ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ, πάντα πιστὸ σὲ μένα τὴν πρωτομαστόρισσα,
πρόφτασε τὸ μήνυμα νὰ μοῦ φέρει. Μὴν πᾶς, κυρά μου, τὸ φαΐ στοὺς μάστορες.
Ἔχουν χρησμὸ πικρὸ νὰ κτίσουν τὸ κορμάκι σου στὴν κεντρικὴ καμάρα. Τότε φώναξα τὴ γειτόνισσα, ἐκείνη
ποὺ μὲ τὸν ἄνδρα μου μαζί, πολλὲς φορὲς μούσκευαν μὲ ἱδρῶτα τὰ κεντητὰ
σεντόνια μου. Τῆς ἔδωσα νὰ φορέσει τὸ ἰδιαίτερο κεφαλομάντηλό
μου, γιὰ νὰ μὴν τὴν κάψει ὁ ἥλιος. Ἦταν στολισμένο μὲ χρυσᾶ πουλιὰ ποὺ
εἶχα κεντήσει μόνη μου. Στὸ ταγάρι τῆς ἔδωσα ζεστὸ φαΐ καὶ ψωμὶ ποὺ
μόλις εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὸν φοῦρνο καὶ μοσχοβόλαγε, γιὰ νὰ τὰ πάει στὸν ἄντρα
μου στὴ γέφυρα. Τὴν εἶδε ὁ πρωτομάστορας. Γνώρισε
τὸ μαντήλι. Ἅρπαξε μιὰ πέτρα, τὴν πιὸ βαριά, καὶ καταπάνω της τὴν πέταξε.
Τότε ἔτρεξαν ὅλοι οἱ μάστορες μαζὶ καὶ ἔριξαν ἐπάνω της τοῦβλα καὶ ἀσβέστη
γιὰ νὰ τὴν ἐντοιχίσουν στὴν κεντρικὴ καμάρα. Ὅσο γιὰ μένα, σ’ ἕνα μουλάρι φόρτωσα
τὰ λιγοστά μου ὑπάρχοντα καὶ κίνησα γιὰ νὰ βρω ἕναν τόπο χωρίς ποτάμια
καὶ γεφύρια. Θὰ μοῦ λείψει πάντως τὸ μαντήλι
μου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου