|
Ἀπὸ
τὸν/τὴν planodion στὶς 16 Ἰούλιος
2024
|
ΤΑΝ στὸν δρόμο
ποὺ ἤθελε νὰ πάει. Δὲν πῆγε ἐκεῖ τυχαῖα. Ἦταν ἐκεῖ. Καὶ τὴν πῆρε. Στὴν
ἀρχὴ διστακτικά, ἀλλὰ καθὼς ὁδηγοῦσε ὅλο καὶ σιγουρευόταν. Θὰ τοῦ
ἔδινε ὅσα ἤθελε. Ἐλευθερία, κατανόηση, συντροφικότητα. Ὅταν τὴν
εἶδε νὰ περιμένει ἐκεῖ, κατάλαβε. Δὲν χρειάστηκε πολλὴ ὥρα.
Μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ἡ ἐφαρμογὴ
γνωριμιῶν τοῦ εἶχε βγάλει τὴ φωτογραφία της καὶ τὸν εἶχε ταιριάξει
μαζί της. Δὲν εἶχε καὶ πολλὴ ὄρεξη, καθὼς ἡ ἐφαρμογὴ ποτὲ δὲν εἶχε
πετύχει κάτι καλό. Γιὰ κεῖνον καλό. Οἱ κοπέλες μιὰ χαρὰ ἦταν, μᾶλλον.
Ἀπόρησε μάλιστα ποὺ δὲν τὴν εἶχε σβήσει τὴν ἐφαρμογὴ κιόλας. Θὰ τὸ
κάνω μετά, σκέφτηκε καὶ κράτησε τὸ τηλέφωνό της. Καὶ ὄντως τὸ ἔκανε,
συνεπὴς στὰ λόγια του. Τελευταία φορά, λοιπόν, ποὺ ἔβγαινε παρακινημένος
ἀπὸ τὸ σύγχρονο προξενιό.
Στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, στὸ σημεῖο
ποὺ εἶχαν πεῖ, περίμενε ἐκείνη. Λεπτή, μὲ μαῦρο φόρεμα, μακριὰ
ξανθοκάστανα μαλλιὰ κι ἕνα παλτὸ ποὺ τὴ σκέπαζε, δημιουργῶντας τὸ
ἀπαραίτητο μυστήριο στὸ μυαλό του καθὼς ἔστριψε στὸ φανάρι, ἀφοῦ
πρῶτα τὴν παρακολουθοῦσε γιὰ ἕνα ὁλόκληρο λεπτό, περιμένοντας
τὸ πράσινο. Δὲν κουνιόταν οὔτε ἐκείνη. Σὰν ἐκεῖνον μέσα του, ἀφοῦ ἔξω
ἔπρεπε νὰ ὁδηγεῖ μηχανικά. Παγωμένη λίγο ἀπὸ τὸ κρύο τοῦ Ἰανουαρίου,
λίγο ἀπὸ τὴν ἀδέξια προσμονὴ τοῦ ἀγνώστου ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ τὴν πάρει
καὶ λίγο ἀπὸ τὶς δικές της σκέψεις ἢ ἀτυχίες, ποὺ τὴν ἔφερναν ἐκεῖ,
μαζί του, ἐκεῖνο τὸ βράδυ.
Ἦταν στὸν δρόμο ποὺ ἤθελε νὰ πάει.
Δὲν πῆγε ἐκεῖ τυχαῖα. Ἦταν ἐκεῖ. Καὶ τὴν πῆρε. Στὴν ἀρχὴ τοῦ μιλοῦσε
διστακτικά, ἀλλὰ ἔπειτα λύθηκε ἡ γλῶσσα της, ἀφοῦ ὅλο καὶ σιγουρευόταν.
Θὰ τῆς ἔδινε ὅσα ἤθελε. Ἐλευθερία, κατανόηση, συντροφικότητα. Ὅταν
τὸν εἶδε νὰ ἔρχεται, κατάλαβε. Δὲν χρειάστηκε πολλὴ ὥρα.
Μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ἡ ἐφαρμογὴ
γνωριμιῶν τῆς ἔχει βγάλει τὴ φωτογραφία του καὶ τὴν εἶχε ταιριάξει
μαζί του. Δὲν εἶχε καὶ πολλὴ ὄρεξη, καθὼς ἡ ἐφαρμογὴ ποτὲ δὲν εἶχε
πετύχει κάτι καλό. Γιὰ κείνη καλό. Οἱ ἄντρες μιὰ χαρὰ ἦταν, μᾶλλον.
Ἀπόρησε μάλιστα ποὺ δὲν τὴν εἶχε σβήσει τὴν ἐφαρμογὴ κιόλας. Θὰ τὸ
κάνω μετά, σκέφτηκε καὶ κράτησε τὸ τηλέφωνό του. Καὶ ὄντως τὸ ἔκανε,
συνεπὴς στὰ λόγια της.
Καὶ τώρα ἦταν ἐκεῖ, στὸ αὐτοκίνητο,
μαζί. Πήγαιναν γιὰ ποτό. Πάντα τὸ ποτὸ ξεπλένει τὰ λόγια ποὺ κρατᾶς
μέσα σου καὶ σοῦ τὰ ἁπλώνει καθαρὰ στὸ στόμα. Στὸ μπὰρ θὰ κοιτάζονταν
ἀμήχανα, θὰ συζητοῦσαν γιὰ τὰ τρέχοντα, θὰ ἔπαιζαν καὶ λίγο θέατρο
γιὰ τὴ ζωή τους, τὴ δουλειά τους καί, ὅσο προχωροῦσε ἡ βραδιά, θὰ ἔβλεπαν
ἂν τὸ ταίριασμα τῆς ἐφαρμογῆς ἦταν στὸ ἴδιο ποσοστὸ μὲ τὸ δικό τους,
τὸ ἀληθινό.
Μετὰ ἀπὸ δύο ποτὰ καὶ δυὸ σφηνάκια
ἀπὸ τὸν μπάρμαν, ποὺ εἶδε τὴν ἀμηχανία τους καὶ ἀποφάσισε νὰ συμβάλλει
μὲ ἀλκοὸλ στὴ συζήτησή τους, ἀποφάσισαν νὰ περπατήσουν στὸν παγερὸ
Γενάρη. Ἔδεσαν τὰ χέρια τους καὶ προχώρησαν. Χάθηκαν στὶς παγωμένες
ἀνάσες τῶν περαστικῶν καὶ ἐξαφανίστηκαν.
Πιθανὸν ἀκόμη νὰ περπατᾶνε
στοὺς παγωμένους δρόμους. Ἴσως καὶ νὰ κλέβουν ἕνα φιλὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν
ἄλλον σὲ σκοτεινὰ σοκάκια. Ἀκόμα καὶ νὰ μένουν μαζὶ ὑπάρχει πιθανότητα.
Κανεὶς δὲν θὰ μάθει, γιατί ἔτσι
ἔχουν τὰ πράγματα μὲ αὐτὰ τὰ ταιριάσματα. Τὰ ποσοστὰ ἐπιτυχίας
τους εἶναι ἀσαφῆ. Τὸ ἴδιο ἀσαφὴς καὶ ὁ δρόμος ποὺ εἶδαν ἐκεῖνον καὶ ἐκείνη
τελευταία φορά.
Ἀλλὰ ἔχουν σβήσει πιὰ τὴν ἐφαρμογὴ
καὶ ἐπίσης δὲν θὰ μάθουν.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν
συλλογὴ διηγημάτων Τανγκὸ
σὲ Μπλὲ Νύχτες (Ἐκδόσεις Πηγή, 2024).
Μανουσάκης,
Βασίλης. (Ἀθήνα, 1972). Ποίηση, διήγημα,
μετάφραση. Ἔχει διδακτορικὸ στὴν Ἀμερικανικὴ ποίηση. Διδάσκει
λογοτεχνία καὶ μετάφραση στὸ Hellenic American College. Βιβλία
του: Μιᾶς σταγόνας
χρόνος (ποίηση, 2009), Ἀνθρώπων ὄνειρα (διηγήματα,
2010), Movie
Stills (ποίηση
στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα, 2013), Εὔθραυστο
ὅριο (ποίηση, 2014). Συμμετεῖχε στὴν ἐπιμέλεια
τῶν τριῶν ἀφιερωμάτων τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον γιὰ
τὸ ἑλληνικὸ καὶ τὸ ἀμερικανικὸ μικροδιήγημα/μπονζάι. Ἔχει
μεταφράσει πάνω ἀπὸ 20 λογοτεχνικὰ βιβλία καὶ δεκάδες διηγήματα
καὶ ποιήματα. Ἔχει ἐπιμεληθεῖ λογοτεχνικὰ ἀφιερώματα στὸ ἐξωτερικό,
ἐνῶ μεταφράσεις καὶ ἄρθρα του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ περιοδικὰ
τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου