ΜΕΣΠΙΛΙΑ(1)
σου μαράθηκε. Πόσο χρονῶν ἤσουν ἄραγε ὅταν τὴν φύτεψες, ποτὲ δὲν σὲ
ρώτησα. Δὲν ἤξερα ὅτι ἐσὺ τὴν φύτεψες, δὲν μοῦ τὸ εἶχες πεῖ, τὸ εἶδα
γραμμένο στὰ χειρόγραφα ποὺ ἄφησες στὸ τραπέζι τὴν μέρα ποὺ ἐπιστρέψαμε,
κλεφτὰ τὸ εἶδα. Οὔτε καὶ τότε σὲ ρώτησα, φοβήθηκα ποὺ κρυφοκοίταξα
τὶς σημειώσεις σου, δὲν φοβήθηκα ἐσένα, φοβήθηκα τὴν ζωή σου. Ἡ μεσπιλιὰ
πρῶτα ἀρρώστησε καὶ μετὰ μαράθηκε. Δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σώσει, εἶπε
ὁ Σαλίμ. Προσπάθησε ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε. Στὴν θέση της τώρα μεγαλώνει
μιὰ μαραπελιά(2). Ὁ Σαλὶμ τὴν φύτεψε. Κόκκινες μαραπέλες. Μικρὲς
στρογυλλὲς σὰν μπάλες χριστουγενιάτικου δέντρου. Ἐσένα ὅμως ποτὲ
δὲν σ’αρέσανε οἱ κόκκινες μπάλες, τὶς ἔβαφες πάντα μὲ ἕνα σπρέϊ χρυσὲς
ἢ ἀσημένιες, τὸ κόκκινο ὑποθέτω σὲ ἀναστάτωνε, τώρα τὸ ὑποθέτω,
τώρα ποὺ ξέρω πὼς τὸ κόκκινο πάντα σὲ μιὰ οὐλὴ παραπέμπει, αὐτὴ ἡ
ἐποχὴ σοῦ ἔλαχε, μᾶς ἔλαχε, τῆς αἱμοραγίας.
Ὁ Σαλὶμ μοῦ εἶπε νὰ κόψω μπόλικες
μαραπέλες καὶ νὰ τὶς φέρω πίσω μαζί μου. Δὲν ἔκοψα παρὰ μόνο
μιά-δυό, τὶς ἔφαγα ἐπὶ τόπου καὶ ἔφτυσα τὸ κουκούτσι στὸ χῶμα. Ὁ Σαλὶμ
σὲ θυμότανε, καὶ μένα μὲ θυμήθηκε, "ἐσὺ δὲν ἤσουν ποὺ ἦρθες τότε
μαζί του;", ἐγὼ ἤμουν ποὺ ἦρθα τότε μαζί του μόνο ποὺ τὸ τότε δὲν
ὑπάρχει πιά. Μὲ ρώτησε ποὺ εἶσαι, γιατί δὲν πᾶς πιὰ νὰ δεῖς τὸ σπίτι
σου, τὸ σπίτι σου, ἔτσι εἶπε, ἀποξενωμένος κι αὐτός ἀπὸ τὸν ἑαυτό
του, ἀποξενωμένος ὅσο ἐσύ. "Πρὶν ἐρχότανε συχνὰ ἐδῶ ἀπ' ἔξω ὁ
πατέρας σου μὲ ἕνα γκρίζο αὐτοκίνητο." Τραβοῦσες, εἶπε, φωτογραφίες.
Τὸ σπίτι; Τὴν μεσπιλιά; Καὶ τὸ σπίτι καὶ τὴν μεσπιλιά; Τί τραβοῦσες;
"Τὶς ἔβγαζε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο." Δὲν κατέβαινες, εἶπε, ἔσβηνες
τὴν μηχανή, ἄνοιγες τὸ τζάμι καὶ φωτογράφιζες. Καὶ ὕστερα ἔφευγες.
Ἐκεῖνος σὲ κοιτοῦσε ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ παιδικοῦ σου ὑπνοδωματίου,
μπορεῖ ὅμως καὶ νάτανε ἀπὸ τὸ ἄλλο, τῆς κρεβατοκάμαρας τῆς γιαγιᾶς,
τί σημασία ἔχει, ὅποιο καὶ νά 'τανε, κομμάτι σου ἡ θέα ὁλωνῶν τους.
Μιὰ μέρα —ἀπὸ κεῖνες ποὺ ἐσὺ φωτογράφιζες καὶ κεῖνος σὲ κοιτοῦσε—
σκέφτηκε νὰ σοῦ φωνάξει νὰ κατέβεις γιὰ καφέ, νὰ σοῦ μιλήσει καὶ
γιὰ τὸ δικό του σπίτι, κάπου σὲ ἕνα χωριὸ στὴν Πάφο, δὲν θυμᾶμαι
ποιό, νὰ σοῦ πεῖ κι ἄλλα ποὺ ἤθελε, δὲν σοῦ φώναξε ὅμως, προτίμησε,
εἶπε, νὰ σὲ ἀφήσει στὴν ἡσυχία σου. Ποιά ἡσυχία σου; Τὸ νερὸ σταμάτησε
νὰ τρέχει στὰ πετραύλακα, διασωληνώθηκε τὸ νερό, κανένας ἦχος
τρεχάμενου νεροῦ κι αὐτὴ τὴν ἡσυχία ἐσὺ δὲν τὴν ἄντεχες. Δὲν τὴν ἄντεχες
ἀπὸ τότε ποὺ τὴν εἶδες, ὅταν μαζὶ πήγαμε στὸ σπίτι, πρώτη φορὰ μετὰ
ἀπὸ τόσα χρόνια. Τὸ νερὸ τῶν αὐλακιῶν ποὺ σταμάτησε νὰ τρέχει, ἐκεῖνο
ἦταν ποὺ σὲ λύγισε. Στ’ ἄλλα κρατήθηκες ὄρθιος. Σὲ γονάτισε ἡ διασωλήνωση.
Δὲν μοῦ εἶπες ὅτι πήγαινες μόνος σου μετὰ καὶ φωτογράφιζες. Οὔτε
καὶ τὶς φωτογραφίες ποὺ τραβοῦσες μοῦ τὶς ἔδειξες ποτέ. Καταλαβαίνω.
Τὸ πένθος εἶναι μιὰ προσωπικὴ ὑπόθεση. Ἀπόλυτα μοναχική. Καὶ ψέμα
πὼς ὁ χρόνος θεραπεύει. Φριχτὸ ψέμα. Οἱ ρίζες μένουν ἄνυδρες. Στάσιμη
ξηρασία, ἀκίνητη. Ὁ Σαλὶμ ἐπιμένει νὰ μοῦ φτιάξει καφέ, μὲ ρωτᾶ
ποὺ εἶσαι, τοῦ εἶπα πὼς πέθανες, ἐδῶ καὶ ἑνάμιση χρόνο δὲν εἶσαι πιὰ
στὴν ζωή, λυπήθηκε τὸ εἶδα στὴν ἔκφραση του πὼς λυπήθηκε. Μὲ πλησίασε
καὶ ἔβαλε τὸ χέρι του στὸν ὦμο μου, ἤθελα νὰ κλάψω ἀλλὰ συγκρατήθηκα.
Ἔκλαψα μετά, ὅταν διέσχισα τὰ μωσαϊκὰ τοῦ σαλονιοῦ. Ξυπόλητη τὰ
διέσχισα. Ἔβγαλα τὰ παπούτσια μου καὶ παρακαλοῦσα νὰ νιώσω στὶς
γυμνές μου πατοῦσες τὴν ὑγρασία των νεροπηγών, κάπου ἐκεῖ κάτω, μέσα
στοὺς ἁρμοὺς θὰ ὑπάρχουν ἀκόμα ἀδιόρατες σταγόνες, σκέφτηκα, σταγόνες
τοῦ παιδικοῦ σου ἑαυτοῦ καὶ τοῦ δικοῦ μου. Ποτὲ πρὶν δὲν δοκίμασα νὰ
σὲ φανταστῶ νὰ μπουσουλᾶς καὶ νὰ διασχίζεις αὐτὸ τὸ σαλόνι, ξυπόλητη
τώρα σ’αὐτά τὰ μωσαϊκὰ δὲν τὴν χρειαζόμουν τὴν φαντασία. Ἀργὰ τὸ
περπάτησα τὸ πάτωμα μέχρι τὸ πίσω περβόλι, δὲν βιάζομουν, γιατί
νὰ βιαστῶ, ὁ χρόνος ἔφυγε. Χάθηκε. Ἀρρώστησε καὶ μάρανε. Ὅπως τὴν
μεσπιλιά σου. Ἐκεῖ ἔκλαψα. Στὸ πίσω περβόλι. Μὲ τὶς λεμονιὲς καὶ τὶς
δίφορες μανταρινιές σου ἀνεπανόρθωτα ἀποῦσες. Τὶς ἀγαποῦσες τις
δίφορες μανταρινιές, θυμᾶμαι πὼς σὲ μάγευε, ἔλεγες, ἡ σοφία τους.
Δὲν μὲ εἶδε κανεὶς ποὺ ἔκλαψα. Δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ μὲ δεῖ. Τίποτα
δίφορο. Γιατί ἐρχόσουνα μόνος σου καὶ φωτογράφιζες τὸ σπίτι; Τί
ἤθελες νὰ φωτογραφίσεις; Τὴν περιοχὴ τῆς νοσταλγίας σου; Τὴν νοσταλγία
τῆς περιοχῆς σου; Ἴσως καὶ νὰ μὴν ἔπρεπε νὰ συγκρατηθῶ. Ἴσως νὰ ἔπρεπε
νὰ κλάψω προτοῦ διασχίσω τὰ μωσαϊκά. Προτοῦ διασχίσω τὸ διάδρομο.
Προτοῦ φτάσω στὸ πίσω περβόλι. Τώρα τὸ μετανιώνω. Ἐκείνη τὴν ὥρα
δὲν τὸ σκέφτηκα. Οὔτε καὶ τώρα τὸ σκέφτηκα. Τὸ ἔνιωσα στὸ δέρμα μου
σὰν ρῖγος. Πὼς ἂν ἔκλαιγα στὸ ὦμο τοῦ Σαλὶμ ἴσως νὰ ἔφτανε ταχύτερα
κοντά σου μιὰ δροσιά. Ἔφυγες τόσο διψασμένος.
(1) μεσπιλιά (κυπρ.): μουσμουλιά.
(2) μαραπελιά (κυπρ.): πουρνελιά (ποικιλία
πιθ. διασταύρωσης δαμασκηνιᾶς καὶ κορομηλιᾶς.
Πηγή: Ἑλένη
Ξένου. Πρώτη δημοσίευση: Καθημερινὴ
τῆς Κύπρου, 24-07-2024.
Ἑλένη Ξένου (Λευκωσία, 1969). Σπούδασε Νομικὴ στὸ Ἐθνικὸ Καποδιστριακὸ
Πανεπιστήμιο καὶ δημοσιογραφία στὸ Κολλέγιο Δημοσιογραφικῶν
Σπουδῶν, στὴν Ἀθήνα. Ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος στὰ μεγαλύτερα
ἐκδοτικὰ συγκροτήματα τῆς Κύπρου καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἐργάζεται
ὡς ἐλεύθερη ἐπαγγελματίας καὶ μόνιμη ἀρθρογράφος στὴν Καθημερινὴ Κύπρου.
Ἔχει ἐκδόσει μιὰ συλλογὴ διηγημάτων κάτω ἀπὸ τὸν τίτλο Ὑγ. Γεννήθηκα ἕνα Ἀπρίλη
καὶ δύο θεατρικοὺς μονολόγους —Ὁ
θάνατος τοῦ Μπάχ, Πιστοποιητικὸ
Γάμου— ποὺ ἀνέβηκαν στὴν θεατρικὴ σκηνὴ τῆς Κύπρου.
Εἰκόνα:
Σημείωση τῆς συγγραφέως (25/07/2024): «Ἡ φωτογραφία εἶναι τὸ ἴδιο τὸ
σπίτι στὸ ὁποῖο ἀναφέρομαι, στὴν κατεχόμενη Λάπηθο, χωριὸ τοῦ
πατέρα μου στὸ ὁποῖο τώρα ζεῖ μιὰ οἰκογένεια Τουρκοκυπρίων ποὺ
πρὶν τὸν πόλεμο κατοικοῦσαν στὴν Πάφο!»
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου