— ΣΩΖΙΑ, Σωζία. Βραχνὴ ἡ φωνὴ τῆς μάνας ἔφτασε στὰ αὐτιά
της. Ποῦ εἶσαι ἀχαΐρευτο θηλυκό; Τσακίσου καὶ ἔλα νὰ πλύνεις τὰ
βρακιά σου.
Ἡ Σωζία εἶχε βρεῖ καταφύγιο
κάτω ἀπὸ μία ξεχαρβαλωμένη βάρκα. Στὸ ἄκουσμα τῆς μητρικῆς φωνῆς
ἔσφιξε πιὸ δυνατὰ τὴν κούκλα στὴν ἀγκαλιά της. Τὴν εἶχε φτιάξει μόνη
της μὲ μιὰ παλιά, τρύπια κάλτσα τοῦ πατέρα ποὺ τοὺς εἶχε ἐγκαταλείψει
ἐδῶ καὶ χρόνια. Εἶχε παραγεμίσει τὴν κάλτσα μὲ φλισκούνι. Ἡ κούκλα
δὲν εἶχε οὔτε χέρια οὔτε πόδια. Μὲ κάρβουνο τὸ κοριτσάκι εἶχε ζωγραφίσει
δύο μάτια κι αὐτὰ ἀλλήθωρα. Ὅμως τὴν ἀγαποῦσε τὴν κούκλα της ἡ Σωζία.
Τὴν ἔσφιγγε τρυφερὰ πάνω στὸ στῆθος της καὶ τῆς ἔλεγε γλυκόλογα. Ὅλα
ὅσα αὐτὴ ἤθελε νὰ ἀκούσει, ὅσα δὲν εἶπε ποτὲ τὸ στόμα τῆς σκληρῆς
της μάνας, τὰ ἔλεγε στὴν ἄσχημη, κακοφτιαγμένη κούκλα, ποὺ ὅμως μοσχοβολοῦσε.
Ἡ φωνὴ ἀκούστηκε ξανά. Ἡ Σωζία
κοίταξε τὸ ἄδειο καβούκι της χελώνας ποὺ κειτόταν δίπλα της. Τὴν εἶχε
βρει πεθαμένη, γυρισμένη ἀνάποδα μὲ τὰ πόδια τεντωμένα πρὸς τὰ
πάνω. Ποιός ξέρει μὲ τί μαρτυρικὸ θάνατο εἶχε πεθάνει ἀπὸ πεῖνα
καὶ δίψα.
Μὲ ἕνα μυτερὸ καλάμι εἶχε τότε
ἀφαιρέσει τὴ σάρκα, ποὺ ἦταν σὲ ἀποσύνθεση, μέσα ἀπ’ τὸ καβούκι. Αὐτὸ
βρωμοῦσε πολύ. Μῦγες εἶχαν μαζευτεῖ τριγύρω. Τὸ εἶχε ἀδειάσει καὶ
τὸ εἶχε πλύνει καλὰ-καλὰ στὴ θάλασσα. Ὅμως ἡ μυρωδιὰ τοῦ ψοφιμιοῦ
δὲν εἶχε φύγει, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ εἶχε θάψει μέσα στὸ χῶμα.
Τώρα ὅμως τὸ καβούκι ἦταν πεντακάθαρο καὶ γυαλιστερό.
Δὲν μύριζε πιά. Τὰ σκουλήκια εἶχαν ἐξαφανίσει κάθε ἴχνος τῆς χελώνας.
Ἡ ἀλλήθωρη κούκλα βρῆκε τὸ κρεβατάκι της. Τρυφερὰ τὴν ἀπίθωσε
μέσα στὸ καβούκι. Κοιμήσου καὶ μὴ φοβᾶσαι, τῆς ψιθύρισε, θὰ ἐπιστρέψω
γρήγορα.
Πίσω στὸ σπίτι κοίταξε τὴ μητέρα
της ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα σκούπιζε τὸ πάτωμα. Φοροῦσε μαῦρα ξεθωριασμένα
ροῦχα, ποὺ μὲ δυσκολία ἔκρυβαν τὸ παχύ, δύσμορφο κορμί της. Κινιόταν
μὲ δυσκολία. Τὸ πάχος τὴν εἶχε παραμορφώσει. Δύο τεράστια στήθη
ποὺ τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ τὰ συγκρατήσει κρέμονταν μέχρι τὴν κοιλιά
της, ποὺ κι αὐτὴ ἐξεῖχε σὰν μπαλκόνι. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὑπόλοιπο
κορμί, τὰ πόδια ἦταν ἀδύνατα καὶ κατέληγαν σὲ δύο τεράστιες πατοῦσες
μὲ σκασμένες φτέρνες καὶ στραβὰ δάκτυλα.
Ἡ Σωζία κοίταξε μιὰ τὸ κλαδὶ
λυγαριᾶς μὲ τὸ ὁποῖο ἔτρωγε ξύλο καὶ μιὰ τὴν καρέκλα, στὴν ὁποία ἡ μάνα
της ἐγκατέστησε τὸ παχύσαρκο σῶμα της γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ στὴν αὐλή.
Ἀπόρησε πῶς ἡ ξύλινη, μισοσπασμένη καρέκλα ἄντεχε τὸ βάρος αὐτοῦ
τοῦ ἄμορφου ὄγκου. Μάζεψε κάποια ἐσώρουχα καὶ ἕνα φόρεμα ποὺ φοροῦσε
τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία, τὰ ἔβαλε σὲ ἕναν μπόγο καὶ τὰ φόρτωσε στὴν
πλάτη της. Ὕστερα βγῆκε ἀθόρυβα ἔξω στὴν αὐλή. Ἔδωσε μιὰ κλωτσιὰ στὸ
πίσω πόδι τῆς καρέκλας καὶ ἡ μάνα βρέθηκε πεσμένη στὸ ἔδαφος ἀνάσκελα.
Ἄρχισε νὰ βρίζει καὶ νὰ ἀπειλεῖ κουνῶντας ἀπεγνωσμένα τὰ ἀδύνατά
της πόδια. Οὔρλιαζε στὴν κόρη της καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὴ βοηθήσει νὰ
σηκωθεῖ. Ἡ Σωζία τῆς γύρισε τὴν πλάτη καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἀναποδογυρισμένη
βάρκα. Τὴν ἀνασήκωσε καὶ πῆρε ἀπὸ κάτω τὴν κούκλα ποὺ κοιμόταν στὸ
καβούκι της χελώνας. Ὕστερα ἔτρεξε πρὸς τὸ λιμάνι. Μόλις ποὺ πρόλαβε
νὰ ἐπιβιβαστεῖ στὸ πλοῖο ποὺ ἔφευγε. Στὴν τσέπη τοῦ φουστανιοῦ της ἦταν
τὰ λεφτὰ ποὺ ἡ μάνα της ἔκρυβε στὸ βάζο μὲ τὸ ἀλεύρι.
Ποιός ξέρει, σκέφτηκε ἡ Σωζία,
γεμίζοντας τὰ πνευμόνια της μὲ τὸν εὐεργετικὸ ἀέρα τῆς θάλασσας
καὶ ἀποχαιρετῶντας νοερὰ τὰ ἐρείπια τῆς Ἀφαίας, πόσες μέρες θὰ μείνει
ἡ μάνα ἀνάσκελα μὲ τὰ πόδια ψηλά, πεινῶντας καὶ διψῶντας.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Πηγή: Ἀπὸ
τὴν συλλογὴ Ἡ ἀγελάδα
τοῦ γείτονα (Μικροδιηγήματα, ἐκδ. ΑΩ, 2023).
Μπούλη Ἀνδρεάδου (Ἀθήνα, 1939). Συμμετεῖχε στὶς ἀνθολογίες Φλέβες Γραφῆς (ἐκδ.
Ρώμη, 2019) καὶ Γράμμα
ἀπὸ μιὰ ἄλλη Ήπειρο (ἐκδ. Ρώμη, 2022). Διηγήματα καὶ
ποιήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικά.
Εἰκόνα: Κορίτσι μὲ γερασμένο παιδί
(λάδι σὲ καμβὰ 100Χ100 ἑκ.). Ἔργο τῆς Ἡρῶς Νικοπούλου (2010).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου