Του Γιώργου Λιερού*
Το Νότιο Σουδάν είναι από πολλές απόψεις ένα αμερικάνικο δημιούργημα, που αποσπάστηκε από το εμπόλεμο Σουδάν με ένα δημοψήφισμα, το οποίο ενορχηστρώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι εύθραυστοι θεσμοί του ενισχύθηκαν με δισεκατομμύρια δολάρια αμερικάνικης βοήθειας.
Mark Landler, The New York Times, 3 Ιανουαρίου 2014.
Χωρίς εσάς δεν θα είχαμε γεννηθεί. Αγωνιστήκατε στο πλευρό μας για να καταστήσετε δυνατή την ίδρυση του Νότιου Σουδάν και μας ενδιαφέρει να μάθουμε από την εμπειρία σας.
SalvaKiir , πρόεδρος του Ν. Σουδάν, 20 Δεκεμβρίου 2011, κατά τη επίσημη επίσκεψή του στο Ισραήλ λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Στην περίπτωση απόσχισης, το εθνικό σύνταγμα θα πρέπει να τροποποιηθεί για να ακολουθήσει τη sharīᶜa, το Ισλάμ και τα αραβικά θα γίνουν η επίσημη γλώσσα της χώρας… εκείνη τη στιγμή δεν θα υπάρχει λόγος να μιλούμε για ποικιλομορφία πολιτισμών και εθνοτήτων.
ՙUmaral-Bashīr, πρόεδρος του ενωμένου Σουδάν, ομιλία του 20 μέρες πριν το δημοψήφισμα της 9/1/2011 με το οποίο ο Νότος αποφάσισε την απόσχισή του.
Το πρόσφατο ταξίδι που πραγματοποιήσαμε στο Σουδάν (Ιανουάριος 2024) είχε ένα πολλαπλό ενδιαφέρον.
Όχι μόνο για τις πολύ γνωστές από την ανθρωπολογία κοινωνίες των Νουέρ( Nuer), των Ντίνκα (Dinka), των Αζάντε(Azande), των Τοπόζα(Toposa) κ.α., οι περισσότερες από τις οποίες μέχρι πρόσφατα κατατάσσονταν στις ακέφαλες – τις χωρίς κράτος ποιμενικές και γεωργικές– κοινωνίες. Επίσης, ο εμφύλιος πόλεμος στο Ν. Σουδάν αναδεικνύει με έναν ακραίο, αλλά πάντως χαρακτηριστικό τρόπο, τις αντιφάσεις, τα αδιέξοδα και τα διλήμματα της μετααποικιακής Αφρικής, την ανεπάρκεια των τοπικών ελίτ στο να διατυπώσουν ένα πραγματικά εθνικό σχέδιο, τη χειραγώγηση των τοπικών δυναμικών από τον ιμπεριαλισμό κ.λπ.Ο πόλεμος ξεκίνησε το 1955, πριν καν κηρυχθεί επίσημα η ανεξαρτησία του Σουδάν. Ξεχωρίζουμε τρεις περιόδους: α) τον πρώτο εμφύλιο (1955-1972), στον οποίο συμμετείχαν κυρίως οι λαοί της Equatoria, της περιοχής που καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο της χώρας∙ είχε 500.000 θύματα β) τον δεύτερο εμφύλιο (1983-2002), με πρωταγωνιστές του αγώνα εναντίον της κυβέρνησης του Χαρτούμ τις δύο κυριότερες εθνότητες της χώρας, τους Ντίνκα (το 40% του πληθυσμού) και τους Νουέρ (το 20%)∙ τα θύματα έφτασαν το 1,5-2 εκατομ. γ) τον τρίτο εμφύλιο (2013-2020) – ενώ η χώρα είχε κερδίσει από το 2011 την ανεξαρτησία της – ανάμεσα στις παρατάξεις του προέδρου Σάλβα Κιίρ (Salva Kiir) και του αντιπροέδρου Ριέκ Ματσάρ (Riec Machar), που εσφαλμένα καταγράφεται ως πόλεμος ανάμεσα στις εθνότητες Ντίνκα και Νουέρ∙ χάθηκαν 400.000 άνθρωποι. Το 2021 υπήρχαν ακόμη 1,6 εκατομ. εκτοπισμένοι στο εσωτερικό και 2,3 εκατομ. στο εξωτερικό παρά τη διακοπή των εχθροπραξιών. Και όλα αυτά σε ένα πληθυσμό μόλις 10 εκατομ. ψυχών, ο οποίος κατά τα 2/3 συνεχίζει να συντηρείται από την ξένη ανθρωπιστική βοήθεια[1]. Σήμερα, οι εκλογές που προγραμματίζονται για τα τέλη του 2024, αποτελούν ένα κρίσιμο στοίχημα για το αν ο πόλεμος έχει όντως τελειώσει ή η ειρηνευτική συμφωνία του 2020 δεν είναι παρά μόνο μία ολιγόχρονη ανάπαυλα.
Η βουτηγμένη στο αίμα παιδική ηλικία του νεαρότερου έθνους στον κόσμο αποδεικνύει την ορθότητα της παρατήρησης του Φ. Κούπερ (F. Cooper): «[ο εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν] αποτελεί υπενθύμιση πως η λογική της αυτοδιάθεσης – η ιδέα ότι ο κάθε αυτοπροσδιορισμένος λαός πρέπει να έχει δικό του κράτος – δεν έχει απαραίτητα όρια»[2]. Χρειάζονται «άλλοι τρόποι», τέτοιοι σαν αυτούς που πρότεινε ο Τζων Γκάραγκ (JohnGarang), ο χαρισματικός ηγέτης του Νότιου Σουδάν, ο οποίος ήταν σφόδρα αντίθετος στην απόσχιση, τη λύση που από κοινού εκβίασαν –o καθένας για τους δικούς του λόγους– οι ιμπεριαλιστές, οι ισλαμιστές και οι ντόπιοι πολέμαρχοι.
Ο Νότος δεν αποτελούσε ένα σχηματισμένο έθνος, το οποίο διεκδικούσε το δικαίωμά του στην αυτοδιάθεση, αλλά μέρος της εντυπωσιακής εθνοτικής και πολιτισμικής ποικιλίας που χαρακτήριζε το μεταπολεμικό Σουδάν, ένα μόνο κομμάτι της πλειοψηφίας η οποία υφίστατο στυγνή καταπίεση και εκμετάλλευση από την εξαραβισμένη μουσουλμανική ελίτ του Χαρτούμ.
Εναντίον των κραυγαλέων ανισοτήτων που διαπερνούσαν τη σουδανική κοινωνία, ο Γκάραγκ αντέταξε όχι την απόσχιση του Νότου, η οποία αναπόφευκτα θα αναπαρήγαγε τα ίδια προβλήματα –όπως άλλωστε και έγινε –, αλλά το όραμα του «New Sudan» που άσκησε μεγάλη επιρροή και στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του Βορρά, εμπνέοντας τα κινήματα των καταπιεσμένων λαών και εθνοτήτων στο Νταρφούρ, στους λόφους της Ερυθράς Θάλασσας, στο Κοντορφάν κ.α. Η στρατηγική του Γκάραγκ ήταν η εμβάθυνση των αντιφάσεων κέντρου-περιφέρειας σε όλο το Σουδάν και η ανατροπή συνολικά της κυριαρχίας της αραβομουσουλμανικής μειονότητας. Έλεγε: «Ήταν οι καταπιεστές που χώρισαν τον λαό του Σουδάν σε νότιους και βόρειους. Εμείς πιστεύουμε ακράδαντα στην ενότητα του σουδανικού λαού. Η καταπίεση, η εκμετάλλευση και ο δίκαιος αγώνας μας είναι μέρος της ιστορίας μας και έχουν διαμορφώσει τον λαό του Σουδάν σε έθνος και το Σουδάν είναι ένα κράτος»[3].
Το 1983, το καθεστώς Νιμέιρι (Jaᶜfar Numayrī) ακύρωσε τις συμφωνίες της Αντίς Αμπέμπα, με τις οποίες είχε λήξει το 1972 ο πρώτος σουδανικός εμφύλιος και κατάργησε την αυτονομία, που είχε παραχωρηθεί στον Νότο, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη μέρους της νοτιοσουδανικής ηγεσίας (αυτού που προέρχονταν από την Equatoria και έβλεπε ανταγωνιστικά τον αυξανόμενο πολιτικό ρόλο των Ντίνκα υπό το καθεστώς της αυτονομίας). Έτσι το 1983 ξεκινάει ξανά ο εμφύλιος και ιδρύεται το SPLM(Λαϊκό Απελευθερωτικό Κίνημα του Σουδάν) και ο SPLA (Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός του Σουδάν), την ηγεσία των οποίων αναλαμβάνει ο Γκάραγκ.
Το κεντρικό σύνθημα του SPLM ήταν «εθνική ενότητα, σοσιαλισμός, αυτονομία και ελευθερία». Το ιδρυτικό μανιφέστο του SPLM (Ιούλιος 1983) δεν διεκδικούσε την απόσχιση αλλά την ισότητα για όλους τους Σουδανούς ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας και φύλου. Ο SPLM πάλευε για την «επανάσταση» όχι για την «απόσχιση». Η ιδεολογία του ήταν μαρξιστική και αποτελούσε ένα αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, που εξοπλιζόταν από την ΕΣΣΔ και τη σύμμαχό της Αιθιοπία, το έδαφος της οποίας χρησιμοποιούσε ο SPLA για τα μετόπισθέν του, τα στρατόπεδα εκπαίδευσης κ.λπ. Από το 1994, με την πτώση του καθεστώτος του απαρτχάιντ, το SPLM θα κερδίσει την υποστήριξη της Ν. Αφρικής και της Ζιμπάμπουε.
Αντίθετα, κατά τον πρώτο εμφύλιο (1955-1972), στο πλευρό των Νοτιοσουδανών πολέμησαν οι ισραηλινοί και διαβόητοι μισθοφόροι όπως ο συνταγματάρχης Rolf Steiner, ενώ υποστήριξη παρείχε ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, το καθεστώς του απαρτχάιντ κ.λπ. Για ένα μεγάλο διάστημα, κατά τον δεύτερο εμφύλιο, οι ΗΠΑ ήταν σύμμαχοι του Χαρτούμ, στο οποίο χορηγούσαν μεγάλη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια (το Σουδάν ήταν ανάμεσα στους δέκα μεγαλύτερους αποδέκτες αμερικανικής βοήθειας στον κόσμο). Όμως το ισλαμικό πραξικόπημα του 1989, η πτώση της ΕΣΣΔ, η πίεση της αμερικανικής θρησκευτικής άκρας δεξιάς υπέρ των «διωκόμενων χριστιανών του Νότου» άλλαξαν τα δεδομένα και οι ΗΠΑ άρχισαν να παρεμβαίνουν υπέρ του Νότιου Σουδάν. Υπό την πίεση τους υπογράφτηκε το 2005 στο Ναϊρόμπι η Comprehensive Peace Agreement ( CPA), η οποία προέβλεπε μια μεταβατική περίοδο 6 ετών, στο τέλος της οποίας ο Νότος θα διάλεγε με δημοψήφισμα ανάμεσα στην αυτονομία και την ανεξαρτησία.
Εντωμεταξύ, ο SPLA δεν ήταν πια στρατός μαθητών, φοιτητών και νεαρών μαρξιστών αξιωματικών και δεν έμοιαζε καθόλου με «ακτιβιστική εξέγερση», όπως στις απαρχές του[4]. Έτσι κι αλλιώς, τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία στις άλλες αφρικανικές χώρες στήριξαν τα εθνικά κινήματα, στο Νότιο Σουδάν ήταν πολύ αδύνατα και ακόμα συχνότερα απλά δεν υπήρχαν: εργάτες στα ορυχεία, τις συγκοινωνίες, τα ταχυδρομεία και τις τηλεπικοινωνίες, μικροί και μεσαίοι χωρικοί που ευημερούσαν από τις εξαγωγικές καλλιέργειες, σχετικά ευάριθμοι, κατώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί κ.λπ. Η αποικιοκρατική διοίκηση για να περιορίσει την αραβομουσουλμανική επιρροή απέκοψε τον Νότο από τον Βορρά. Συγχρόνως όμως κατεύθυνε τους οικονομικούς πόρους και τις επενδύσεις κυρίως στον Βορρά. Έτσι ουσιαστικά καταδίκασε τον Νότο στην περιθωριοποίηση. Οι βρετανικές αρχές προσπάθησαν, όσο μπορούσαν, να διαβρώσουν τις παραδοσιακές σχέσεις, αδιαφορώντας συγχρόνως για την ανάπτυξη της οικονομίας, των υποδομών, της συγκοινωνίας, των σύγχρονων θεσμών κ.λπ., έστω και σε αποικιοκρατικά πλαίσια. Επέβαλαν ή αυστηροποίησαν φυλετικούς διαχωρισμούς, που μέχρι τότε ήταν πολύ συγκεχυμένοι, κατέστρεψαν παλιές ισορροπίες και κατεύθυναν πολύ επιλεκτικά τους ελάχιστους πόρους που ήταν διατεθειμένοι να διαθέσουν. Πριμοδότησαν την εκπαίδευση (και κατ’ επέκταση τις προσλήψεις στον δημόσιο τομέα) παιδιών από τους γεωργικούς λαούς της Δυτικής Equatoria,αγνοώντας την πλειοψηφία των ποιμενικών λαών και εντείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ακόμα περισσότερο τις αντιπαλότητες. Την πολιτική παραμέλησης και υποβάθμισης συνέχισαν οι μετααποικιακές κυβερνήσεις. Λοιπόν απουσίαζαν, εν πολλοίς, οι κοινωνικές προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν στον Νότο να ηγηθεί σε ένα μεγαλόπνοο εγχείρημα, όπως αυτό που είχε συλλάβει ο Τζων Γκάραγκ. Οι όποιες δυνατότητες εξανεμίστηκαν σε αυτές τις δύο δεκαετίες, που διάρκεσε ο ένοπλος αγώνας, για αντικειμενικούς λόγους, από τα λάθη του ίδιου του Τζων Γκάραγκ και εξ αιτίας του εναγκαλισμού με τους ιμπεριαλιστές, οι οποίοι είχαν τη δική τους ατζέντα και ήθελαν τη διάλυση του μεγαλύτερου (τουλάχιστον σε έκταση) κράτους της Αφρικής και όχι τη δυναμική αναγέννησή του.
Το πιο σημαντικό πρόβλημα ήταν το ότι το πολιτικό σκέλος υποτάχθηκε, αν δεν απορροφήθηκε εντελώς, από το στρατιωτικό. Το ίδιο έγινε στα περισσότερα αντιαποικιακά κινήματα, αλλά εδώ οι επιπτώσεις έμελλε να είναι πολύ πιο τραγικές. Χωρίς μια δημοκρατική πολιτική οργάνωση από πίσω (στον ρόλο που έπαιζε το κομμουνιστικό κόμμα στην κινέζικη και βιετναμέζικη επανάσταση), χωρίς τα μαζικά κινήματα και τη δημοκρατική αυτοοργάνωση της κοινωνίας και καθώς ο αγώνας ήταν απίστευτα σκληρός και τράβαγε σε μάκρος, πολλοί από τους ανώτερους αξιωματικούς μετατράπηκαν σε πολέμαρχους, όταν ο SPLA/M έπρεπε να οργανώσει, κατ’ ανάγκη αποκεντρωμένα, την πολεμική οικονομία. Απουσία ελέγχου της κοινωνίας, οι πόροι του SPLA έγιναν ιδιωτικοί πόροι των ανώτερων αξιωματικών του. Η αποκέντρωση οδήγησε στη ιδιωτικοποίηση.
Οι πόροι του SPLA/Μ προέρχονταν: α) από τη φορολογία της τοπικής παραγωγής (μέχρι το 20% του ακαθάριστου προϊόντος) και του εμπορίου β) από εξορυκτικές, υλοτομικές, γεωργικές κ.α. δραστηριότητες, που γίνονταν με εξαναγκαστική εργασία και το προϊόν πουλιόταν στο εξωτερικό γ) από τη λεία σε βοοειδή, χρήματα και στρατιωτικό υλικό, που απέφερε η λεηλασία των αντιπάλων δ) από την εμπορία στο εξωτερικό (Ουγκάντα, Κένυα) της ξένης ανθρωπιστικής βοήθειας, που εντωμεταξύ, μετά τη στροφή της πολιτικής των ΗΠΑ, είχε αρχίσει να καταφθάνει άφθονη. Οι ΗΠΑ ουσιαστικά χρηματοδοτούσαν τον SPLA/Μ μέσω της ανθρωπιστικής βοήθειας. Η USAID έκανε τα στραβά μάτια και το ίδιο, υπό τις οδηγίες της, οι πολυάριθμες ΜΚΟ που κατέκλυσαν το πεδίο[5].
Για τις μετέπειτα εξελίξεις, το κύριο δεν ήταν οι επενδύσεις σε ακίνητα και οι καταθέσεις στο εξωτερικό κάποιων πολέμαρχων, αλλά η αξιοποίηση της πολεμικής οικονομίας για τη συγκρότηση εκτεταμένων πελατειακών δικτύων και στρατών οιονεί ιδιωτικών. Οι πολέμαρχοι εξασφάλιζαν την αφοσίωση των στρατιωτών τους πληρώνοντας τον έδνο (τα βοοειδή που καταβάλλονται στην οικογένεια της νύφης) για να παντρευτούν. Ακόμα περισσότερο, μετέτρεψαν την πολυγαμία μεγάλης κλίμακας σε κλειδί για την οικοδόμηση και τη διατήρηση της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Παντρεύονταν γυναίκες για να δημιουργήσουν συμμαχίες με τα σόγια τους, τις παραχωρούσαν σε αφοσιωμένους ακολούθους τους και, αδιαφορώντας για τη βιολογική πατρότητα, κρατούσαν τα παιδιά που γεννιόνταν. Ο Paul Malong, που έγινε αρχηγός του στρατού του Ν. Σουδάν, είχε 86 γυναίκες και 400 άτομα στενή οικογένεια[6]. Κατάφεραν έτσι να συγκροτήσουν μηχανισμούς εξουσίας, οι οποίοι συνδύαζαν παραδοσιακά και σύγχρονα στοιχεία και ήταν τέλεια προσαρμοσμένοι στις τοπικές συνθήκες.
Καθώς ο πόλεμος τέλειωνε, ο SPLA/Μ αλλά και οι αντίπαλοι αντάρτικοι στρατοί (ο πιο σημαντικός ήταν ο SSDF), που είχαν εντωμεταξύ αναπτυχθεί με την κρυφή ή φανερή υποστήριξη της κυβέρνησης του Χαρτούμ, συγκεντρώνοντας δυσαρεστημένους του SPLA/Μ και άλλους, έτειναν να μετατραπούν σε ένα είδος φεουδαρχικών ομοσπονδιών. Μάλιστα με τις θεαματικές μεταπηδήσεις από το ένα στρατόπεδο στο άλλο και τις χωριστές συμφωνίες με το Χαρτούμ –κάτι σαν τα δικά μας «καπάκια» κατά την επανάσταση του 1821– να μην είναι κάτι σπάνιο. Χαρακτηριστικές είναι οι διαδοχικές μεταστροφές του Ριέκ Ματσάρ, μετά τη ρήξη του με τον Γκάραγκ το 1991. Στις αρχές του 21ου αι., φαινόταν να αναβιώνει μια παράδοση, που δημιούργησε το δουλεμπόριο στο Σουδάν του 19ου αι.: του πολέμαρχου, ο οποίος ξεκινώντας σχεδόν από το τίποτα, στήνει δυναστείες, βασίλεια και αυτοκρατορίες, κινητοποιώντας στρατούς σχηματισμένους από τους δούλους που είχε αρπάξει (τέτοιοι ήταν ο Sebehr Rahma, ο Rabinaz - Zubayr κ.α.). Με τον τρόπο που διαμορφωνόταν η κατάσταση, ο Γκάραγκ έχανε έδαφος μέσα στον ίδιον τον SPLA/Μ. Εναντίον του διαμορφώθηκε μια ισχυρή αντιπολίτευση από τους Ντίνκα πολέμαρχους του Warrap και του Bahrel Ghazal και τους Ντίνκα πολιτικούς, που έδρασαν στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο εμφύλιο (1972-1983), είχαν συγκρουστεί με τον Γκάραγκ και έκτοτε ζούσαν εξόριστοι στο Λονδίνο[7]. Επικεφαλής τους ήταν ο Σάλβα Κιίρ, αρχηγός του επιτελείου και αργότερα αντιπρόεδρος του SPLA/Μ, ο οποίος θα γινόταν ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης χώρας. Στη συνδιάσκεψη του Rumbek, που διοργανώθηκε ανάμεσα 29ης Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου 2004, ο Γκάραγκ δέχθηκε τα πυρά της αντιπολίτευσης. Η κύρια αντίθεση ήταν: επαναστατικός μετασχηματισμός ολόκληρου του Σουδάν ή απόσχιση του Νότου.
Οι πολέμαρχοι και οι παλαιοί πολιτικοί, τα πελατειακά δίκτυα των οποίων έπαιρναν ένα όλο και πιο έντονα φυλετικό (tribalist) χαρακτήρα, δεν είχαν πόρους εξουσίας για να κάνουν παιχνίδι στο εθνικό επίπεδο, λογικά λοιπόν ήταν υπέρ της απόσχισης. Πρότειναν μάλιστα τη συμφιλίωση με τις SSDF, που είχαν συνεργαστεί με τον σουδανικό στρατό, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Οι ίδιοι, αν και οπαδοί της απόσχισης, είχαν καλύτερες σχέσεις με την κυβέρνηση του Χαρτούμ απ’ ότι ο Γκάραγκ και η ομάδα του[8]. Οι νοτιοσουδανικές δυνάμεις, που πολέμησαν τον SPLA με τη βοήθεια της σουδανικής κυβέρνησης, ήταν κατά κανόνα οπαδοί της απόσχισης. Ο Μπασίρ ( Bashīr), ο δικτάτορας του Σουδάν, τελικά προτίμησε να εξασφαλίσει τα νώτα του με ένα ανεξάρτητο Ν. Σουδάν, ώστε να επικεντρωθεί στον πιο ζωτικό για την εξουσία της φατρίας του πόλεμο στον Βορρά. Όταν αποφασίστηκε με το δημοψήφισμα του 2011 η ανεξαρτησία του Νότου, το μόνο αίτημα του Μπασίρ προς την κυβέρνηση του Ν Σουδάν, το οποίο και ικανοποιήθηκε, ήταν η απέλαση των ηγετών των ανταρτών του Νταρφούρ.
Το 2005, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας (CPA), ο Γκάραγκ ταξίδεψε στο Χαρτούμ. Τον υποδέχτηκε ένα τεράστιο και ενθουσιώδες πλήθος, η μεγάλη πλειοψηφία του οποίου αποτελείτο από Άραβες. Κατά τον Gerard Prunier, θα μπορούσε να ήταν ο νικητής στις προεδρικές εκλογές του 2010 και να γίνει πρόεδρος ολόκληρου του Σουδάν[9]. Λέγεται ότι σκόπευε να αντικαταστήσει τον Σάλβα Κιίρ. Όμως στις 30 Ιουλίου 2005, έπεσε το ελικόπτερο που τον μετέφερε και σκοτώθηκε. Κανένας από τους συνομιλητές μας στο Νότιο Σουδάν δεν πίστευε πως επρόκειτο για ατύχημα. Και υπήρχαν πολλοί που είχαν σοβαρούς λόγους να θέλουν τον θάνατό του. Ο Γκάραγκ για το Σουδάν, όπως ο Λουμούμπα Πατρίς για το Κογκό, διατύπωσε ένα εθνικό σχέδιο, όπως το εννοούσε ο Φανόν ή με τη σημασία που είχε ο όρος «εθνικό» στις καλύτερες στιγμές των δημοκρατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου αι. μέχρι τον 19ο αι. Με τον θάνατό του άνοιξε ο δρόμος για την απόσχιση του Νότου και τον τρίτο εμφύλιο, που έμελλε να αποδειχθεί ο χειρότερος από όλους.
Αρκετοί από τους παλιούς συντρόφους του Γκάραγκ, αηδιασμένοι από τις εξελίξεις μετά τον θάνατό του, εγκατέλειψαν τον SPLA/Μ ή και την πολιτική[10]. Πολλοί άλλοι, τα λεγόμενα «παιδιά του Γκάραγκ», ο γιος και η χήρα του Γκάραγκ, οι Ντίνκα του Μπορ (Bor) κ.α. συμμάχησαν με τον Mατσάρ, ηγέτη των Νουέρ ( ο Γκάραγκ ήταν Ντίνκα). Ο Mατσάρ, από την πλευρά του, έκανε την αυτοκριτική του για την σφαγή των Ντίνκα του Μπορ από τους Νουέρ το 1991. Εντωμεταξύ ο πρόεδρος Σάλβα Κιίρ ετοιμαζόταν δραστήρια για την επικείμενη αναμέτρηση. Οι Ισραηλινοί, οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι οργάνωσαν, εκπαίδευσαν και εξόπλισαν την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (N.S.S.), ενώ με ισραηλινά όπλα εξοπλίστηκαν και οι παρακρατικοί της MathiangAnyoor (καφέ κάμπια). Αυτά τα δύο σώματα επρόκειτο να αποτελέσουν τους αυτουργούς των χειρότερων σφαγών και εγκλημάτων του τρίτου εμφυλίου.
Τον Ιανουάριο 2013 ο Σάλβα Κιίρ προχώρησε στην αποστράτευση του μεγαλύτερου μέρους της στρατιωτικής ηγεσίας, τον Ιούλιο απέλυσε το υπουργικό του συμβούλιο περιλαμβανομένου και του Ριέκ Ματσάρ. Η εμφύλια σύγκρουση ξεκίνησε στις 15/12/2013 με την προσπάθεια αφοπλισμού των Νουέρ της προεδρικής φρουράς. Ο Σάλβα Κιίρ κατάγγειλε απόπειρα πραξικοπήματος από τη μεριά του Mατσάρ. Τις επόμενες μέρες στην Τζούμπα, τις μάχες διαδέχθηκε η σφαγή των Νουέρ κατοίκων της πρωτεύουσας. Η Αφρικανική Ένωση υπολογίζει σε 15.000-20.000 τα θύματα[11]. Ο στρατός της Ουγκάντα πήρε μέρος στις μάχες στο πλευρό των κυβερνητικών. Σημαντικές πόλεις, όπως το Μπορ και το Bentiu, άλλαξαν πολλές φορές χέρια. Στην πολιτεία της Unity, από όπου κατάγεται ο Ματσάρ, η σφαγή πήρε διαστάσεις γενοκτονίας. Ξεκίνησε τον Απρίλιο 2015 και κράτησε μέχρι το τέλος της χρονιάς, οπότε εκτιμάται πως είχε χαθεί έως το 20% του πληθυσμού και είχε εκτοπιστεί το 90%[12]. Τα εγκλήματα, ως επί το πλείστον, διέπραξαν παρακρατικοί Νουέρ (οι Bul Nuer, οι Νουέρ του Koch) στην υπηρεσία της κυβέρνησης σε βάρος των Νουέρ της αντιπολίτευσης (των dokNuer). Mετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια συμφιλίωσης το 2016, ο πόλεμος επεκτάθηκε στα νοτιότερα εδάφη, αυτά της Equatoria, οι λαοί της οποίας πέρασαν στις τάξεις της αντιπολίτευσης με αποτέλεσμα να υποστούν αντίποινα που έφταναν τα όρια της γενοκτονίας.
Το 2020 υπογράφηκε ειρηνευτική συμφωνία. Σήμερα, 20 χρόνια μετά τον θάνατο του Γκάραγκ, παρά την ειρηνευτική συμφωνία, η βία μαίνεται στην χώρα και οι ένοπλες συγκρούσεις είναι αιματηρές και συνεχείς. Για τη νοοτιοσουδανική κυβέρνηση πρόκειται μόνο για διακοινοτικές διαμάχες, οι οποίες δεν έχουν ευρύτερη πολιτική σημασία. Όμως συνεχίζουν να δρουν ένοπλες οργανώσεις, που δεν έχουν αποδεχτεί την ειρηνευτική συμφωνία, ενώ ελάχιστοι πιστεύουν πως το υφιστάμενο κράτος είναι σε θέση να οργανώσει αδιάβλητες εκλογές στο τέλος της τρέχουσας χρονιάς.
Το Ν. Σουδάν είναι ένα «κράτος-φρουρός»[13], δηλαδή ένα κράτος που ζει φρουρώντας την πύλη ανάμεσα στην πρωτογενή παραγωγή (κυρίως εξόρυξη πετρελαίου) και την παγκόσμια αγορά, ένα κράτος που υφίσταται ως τέτοιο στην επαφή κάποιων θυλάκων της παγκόσμιας οικονομίας, που αποικίζουν τον «εθνικό» κορμό, με το έξω. Είναι κυριολεκτικά απών από το κοινωνικό, προνοιακό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό πεδίο (τα οποία έχουν αναλάβει ο ΟΗΕ, οι ΜΚΟ, οι ιεραποστολές κ.α.).Το 98% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού προέρχονται από το πετρέλαιο και τα λυμαίνεται η οικογένεια του Σάλβα Κιίρ.
Κατά την επίσκεψή μας στην Τζούμπα, παρά τις προσπάθειες μας, δεν καταφέραμε να επισκεφτούμε το μαυσωλείο του Τζων Γκάραγκ. Το καθεστώς έχει ουσιαστικά αποκλείσει την πρόσβαση στο μνημείο, γιατί οι κάτοικοι της πρωτεύουσας εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους προς τον σημερινό πρόεδρο με τις μαζικές επισκέψεις και την απόδοση τιμών στον τάφο του Γκάραγκ.
18-5-2024
[1] South Sudan, the world’s youngest country, is in deep crisis… The Washington Post, Rachel Chason, 14/11/2021.
[2] FrederickCooper, Η Αφρική από το 1940, Μτφ. Γ. Μαραγκός, ελλ. εκδ. Κλειδάριθμος 2023, σ. 336.
[3] Faux Fuyants au Soudan, Monde Diplomatique, Alain Gresh, 7/1984.
[4] Clemence Pinaud, War and genocide in South Sudan, Cornell University Press 2021, σ. 42. Η συγγραφέας, κατόπιν μακροχρόνιας παραμονής επί του πεδίου, έχει συγκεντρώσει ένα σπουδαίο ερευνητικό υλικό, το οποίο δυστυχώς έχει εντάξει σε θεωρητικά σχήματα μάλλον απλουστευτικά και χοντροκομμένα. Εστιάζει μονομερώς σε έναν εθνικισμό Ντίνκα, τον οποίο καταγγέλλει ότι επιχείρησε κατά τον τρίτο εμφύλιο τη γενοκτονία των άλλων λαών του Ν. Σουδάν.
[5] Στο ίδιο, σ. 73, 74.
[6] Στο ίδιο, σ. 100,
[7] Στο ίδιο, σ. 117, 118.
[8] Στο ίδιο, σ. 118, 119.
[9] Le regime de Khartoum bousculé par la secession du Sud, Monde Diplomatique, Gerard Prunier, 2/2011
[10] Clemence Pinaud, War and genocide in South Sudan, ο.π., σ.127, 128.
[11] Στο ίδιο, σ. 152.
[12] Στο ίδιο, σ. 163, 174.
[13] Για το κράτος-φρουρός, βλ. F. Cooper, Η Αφρική από το 1940, ο.π., σ. 32, 33.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου