|
Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 11 Ἰούλιος 2024
|
Εὐθύμιος Λέντζας
Δοξασμένο τὸ ὄνομά του
Α ΠΑΙΔΙΑ πετᾶνε
τὰ σκουπίδια καὶ φεύγουν. Στὸ Negro μὲ περιμένει ὁ καλύτερός
μου φίλος. Σβήνω τὰ φῶτα στὸ μαγαζί. Κάθομαι στὸ σκαμπὸ μπροστὰ
ἀπὸ τὴν ταμειακὴ μηχανὴ καὶ τελειώνω τὸ ποτό μου. Κοιτάζω στὴν
πίσω μεριά, ἡ αὐλὴ μὲ τὴ μικρὴ ἐλιὰ στὴ μέση, οἱ καρέκλες γυρισμένες
πάνω στὰ τραπέζια. Οἱ τοῖχοι στὸ ἐσωτερικὸ εἶναι ἐπενδυμένοι
μὲ τοῦβλα στὸ χρῶμα τοῦ κεραμιδιοῦ. Περιμετρικά, κρέμονται
τέσσερις πίνακες – ἀφίσες τοῦ Τουλοὺζ Λωτρέκ. Ὄμορφα χρώματα.
Στὴν αὐλὴ πέφτουν σκόρπια κομμάτια φεγγάρι. Ὅσο μοῦ τὸ ἐπιτρέπει
ὁ δημοτικὸς φωτισμὸς ἀπὸ τὴ Φρίξου, παραμένω στὰ σκοτεινά.
Στὰ δάχτυλα παίζω ἕνα στριφτὸ τσιγάρο. Νὰ τὸ ἀνάψω; Νὰ μὴν τὸ ἀνάψω;
Τὸ ἀπόγευμα, πρὶν φύγω ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔριξα μιὰ ματιὰ στὸν παπποῦ.
Ἡ μαμὰ λέει πὼς ὁ παπποῦς εἶναι στὴ φάση ποὺ βλέπει ὁράματα. Πιστεύει
πὼς ἀνεβάζει τὰ μουλάρια στὴν Καρίτσα. Τὰ ξύλα, λέει. Νὰ φορτώσουμε
τὰ ξύλα. Περισσότερο μουγκρίζει παρὰ ἀνασαίνει ὁ παπποῦς. Τελικὰ
τὸ ἀνάβω τὸ τσιγάρο. Πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι τοῦ παπποῦ, τὸν βλέπω σὲ
μιὰ φωτογραφία μὲ τὴ γιαγιά, στὸ ἕνα του χέρι κρατάει τὸ κομπολόϊ,
μὲ τὸ ἄλλο ἀγκαλιάζει τὴ γιαγιά. Τρεῖς ὧρες πάνω-κάτω οἱ χάντρες
μέχρι νὰ φτάσουμε Ἀβδέλλα. Καὶ δῶσ’ του ὁ παπποῦς. Σ’ αὐτὴ τὴν κορυφὴ
κοιμήθηκα ἑφτὰ χρονῶν, στὴν ἄλλη ὀχτώ, στὴν πέρα δώδεκα. Ἐκεῖ, ἐκεῖ,
νὰ δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο ἀνάμεσα στὰ δέντρα. Δοξασμένο τὸ ὄνομά
του, λέει καὶ σταυροκοπιέται. Φτύνει τὸν κόρφο του. Ὅποτε μιλάω
γιὰ βουνά, εἶναι λὲς καὶ μιλάω γιὰ τὸν παπποῦ. Τὸν περιγράφω ὅπως
θὰ ἔκανα μὲ τὸν οὐρανό, τὰ σύννεφα καὶ τὸν Βενέτικο. Ἡ κάπα
του, ἡ φτώχεια του, πεῖνα του. Ἐδῶ, τὸν βράχο δές. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
στὴν ἄλλη, πήδηξε ὁ Μέγα Ἀλέξανδρος μὲ τὸν Βουκεφάλα. Εἶναι Ἰούνιος
ἢ Ἰούλιος. Κλειδώνω τὸ μαγαζί. Φτάνω στὸ Negro. Ὁ Κλεάνθης, ἔχει
μπροστά του δύο ποτήρια βότκα. Τὸ ἕνα εἶναι γιὰ μένα. Μιὰ παρέα
μὲ τρία κορίτσια κι ἕνα ἀγόρι, συζητᾶνε γιὰ μιὰ θεατρικὴ παράσταση
ποὺ εἴδανε στὸ Κηποθέατρο. Κουβέντα στὴν κουβέντα, κι ἀπὸ τὴ
μιὰ βότκα στὴν ἄλλη, ὁ φίλος μου κι ἐγώ, καταλήξαμε νὰ μιλᾶμε
γιὰ τὸν Λιαντίνη. Ἡ παρέα δίπλα ἔχει ἀλλάξει θέμα συζήτησης.
Κανονίζουν γιὰ τὶς διακοπές τους, σὲ κάποιο νησὶ τῶν Κυκλάδων.
Ὁ θεὸς πέθανε, λέει ὁ Λιαντίνης, θὰ πεῖ πὼς ὁ δάσκαλος πέθανε.
Πέθανε τὸ βιβλίο. Ἦταν σὲ μιὰ ὁμιλία του στὸ Ἡρώδειο. Ἀπὸ τὶς τελευταῖες
του πρὶν τὴν ἀναχώρηση. Ἀπὸ τὸ Negro φύγαμε λιγάκι πιωμένοι,
λιγάκι χαρούμενοι. Στὸ ἄλογο(*), κάτω ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀχίλλειο, ἔσκυψα
νὰ δέσω τὰ κορδόνια μου. Ἀπὸ τὴ στροφὴ τοῦ δρόμου, βλέπω ὅλα τὰ φῶτα
στὸ σπίτι ἀναμμένα. Ἕνα φῶς θὰ ἔλεγα θρησκευτικό. Κατάλαβα πὼς
ὁ παπποῦς ἔχει πεθάνει.
(*) Στὸ ἄλογο: Τοπόσημο
τῆς Λάρισας. Ἵππος ἀρχετυπικὸς τοῦ λαρισινοῦ πεδίου. Ἔργο
τοῦ Μίλτου Παπαστεργίου. Μπροστὰ στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου
Ἀχιλλείου.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Εὐθύμιος
Λέντζας (Λάρισα, 1986). Ἔχει ἐκδώσει δύο
ποιητικὲς συλλογές: Οἱ
γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐτοέκδοση,
2020). Τὸ Μερίδιο
(Θράκα, 2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων: Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα
(Γράφημα, 2023).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου