|
Ἀπὸ
τὸν/τὴν planodion στὶς 18 Ἰούλιος
2024
|
ΥΝΕΒΗ ἡ ἀκλόνητη
πίστη ἀνθρώπου νὰ κλείσει τὴν κυκλοφορία κεντρικῆς ὁδικῆς ἀρτηρίας.
Ἀπ’ τὸν οὐρανὸ πέφταν ψιλὲς σταγόνες βροχῆς καὶ ὅλοι περίμεναν τὴ
μπόρα ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε, μὰ ὄχι αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἀκολούθησε.
Στὴ μέση τοῦ ὁδοστρώματος προσγειώθηκε ξαφνικὰ ἕνα βουνὸ ἢ κάτι
ποὺ ἔμοιαζε πολὺ μὲ βουνό. Ἦταν ψηλό, τραχὺ καὶ σκληρό. Ἕνας ἐπιβλητικὸς
πέτρινος ὄγκος ποὺ ἔκανε τὰ αὐτοκίνητα νὰ φρενάρουν ἀπότομα καὶ
τοὺς πεζοὺς νὰ στρέψουν τὸ βλέμμα τους ψηλὰ ψάχνοντας γι’ ἀπάντηση
μέσα στὰ σύννεφα. Ἀλλὰ ἀπὸ τὰ σύννεφα δὲν ἔπεσε τίποτε ἄλλο. Οὔτε
κἂν ἕνα ἐπεξηγηματικὸ σημείωμα ἢ ἔστω ἕνας κεραυνὸς ἤ, σὲ τελικὴ
ἀνάλυση, ἡ μπότα ἢ ἡ ζώνη ἢ τὸ κράνος ἐξωγήινου πλάσματος.
Ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ βγαίνει ἀπὸ
τὰ αὐτοκίνητά του καὶ οἱ περαστικοὶ εἶχαν σχηματίσει μικρὰ μπουλούκια.
Μιὰ ὁμάδα ἐφήβων ἄγγιξαν πρῶτοι, ἀνάμεσα σὲ γέλια καὶ κραυγές, τὸν
παράξενο ὄγκο καὶ ἀμέσως τράβηξαν τὰ δάχτυλα τοὺς σὰν κάποιος —μιὰ
ἀόρατη φλόγα— νὰ τοὺς τὰ ἔκαψε. Νέα γέλια ἀκολούθησαν, κι ἤτανε φυσικὸ
νὰ εἶναι ἀτρόμητοι γιατὶ ἦταν νέοι κι εἴχανε πλήρη ἄγνοια γιὰ τὸ τί
σήμαινε φωτιά, ἄσβεστη φλόγα ἢ πίστη. Κι ὕστερα ἀκολούθησαν κι ἄλλοι.
Ἄλλοι πιὸ φοβισμένοι, ἄλλοι διστακτικοί, κι ἄλλοι γεμᾶτοι περιέργεια,
ἅπλωναν τὰ χέρια τους πάνω της. Ἀλλά, παρὰ τὰ ἀδιάκριτα πασπατέματα,
κανένα ἴχνος δὲν ἔμενε ἐπάνω στὴ γυαλιστερὴ ἐπιφάνεια τῆς ἀκλόνητης
πίστης. Ἐκείνη παρέμενε ἄκαμπτη. Μιὰ αὐτόνομη κι αὐθύπαρκτη ὑπόσταση
ποὺ μεγάλωνε καὶ σκλήραινε, μέχρι νὰ γίνει βουνό, ἕνα βουνὸ τόσο
μεγάλο ποὺ δὲν χωροῦσε μέσα στὸ στῆθος, οὔτε μὲς στὸ διαμέρισμα,
οὔτε στὸ πάρκο.
Μετὰ τὶς πρῶτες σπασμωδικὲς
κινήσεις καὶ τὰ ἐπιφωνήματα, μερικοὶ ἄρχισαν νὰ χάνουν τὴν ὑπομονή
τους, γιατὶ ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἐπρόκειτο νὰ ἀργήσουν στὴ δουλειά. Ἀπ’
αὐτούς, κάποιοι προσπάθησαν νὰ σπρώξουν τὴν ἀκλόνητη πίστη ἔξω ἀπ’
τὸ δρόμο, ἀλλὰ ἦταν μάταιο γιατί ἡ ἀκλόνητη πίστη ἦταν αὐτό, ἀκλόνητη.
Ἐπίσης μάταιη —γιὰ τὸν ἴδιο λόγο— ἦταν καὶ ἡ ἰδέα τοῦ γερανοῦ. Τί ἔπρεπε
λοιπὸν νὰ γίνει; Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀνέλαβαν δράση τὰ παιδιὰ ποὺ μπρὸς
στὴ σαστιμάρα τῶν μεγάλων ἄρχισαν νὰ σκαρφαλώνουν γεμᾶτα χαρὰ
πρὸς τὴν κορυφή. Ἀποδείχθηκε πὼς ἡ ἀκλόνητη πίστη ἦταν σκαρφαλώσιμη
κι ἡ θέα ἀπὸ ψηλὰ ἔμοιαζε ὑπέροχη – ἂν καί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ὅλα
φαίνονταν τόσο μικρά. Ἐπάνω στὴ ράχη τῆς ἀκλόνητης πίστης τὰ πάντα
μοιάζαν ἀσήμαντα καὶ μακρινά. Δὲν εἶχε χρόνο κανεὶς νὰ σκεφτεῖ τὰ
καθημερινὰ ἐμπόδια, τὰ βάσανα ποὺ ὄντας στὴ γῆ φαίνονταν πάντα
τόσο ἀπροσπέλαστα. Σὰν ν’ ἄλλαζε ὄχι μόνο ὁ ἀέρας μὰ καὶ ἡ κλίμακα
κι ὅλα ἔπαιρναν νέα διάσταση. Τίποτα δὲν ἔμοιαζε πραγματικὰ σημαντικό,
ὄντας κανεὶς ἐπάνω στὴ ράχη τῆς ἀκλόνητης πίστης, παρὰ μονάχα αὐτὴ
ἡ ἴδια. Ἡ ἴδια ἡ ἀκλόνητη πίστη ποὺ δὲν καταλάβαινε ἀπὸ κόρνες καὶ
προστάγματα, σπρωξίματα, κλωτσιές, σταγόνες βροχῆς.
Πέρασαν μῆνες, ὁ χρόνος ἀδειάζοντας
ἢ γεμίζοντας τὰ πράγματα ἀπὸ περιεχόμενο. Τὰ γυμνὰ δέντρα ἔβγαλαν
φύλλα, νέο χορτάρι γεννήθηκε μὲς στὰ παρτέρια, μὰ ἡ ἀκλόνητη πίστη
συνέχιζε νὰ στέκεται ἴδια καὶ ἀπαράλλαχτη ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ εἶχε
πέσει. Οἱ μέρες, οἱ ἐποχές, ὁ χρόνος, εἶχαν πάνω της τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα
ἀπ’ ὅ,τι στοὺς ἀνθρώπους: Οἱ μέρες, οἱ ἐποχές, ὁ χρόνος ἰσχυροποιοῦσαν
τὴν ἀκλόνητη πίστη, μετατρέποντας τὴν παρουσία της σὲ ἀκρογωνιαῖο
λίθο τῆς ὕπαρξης. Κι ἔτσι, ἡ ἀκλόνητη πίστη μετατράπηκε σταδιακὰ
σὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς πόλης, ἀναδεικνύοντας σὲ φημισμένο σημεῖο
τουριστικοῦ ἐνδιαφέροντος τὴν πρώην κεντρικὴ ὁδικὴ ἀρτηρία. Τώρα,
ἀντὶ γιὰ αὐτοκίνητα, στοὺς πρόποδες τῆς ἀκλόνητης πίστης συνωστίζονταν
περίεργοι ἐπισκέπτες ἀπ’ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς γῆς. Μετὰ τὴν ἀπρόσμενη
συρροὴ τόσου κοσμοῦ στὴν ἐπαρχιακή, πρώην ἄσημη πόλη, οἱ Ἀρχὲς φρόντισαν
γιὰ τὸν ἐξωραϊσμὸ τοῦ τόπου. Δημιούργησαν κυκλικὸ πεζόδρομο ποὺ ἀγκάλιαζε
σὰν δαχτυλίδι τὴ βάση τῆς ἀκλόνητης πίστης πάνω στὸν ὁποῖο τοποθέτησαν
μοντέρνα παγκάκια ἀπ’ ὅπου μποροῦσες νὰ φωτογραφήσεις ἢ νὰ ἀγναντεύσεις
τὸ τρομακτικὸ ἀνάστημα τῆς ἀκλόνητης πίστης, νὰ φᾶς μαλλὶ τῆς γριᾶς
ἢ παγωτὸ ἢ ἁπλῶς νὰ περιμένεις τὴ σειρά σου γιὰ τὴν ἀνάβαση ὣς τὴν
κορυφὴ τοῦ πέτρινου ὄγκου. Καὶ βέβαια, ἡ ἀκλόνητη πίστη ἔγινε τὸ
κατ' ἐξοχὴν σημεῖο συνάντησης. Ὑπὸ τὸ ἀνέκφραστο βλέμμα της, πολῖτες
ὅλων τῶν ἡλικιῶν χώριζαν καὶ ξανάσμιγαν, ἔκλειναν συμφωνίες, ἔπαιρναν
ἀποφάσεις, ἄδραχναν τὴ μέρα, σπαταλοῦσαν τὴ ζωή τους, ὅπως μόνο μιὰ
ζωὴ σπαταλιέται, δίνοντας τὴν αἴσθηση πὼς κάτι σημαντικὸ διεκπεραιώνεται
καθημερινά. Δὲν εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανείς, ἔτσι συμβαίνει μὲ τὴ ζωὴ
ποὺ τρέχει σὰν ποτάμι, δίχως ἐπιστροφή. Συχνά, μιὰ ζωὴ τελειώνει μὰ
δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστη ποὺ συνεχίζει νὰ ζεῖ εἰς
τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γιατί ἡ ἀκλόνητη πίστη, ποὺ εἶναι γένους
θηλυκοῦ, γεννιέται καὶ πάει πάντα κόντρα στὸ ρεῦμα. Πάντα κόντρα
στὸ ρεῦμα. Ὀρθώνεται ὅμοια μὲ βουνό, ὅμοια μὲ ἀνάστημα.
Πηγή: Ἀπὸ
τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ
προσμονὴ ἢ Τὰ βουνά (ἐκδ. Περικείμενο, 2023).
Νάνσυ Ἀγγελῆ (Εὔβοια, 1982). Σπούδασε δημοσιογραφία καὶ ἀπὸ τὸ
2008 ζεῖ στὴν Ἱσπανία ὅπου ἀσχολεῖται μὲ τὴν λογοτεχνικὴ μετάφραση
καὶ τὴν διδασκαλία ξένων γλωσσῶν. Εἶναι τακτικὴ συνεργάτις τοῦ ἰστότοπου
γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα «Πλανόδιον-
Ἱστορίες Μπονζάι». Διηγήματα καὶ μεταφράσεις της
συμπεριλαμβάνονται σὲ διάφορα περιοδικὰ τοῦ διαδικτύου καθὼς
καὶ στὰ συλλογικὰ ἔργα «Ἱστορίες Μπονζάι» (2014- 2016), ἐκδ. Γαβριηλίδης.
Ἔχει ἐκδόσει δυὸ συλλογὲς διηγημάτων. Ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Σμίλη
κυκλοφορεῖ ἡ συλλογὴ μικρῶν πεζῶν Ἡ νοητὴ εὐθεία ποὺ ἑνώνει ἕνα σῶμα μ’ ἕνα
ἄλλο. Τελευταῖο της βιβλίο ἡ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ προσμονὴ ἢ Τὰ βουνά
(ἐκδ. Περικείμενο, 2023).Ἔχει δημιουργήσει τὸ μπλὸγκ μεταφραστικῶν
δειγμάτων ἱσπανόφωνης λογοτεχνίας στὰ ἑλληνικά:
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου