ἄλλον, μὰ οὔτε αὐτὸ εἶναι ἐφικτό.»
Ἡ γάτα τὸν περίμενε ἔξω ἀπ’ τὸ
τροχόσπιτο. Πέρασε ἁπαλὰ ἀνάμεσα στὰ πόδια του, κι ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ
λίγο νὰ τρίβεται κερδίζοντας τὸν δικό της χρόνο, ἀπολαμβάνοντας
τὴν ἐξουσία της, ὄρθια στὸ ξύλινο τραπεζάκι. Ὁ ἄντρας ἔμεινε ἡμίγυμνος,
μονάχα μὲ τὸ παντελόνι. Κάπνισε τὰ μισὰ τσιγάρα καὶ ἤπιε τὰ δυὸ
μπουκάλια ρετσίνα. Ἡ φλέβα στὸ λαιμό του μεγάλωνε, μεγάλωνε, μεγάλωνε...
Ὁ ἥλιος ἔπεφτε ἀργά, ὅπως πέφτει βασανιστικὰ ἡ σταγόνα ἀπὸ τὴ χαλασμένη
βρύση. Ὁ Βοϊδομάτης μιὰ κόλαση κάτω ἀπ’ τὰ πόδια του, ὅπως ἕνα ἄστρο
ποὺ δὲν λέει νὰ σβήσει.
Ἀφαίρεσε τὶς πέτρες ἀπὸ τὶς ρόδες
στὸ τροχόσπιτο. Ἡ γῆ μύριζε σὰν νεογέννητο βρέφος. Μόνο ἡ γάτα ἦταν
ἀκόμα ὄρθια, ἔτσι νικήτρια καὶ παντοδύναμη, μὲ τὴν γνώση μιὰ γιὰ
πάντα στὰ μάτια της.
Πηγή: Ἀπὸ
τὴν συλλογὴ διηγήματων Στὰ
βράχια καὶ στὴ θάλασσα (ἐκδ. Γράφημα, 2023).
Εὐθύμιος
Λέντζας (Λάρισα, 1986). Ἔχει ἐκδώσει δύο
ποιητικὲς συλλογές: Οἱ
γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐτοέκδοση,
2020). Τὸ Μερίδιο (Θράκα,
2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων: Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα,
2023).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου