|
Ἀπὸ
τὸν/τὴν planodion στὶς 14 Ἰούλιος
2024
|
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ὅτι δὲν πρόκειται νὰ δεχτῶ κανένα τελεσίγραφο.
Ἀπὸ κανέναν. Οὔτε ἀπὸ σένα.
«Ἂν θέλεις! Ἂν δὲν θέλεις δὲν
πειράζει...»
Ἔτσι ἀκριβῶς τὸ εἶπες. Δυὸ φορὲς
αὐτὴ τὴ μικρὴ φράση. Τὴν πρώτη καταφατικά, τὴ δεύτερη μὲ ἄρνηση.
«Ἂν θέλεις! Ἂν δὲν θέλεις...».
Τὸ χειρότερο ἦταν οἱ τρεῖς τελεῖες
στὸ τέλος. Ἀφήνεις μιὰ σιωπὴ νὰ πλανᾶται στὸν ἀέρα κι ὕστερα κάνεις
τὴν ἀδιάφορη ροκανίζοντας ἐκνευριστικὰ μιὰ ξερὴ φρυγανιὰ χράτς,
χράτς, χράτς, πάνω στὴ σιωπὴ ποὺ δημιουργοῦν αὐτὲς οἱ τρεῖς τελεῖες
σου. Χά. Ἂς γελάσω. Σὲ φοβηθήκαμε τώρα. Δὲν κατάλαβες. Δὲ μὲ κατάλαβες,
λέω. Ἔχω ἄμυνες ἐγώ, τεχνικὲς ἀπόκρουσης ἀπειλῆς ποὺ εἶναι γιὰ σεμινάριο.
Παραμένω ἤρεμος. Κούλ. Σοῦ ρίχνω μιὰ ματιά, μετὰ σηκώνομαι καὶ πηγαίνω
στὸ ψυγεῖο. Ἀνοίγω τὴν πόρτα. Ἕνα κρύο ρεῦμα ἀέρα μοῦ χαϊδεύει τὸ
πρόσωπο. Παίρνω τὸ πιάτο μὲ τοὺς λαχανοντολμάδες καὶ γυρίζω πρὸς
τὸ τραπέζι τῆς κουζίνας, ἐνῷ ἀκούω πίσω μου τὴν πόρτα τοῦ ψυγείου νὰ
κλείνει ἀπὸ μόνη της. Μαζί της κλείνει καὶ τὸ κόκκινο λαμπάκι τοῦ
συναγερμοῦ. Συναγερμὸς στὸ ψυγεῖο! Γιὰ φαντάσου! Βάζουν τώρα καὶ
συναγερμὸ στὰ ψυγεῖα... Ξανακάθομαι στὸ τραπέζι ἀκριβῶς ἀπέναντί
σου. Καρφώνω ἕναν λαχανοντολμὰ μὲ τὸ πηρούνι. Τρώω τὸν μισὸ ἤρεμα
καὶ κυρίως ἀθόρυβα, παρ' ὅλο ποὺ εἶναι παγωμένος, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ
χράτς, χρὰτς ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ κάνει ἡ φρυγανιὰ στὸ στόμα σου. Ὅσο
θόρυβο καὶ νὰ κάνεις, ἐγὼ δὲ μασάω. Τὸ ἴδιο μοῦ κάνει. Θὰ παραμείνω
ἀθόρυβος. Καὶ γιὰ νὰ σοῦ ἀποδείξω ὅτι εἶμαι κοὺλ καὶ δὲ μασάω, θὰ ἀράξω
στὸν καναπὲ νὰ δῶ τηλεόραση. Τηλεόραση μεσημεριάτικο; Τηλεόραση
μεσημεριάτικο!
Κάθομαι στὸν καναπέ, ψάχνω τὸ
τηλεκοντρόλ, πουθενά. Ἡ πρώτη σκέψη εἶναι νὰ σὲ ρωτήσω ποῦ ἔκρυψες
πάλι τὸ τηλεκοντρόλ, ἀλλὰ συγκρατιέμαι. Σιγὰ μὴ σὲ ρωτήσω ποὺ ἔχεις
τὸ τηλεκοντρόλ. Θὰ τὸ βρω μόνος μου, ὅπου καὶ νὰ τὸ ἔχεις κρύψει. Θυμᾶσαι
τὴν ἄλλη φορά; Τὸ εἶχες κρύψει στὴ βιβλιοθήκη δίπλα στὸ «Ἔγκλημα
καὶ τιμωρία» τοῦ Ντοστογιέφσκι. Μοῦ δίνεις ἰδέες μὲ τὶς κρυψῶνες
σου, ἂν θὲς νὰ ξέρεις. Ψάχνω παντοῦ. Δὲν εἶναι πουθενά. Πηγαίνω στὴν
κουζίνα, ἀνοίγω τὸ ψυγεῖο καὶ βρίσκω τὸ τηλεκοντρὸλ κρυμμένο κάτω
ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο σου ἑλβετικὸ τυρὶ καμαμπέρ. Ἐξακολουθεῖς νὰ κάθεσαι
ἀτάραχη στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας ροκανίζοντας ἄλλη μιὰ φρυγανιὰ
χράτς, χράτς, χράτς. Μοῦ ἔρχεται νὰ ρωτήσω πόσες ἔφαγες, ἀλλὰ δέν. Δὲν
θέλω νὰ πιστέψεις ὅτι ἐγὼ πιστεύω ὅτι τὶς θέλεις ὅλες γιὰ σένα. Τὶς
προάλλες ποὺ σὲ ρώτησα μὲ εἶπες ἐγωιστή. Σήμερα δὲν θὰ σὲ ρωτήσω,
νὰ δοῦμε πῶς θὰ μὲ πεῖς. Ἀλτρουϊστή; Σιγὰ μὴ μὲ πεῖς. Δὲν ξέρεις κἂν τὴ
λέξη, νομίζω.
Περνῶ μπροστά σου κραδαίνοντας
ἐπιδεικτικὰ τὸ παγωμένο σὰν μπίρα τηλεκοντρὸλ ποὺ μόλις ξετρύπωσα
ἀπὸ τὸ ψυγεῖο. Μὲ κοιτάζεις. Σὲ βλέπω. Κάθομαι ξανὰ στὸν καναπὲ καὶ
ἀνοίγω τὴν τηλεόραση. Πατάω τὸ ἕνα. Χιονοθύελλα στὴν Ἀλάσκα, χιονοστιβάδα
πλάκωσε ὁλόκληρο χωριό. Οἱ σωστικὲς δυνάμεις σκάβουν βαθιὰ χαντάκια
μέσα στὸ χιόνι μήπως βροῦν ἐπιζῶντες. Στρέφω τὸ βλέμμα μου πρὸς τὸ
τραπέζι τῆς κουζίνας. Χράτς, χράτς, χράτς. Πατάω τὸ δύο. Κροκόδειλος
ἔφαγε φιλόζωο τουρίστα μαζὶ μὲ τὴν φωτογραφική του μηχανή. Πατάω
τὸ τρία. Ἕνας ἱεραπόστολος στὴν Ἀφρικὴ σκάβει ἕναν κῆπο μπροστὰ στὴν
κάμερα. Τὸ παίζει κι αὐτὸς κούλ, παρ' ὅλο ποὺ ἔχει δίπλα του μιὰ κάμερα.
Παίρνει ἕναν σπόρο ἀπὸ μιὰ πλαστικὴ σακκούλα καὶ τὸν βάζει μέσα στὸ
χῶμα. Ἡ κάμερα ζουμάρει στὸ πρόσωπό του. Παύση. Εἶναι ἕτοιμος νὰ
πεῖ κάτι σημαντικό.
«Αὐτὸς ὁ σπόρος κάποτε θὰ γίνει
δέντρο», λέει.
Τὸ τηλεκοντρὸλ ἔχει ζεσταθεῖ
κάπως, ἀλλὰ βρομάει τυρί. Πατάω τὸ κόκκινο κουμπί. Ἡ τηλεόραση
—ὅπως κάνει πάντα μὲ τὸ κόκκινο κουμπί— σβήνει. Σηκώνομαι μαζὶ μὲ
τὸ ὄχι πιὰ καὶ τόσο κρύο τηλεκοντρόλ, περνῶ μπροστά σου κρατῶντας
το ἐπιδεικτικὰ καὶ κατευθύνομαι πρὸς τὸ ψυγεῖο. Χράτς, χράτς,
χράτς. Εἶμαι πολὺ κούλ. Βάζω τὸ τηλεκοντρὸλ στὴ θέση του καὶ ἐπιστρέφω
στὴν ἀρχική μου θέση, δηλαδὴ στὴν καρέκλα τοῦ τραπεζιοῦ τῆς κουζίνας
ποὺ βρίσκεται ἀκριβῶς ἀπέναντί σου. Χράτς. Μὲ κοιτᾶς καὶ εἶσαι πολὺ
ἤρεμη. Φορᾶς τὸ μαῦρο μπλουζάκι μὲ τὸ κοάλα. Τὸ κοάλα προσπαθεῖ
νὰ ἀνεβεῖ στὸ λαιμό σου, ἀλλὰ δὲν τὸ καταφέρνει. Δὲν θὰ τὸ καταφέρει
ποτέ. Χράτς, χράτς, χράτς. Μὲ κοιτᾶς. Σὲ βλέπω. Κάτι θέλεις νὰ μοῦ πεῖς.
«Θὲς καμιὰ φρυγανιά;»
Φοὺλ ἤρεμος καὶ κοὺλ σοῦ ἀπαντῶ:
«Ὄχι, δὲν θέλω».
Σιωπή. Μετὰ χράτς, χράτς. Γυρίζω
καὶ σὲ βλέπω. Μὲ κοιτάζεις.
«Ἂν θέλεις. Ἂν δὲν θέλεις, δὲν
πειράζει!»
Χωρὶς ἀποσιωπητικά, ἀλλὰ μὲ
ἕνα παράξενο θαυμαστικό. Σὰν κυπαρίσσι σὲ νεκροταφεῖο.
Κούλ...
Πηγή: Ἀπὸ
τὴν ἀνέκδοτη συλλογὴ διηγημάτων Γυναίκα
σύννεφο.
Κώστας Ποῦλος. Γεννήθηκε στὸν Ἐλικώνα τῆς Βοιωτίας. Σπούδασε Φιλολογία,
Φιλοσοφία καὶ Ἱστορία στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Γερμανία. Ἔχει γράψει,
μεταφράσει καὶ διασκευάσει πλῆθος βιβλίων γιὰ μεγάλους καὶ κυρίως
γιὰ παιδιά. Ἔργα του ἔχουν λάβει τιμητικὲς διακρίσεις (κρατικὸ
βραβεῖο παιδικοῦ λογοτεχνικοῦ βιβλίου) ἢ ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ
ἄλλες γλῶσσες.
Εἰκόνα:
Φωτογραφία τοῦ συγγραφέα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου