ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΊ
ΤΟΥΡΚΙΚΗ
ΕΙΣΒΟΛΗ στὴν Κύπρο ξεκίνησε ξημερώματα τῆς 20ῆς Ἰουλίου 1974.
Λίγες μέρες μετά, οἱ Τοῦρκοι ἔμπαιναν στὸ χωριὸ Δίκωμο, στὰ ριζὰ
τοῦ Πενταδάκτυλου, δολοφονῶντας ἀδιακρίτως. Μιὰ ὁμάδα κατοίκων
ἔφευγαν ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ στοιβαγμένοι σὲ ἕνα λεωφορεῖο,
ὅταν σχεδὸν εἶχε νυχτώσει καὶ τὰ τουρκικὰ ἀεροπλάνα δὲν μποροῦσαν
νὰ βομβαρδίζουν. Ἀφοῦ πέρασαν μέσα ἀπὸ καμένες περιοχές, μερικὲς
φλέγονταν ἀκόμη, κατέληξαν στὸ Παλαιχώρι, στὸ Τρόοδος. Ἐκεῖ,
μὲ ἄλλα παιδιά, στήθηκε κι αὐτὸς στὴ γραμμὴ γιὰ τὸ συσσίτιο, στὸ
Δημοτικὸ Σχολεῖο τοῦ χωριοῦ.
Μῆνες ἀργότερα, ἡ οἰκογένειά του, γονεῖς καὶ πέντε παιδιά,
βρέθηκαν στὴν Κλήρου, σὲ μιὰ παράγκα δίχως πόρτα. Ἐκεῖ, ἡ μάνα
τους, ἡ Χρυσταλλοῦ, βρῆκε μιὰ παλιὰ μηχανὴ πετρελαίου καὶ ἄρχισε
νὰ τηγανίζει πατάτες μὲ αὐγά, ὅπως στὸ χωριό. Μιὰ μέρα ἄκουσε
τὸν πατέρα του νὰ τῆς λέει:
Χρυσταλλοῦ μου, θὰ ξαναπάω στὶς ἀραβικὲς χῶρες γιὰ δουλειά.
Ἐσὺ νὰ πάρεις τὰ παιδιὰ σὲ διαμέρισμα στὴ Λευκωσία κι ἐγὼ θὰ
στέλλω χρήματα ὅπως πρίν.
Ἡ Χρυσταλλοῦ εἶπε μόνο ἕνα «ἐντάξει Ἀντρέα μου» κι ἕνα δάκρυ
της χώρεσε ὅλη τὴν πίκρα τοῦ ξεριζωμοῦ καὶ τὴν ἀπόφαση νὰ ξεκινήσουν
ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἔτσι, πῆρε τὰ παιδιὰ καὶ νοίκιασε διαμέρισμα σὲ
πολυκατοικία στὴ Λευκωσία. Πρώτη φορὰ σὲ διαμέρισμα, δύο ἀποχωρητήρια,
πάτωμα παρκὲ κι ἑρμάρια ἐντοιχισμένα. Τὸν ἰδιοκτήτη τῆς πολυκατοικίας
δὲν ἐνοχλοῦσαν τὰ παιδιά, μόνο τὸ ἐνοίκιο στὴ μέρα του ζήτησε,
γιὰ νὰ ξεπληρώνει τὸ χρέος στὴν τράπεζα. Τὸ διαμέρισμα ἐξοπλίστηκε
μὲ τὰ ἀπαραίτητα κι ἡ μάνα συνέχισε νὰ μαγειρεύει συχνὰ πατάτες
τηγανιτὲς μὲ αὐγά, μὲ ἀποξηραμένο δυόσμο, ὅπως στὸ χωριό.
Πέρασαν τὰ χρόνια, τὰ παιδιὰ πῆραν τὸν δρόμο τους καὶ ὁ Ἀντρέας
κι ἡ Χρυσταλλοῦ «ἔφυγαν» μαζὶ ὅπως τὸ ἐπιθυμοῦσαν. Πρῶτα «ἔφυγε»
ἡ Χρυσταλλοῦ, σὲ πλήρη διαύγεια, ἐν μέσῳ κορωνοϊοῦ. Ἦταν Μεγάλη
Δευτέρα ἀλλὰ λόγῳ πρωτοκόλλου, ἡ σορός της κρατήθηκε σὲ ψυγεῖο
στὸ νεκροτομεῖο τοῦ Νοσοκομείου Λευκωσίας, μέχρι νὰ γίνει ἡ
κηδεία. Ὁ Ἀντρέας, κατάκοιτος στὸ κρεβάτι γιὰ μῆνες, μὲ μειωμένη
μνήμη κι ἀντίληψη, ψέλλιζε μερικὲς λέξεις. Οὔτε ποὺ κατάλαβε
τί εἶχε γίνει...Γι’ αὐτὸ τὰ παιδιὰ ἀποφάσισαν νὰ μὴν τοῦ ἀναφέρουν
γιὰ τὴ μάνα τους, γιὰ νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσουν. Τὴν ἑπομένη μέρα
ὁ Ἀντρέας ἀναζήτησε τὴ Χρυσταλλοῦ.
Εἶναι ἔξω στὰ κουνέλια, ἀντέτεινε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά του,
γιὰ νὰ τὸν καθησυχάσει.
Μὰ ἀφοῦ μοῦ μίλησε. Εἶναι κάπου μόνη της καὶ κρυώνει. Θὰ
πάω νὰ τὴ βρῶ, ψέλλισε ἐκεῖνος.
Ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ πάει ἕνας παπποῦς 95 χρονῶν, καθηλωμένος
στὸ κρεβάτι, μὲ ὀξυγόνο ἀπὸ τὴ μύτη καὶ τροφὴ ἀπὸ λάστιχο στὸ
πλευρό του...
Τὴν ἑπομένη μέρα ἔφυγε κι ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, γιὰ νὰ
συναντήσει τὴ Χρυσταλλοῦ του. Τὴν Τρίτη μετὰ τὸ Πάσχα, οἱ δυό
τους βρίσκονταν δίπλα-δίπλα, καθένας στὸ φέρετρό του, μπροστὰ
στὸ εἰκονοστάσι τῆς ἐκκλησίας γιὰ τὴν κηδεία στὴν προσφυγιά.
Στὸ τέλος, μὲ τὸ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν...», ὁ συγχωριανός
τους Ἀντρέας τοῦ Γούναρη, κοιτάζοντας τὰ φέρετρα, σχολίασε:
Ἤμουν παιδὶ τότε, καὶ ἔτσι τοὺς θυμᾶμαι ὅταν παντρεύτηκαν
στὸ Δίκωμο, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι.
Ἐκείνη τὴν ὥρα χτύπησε ἡ καμπάνα. Τὸ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν...»
ἔσμιξε μὲ τὸ «Ἠσαΐα χόρευε...» τοῦ Ἄι Γιώρκη στὸ Δίκωμο. Ὁ Ἀντρέας
κι ἡ Χρυσταλλοῦ ἔφυγαν μαζί, ὅπως ἔσμιξαν 73 χρόνια πρίν, στὸ χωριό
τους.
Πηγή:
ἐφ. Φιλελεύθερος
(Κύπρου), Σάββατο, 13 Ἰουλίου 2024.
Κώστας
Μαυρίδης. Εὐρωβουλευτὴς ΔΗΚΟ - S&D,
Πρόεδρος τῆς Πολιτικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Μεσόγειο.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου