ΕΣΦΙΓΓΕ στὴν
παλάμη της τὸ τσεκούρι, ὄρθιο, στὸ ὕψος τοῦ κεφαλιοῦ. Τὰ αἵματα
κυλοῦσαν στὸν ἀγκώνα της, τὸ χέρι της ἔτρεμε, τὰ μάτια της καρφωμένα
πάνω του. Πεσμένος μπρούμυτα μπροστά της, μὲ τὸ κεφάλι χυμένο
σὲ κόκκινο μαξιλάρι καὶ τὸ δεξί του πόδι νὰ ἀκουμπᾶ τὸ δικό
της, ἀκόμα ζεστό. Ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω καὶ μετὰ ἄλλο ἕνα, τὸ
σῶμα του ἔμεινε ἀσάλευτο. Κατέβασε τὸ χέρι κι ἄφησε τὸ τσεκούρι
νὰ γλιστρήσει ἀπὸ τὰ δάκτυλά της.
«Μονάχα τὰ παιδιά μου σκεφτόμουν. Γιὰ ἐκεῖνα ἔκανα ὑπομονὴ
τόσα χρόνια, σκέπασμα, νὰ μὴν ξεσπάει πάνω τους. Ὣς πότε ὅμως
θὰ κατάφερνα νὰ μὴν τὰ πειράξει; Αὐτὴ ἡ σκέψη μὲ ἀρρώσταινε, ὥσπου
ἦρθαν τὰ χειρότερα, τὰ ἀνομολόγητα. Τελευταία στιγμὴ πρόλαβα,
τρέξαμε στὸ σπίτι τῆς ἀδελφῆς μου, κλειδωθήκαμε καὶ μείναμε ἐκεῖ
ὅλο το βράδυ. Τὸ ξημέρωμα μὲ βρῆκε ἄυπνη, τὴν εἶχα πάρει τὴν ἀπόφασή
μου.»
Τὸ πρωΐ, γυρνώντας πίσω στὸ σπίτι της, τὸν βρῆκε στὴν αὐλὴ
νὰ κόβει ξύλα. Τὸν πλησίασε καὶ στάθηκε μπροστά του. Στὴν πρώτη
μπουνιά, παραπάτησε, ἀλλὰ δὲν θὰ τοῦ ἔκανε τὴ χάρη νὰ πέσει αὐτὴ
τὴ φορά. Στύλωσε τὰ ποδάρια της στὸ χῶμα καὶ τὸν ἔφτυσε κατάμουτρα.
«Ἡ κάθε μέρα μαζί του, καὶ ἕνας Γολγοθάς. Τὸ τυχερό μου ἦταν,
τὸ μαῦρο μου τυχερό. Ὅλο το χωριὸ τὸν ἤξερε. Πόσες φορὲς μὲ εἶχαν
γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια του. Καὶ ἡ μάνα του τὸν ἤξερε. Χαλασμένος
ἀπὸ τὴ γέννα του, ἄτιμη σπορά, ἴδιος ὁ πατέρας του. Δὲν ἔπρεπε
νὰ τὸν παντρέψει, ὅλοι τῆς τὸ λέγανε. Καὶ τὸν ἔδωσαν σὲ μένα,
ποὺ καὶ τὸ μυρμήγκι ἔκανα στὴν ἄκρη νὰ μὴν τὸ πατήσω. Κι ὅμως
γιὰ νὰ τὰ βάλω μὲ τὸ θεριό, θεριὸ ἔγινα.»
Χλιμίντρισαν τὰ μέσα του σὰν τὸν ἔφτυσε, θεριὸ κανονικό,
ἡ δεύτερη γροθιά του, ἀκόμα πιὸ δυνατή, τράνταξε τὸ πρόσωπό
της, τὰ χείλη της πασαλείφθηκαν μὲ αἵματα, δὲν τὸ ἔβαλε κάτω.
Πείσμωσαν ξανὰ τὰ πόδια της. Ἡ φωνή της ἀκόμα περισσότερο,
σκλήρυνε ἀλλόκοτη.
«Οὔτε ποὺ ἤξερα ὅτι εἶχε τέτοια δύναμη ἡ φωνή μου. Σκουλήκι,
οὔρλιαζα πάνω του, θὰ σὲ λιώσω ἂν ξαναπλώσεις τὰ βρομόχερά
σου στὸ κορίτσι μου. Δὲν πρόλαβα νὰ σώσω τὴν κουβέντα μου καὶ μὲ
ἄρχισε στὶς κλωτσιὲς ὅπου ἔβρισκε, διπλώθηκα στὰ δύο.»
Μόλις τὴν εἶδε νὰ διπλώνεται, γύρισε τὴν πλάτη του νὰ φύγει,
ἔβριζε καὶ φώναζε «βρωμιάρες ὅλες σας, θὰ σᾶς δείξω ἐγώ», κι ἦταν
ἐκείνη ἡ στιγμὴ ποὺ τὸ μυαλὸ της καθάρισε.
«Ἢ τώρα ἢ ποτέ, εἶπα. Ἅρπαξα τὸ τσεκούρι, χίμηξα στὸ κατόπι
του καὶ τὸν σημάδεψα ἴσα στὸ κεφάλι. Τὰ αἵματά του πετάχτηκαν
πάνω μου, μπερδεύτηκαν μὲ τὰ δικά μου, ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια
μου, πρώτη φορὰ ποὺ στάθηκα ἐγὼ ὄρθια καὶ αὐτὸς στὸ χῶμα. Μόλις
τὸν ἔνιωσα ἀκόμα ζεστό, ὁ παλιὸς φόβος ξαναγύρισε. Τὸ χέρι
μου ἔτρεμε, τὸ κορμί μου ἔτρεμε ἀλλὰ συνέχιζα νὰ σφίγγω τὸ τσεκούρι
στὴν παλάμη μου, μέχρι νὰ σιγουρευτῶ.»
Μαζεύτηκε ὅλη ἡ γειτονιὰ στὴν αὐλή της, μήνυσαν καὶ τοῦ
παπᾶ. Μήτε τὴ ρώτησαν πὼς ἔγινε. Οἱ ἄντρες τὸν κουβάλησαν στὸ
σπίτι, οἱ γυναῖκες τὸν ἔπλυναν, τὸν ἄλλαξαν, ἔφτασε καὶ ὁ παπάς,
τσιμουδιὰ κι αὐτός, ἔκανε ὅτι ἔπρεπε νὰ κάνει. Τὴν ἴδια μέρα
τὸ ἀπόγευμα κανονίστηκε νὰ τὸν θάψουν.
Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα, κλειδαμπάρωσε τὸ σπίτι καὶ ἔφυγε
γιὰ τὴν πρωτεύουσα. Μὲ μία βαλίτσα στὸ χέρι καὶ τὰ παιδιὰ της
γαντζωμένα πάνω της, σπουργίτια ξεπαγιασμένα.
Δὲν τὴν εἶδε κανεὶς ἀπὸ τότε. Οὔτε ξαναμίλησαν γιὰ τὸ ἀτύχημα.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Χριστίνα
Μιχαηλίδου (Ἀθήνα). Σπούδασε Διοίκηση Ἐπιχειρήσεων
μὲ μεταπτυχιακὸ στὸ ἴδιο ἀντικείμενο. Ἐργάζεται ὡς σύμβουλος
ἐκπαίδευσης καὶ ἐπαγγελματικοῦ προσανατολισμοῦ. Ἐπίσης,
σπουδάζει Δημιουργικὴ Γραφὴ στὸ Διϊδρυματικὸ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακῶν
Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας. Διηγήματα
της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἔχουν
συμπεριληφθεῖ σὲ συλλογικὰ βιβλία. Πρῶτο βιβλίο της Γαλότσες νούμερο 44
(διηγήματα, ἐκδ. Ἰωλκός, 2024).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου