ίζα
Δρόμος της Αριστεράς, 8.6.24
Τώρα που οι πράσινες ποδοσφαιρικές δυνάμεις κατέκτησαν το ελληνικό κύπελλο και κέρδισαν τη Ρεάλ στο μπάσκετ , που ο Ολυμπιακός κέρδισε την Άστον Βίλα και την Φενέρμπαχτσέ ενώ πήρε θριαμβευτικά και την Φιορεντίνα, αξίζει να επενδύσουμε κάποιες σκέψεις για τα σπορ. Από την ιστορία και προϊστορία έχουμε πολλά δείγματα, όπως λχ τον αγώνα Παναθηναϊκού και Φενέρμπαχτσέ, που έγινε το 2002 . Η μάχη των δυο αντιπάλων διαδραματίσθηκε στη σκιά του σχεδίου Ανάν και έληξε με 4-1 υπέρ του πρώτου. Έγραφα τότε (1):
« Κάποια στιγμή όμως ο νους μου …. πήγε
στους πρόσφατα δημοσιευμένους στίχους
του ποιητή Αντώνη Σκουλούδη : «Εμείς
γεμίσαμε τους δρόμους / κάτω από γνήσια υπουργικά και προεδρικά χαμόγελα /Στην
Ομόνοια λουστήκαμε/Την επιτυχία/Ξεπλένοντας/Τις μυριάδες καθημερινές μας
ήττες»…… «Ρε συ», είπα τότε στον εαυτό
μου, «μήπως ήταν όλα ένα κόλπο»; Μήπως η
χασούρα της Φενέρμπαχτσέ στήθηκε ειδικά για την περίσταση, απλώς για να
φαντασιώνουν εθνικούς θριάμβους οι
ημέτεροι ή εν γένει οι Τουρκοπαθείς; Μήπως οι Τούρκοι στρατηγοί συνέλαβαν στον
τρέχοντα αιώνα έναν νέο Μολιερικό ρόλο –αυτόν του «κατά φαντασίαν εθνικώς
υπερήφανου»;
ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ
Εδώ όμως θα ασχοληθούμε
με ένα γράμμα που έστειλε στο Facebook o άγνωστός μου Αλέκος
Τζατζάνης. Το γράμμα :
«Μεγάλος
χαμός έγινε με τη νίκη του Ολυμπιακού επί της Αστον Βίλα. Είμουνα κι εγώ κάποτε
Ολυμπιακός, τότε που οι παίκτες δεν ήταν επαγγελματίες, τότε που έπαιζαν για
την ομάδα, τότε που δούλευαν για να ζήσουν, ο ένας οικοδόμος, ο άλλος γκαρσόνι,
ο άλλος μαγαζάτορας, τότε που ο κόσμος περίμενε την Κυριακή, μετά το
κυριακάτικο τραπέζι να φύγει να πάει στο γήπεδο να εμψυχώσει την ομάδα του,
τότε που εμείς τα παιδιά κατεβαίναμε από τον Πειραιά στου Καραϊσκάκη με τα
πόδια για να δούμε την ομάδα μας τα τελευταία είκοσι λεπτά του παιχνιδιού , τότε
που ανοίγαν οι πόρτες για να δουν και να χειροκροτήσουν την ομαδάρα όσοι δεν
είχαν λεφτά να αγοράσουν εισιτήριο, να δουν τους παιχταράδες, Ρωσίδη, Κοτρίδη,
Δαρίβα, Μπέμπη, Υφαντή και τους άλλους. Και άμα τύχαινε καμιά φορά να πετύχουμε
κανένα στο δρόμο και να τον χαιρετήσουμε είμαστε ευτυχισμένοι για πολύ καιρό
και κοκορευόμαστε στους φίλους μας που μας ζήλευαν για την τύχη μας.
Τώρα
τι να δεις και τι να θαυμάσεις που όλοι είναι ξένοι, τρείς μόνο έλληνες έπαιξαν
με την Άστον Βίλα, ποιον να χαιρετήσεις που είναι όλοι απόμακροι και
απλησίαστοι, βεντέτες με σωματοφύλακες και πανάκριβα αμάξια που ούτε στα εκατό
μέτρα δεν μπορείς να τους πλησιάσεις. Γι αυτό σας λέω φίλοι μου, δεν μου έκανε
καμία αίσθηση αν κέρδισε ή έχασε ο Ολυμπιακός και με παραξένεψε πολύ που
κάποιοι σύντροφοι (Μπογιόπουλος) έκαναν σαν τρελοί που νίκησε ....»
Το
γράμμα κατά βάθος δεν είναι γκρίνια
απλή, δεν προέρχεται μόνο από την μνήμη της φτωχικής ζωής , δεν βγαίνει από τη συνοικιακή και
παιδιάστικη μνήμη, αλλά κατά βάθος είναι
και μια συνηγορία με την αρχή της
εντοπιότητας, που κυριαρχούσε κάποτε στο ποδόσφαιρο. Τότε που υπήρχε μεικτή
Αθηνών από Αθηναίους, και έπαιζε με μεικτή Πειραιά από Πειραιώτες, με μεικτή
Βουκουρεστίου και μεικτή Βελιγραδίου. Τότε που οι Παναθηναϊκοί ήταν Αθηναίοι, οι
Πανιώνιοι Νεοσμυρνιώτες και οι Προδευτηκάριοι κάτοικοι του Κορυδαλλού και
περιχώρων, ενώ το να βρεις έναν
Παναθηναϊκό στα Καμίνια ήταν το ίδιο
επίτευγμα με το να περάσεις ένα καραβόσκοινο
από την τρύπα μιας βελόνας – για να το πούμε με Ευαγγελικούς όρους ... Η δικτατορία πρώτη συνέλαβε την ιδέα
της ελληνοποίησης ποδοσφαιριστών , έτσι συλλάβαμε τον εξ Ουρουγυάης Λοσάντα,
τον Χουάν Ραμόν Ρότσα ως Πουμπλή, τον Υβ Τριαντάφυλλο ως Έλληνα εκ Γαλλίας, που γράφει ο Κώστας Κρεμμύδας στο φιλοολυμπιακόν σύγγραμμα, «Ερυθρόλευκη τρέλλα»…Μετά επακολούθησε το
σημερινό τουρλουμπούκι.
Σάββας Παύλου
Ο
Λόγιος Σάββας Παύλου(1950-2016) συμμετείχε το 2013 σε ένα συνέδριο στη
Λευκωσία και ασχολήθηκε γενικά με τρεις ποιητές - τον
Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Νάσο Βαγενά. Για τον Μανώλη Αναγνωστάκη αναφέρει την συνεργασία του το 1986 με το περιοδικό του Μάνου
Χατζιδάκι «Το Τέταρτο», σε ειδικό ένθετο με τίτλο «Ποδόσφαιρο», που
αποτελούσε « μια από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες να ιδωθεί το θέμα του
ποδοσφαίρου και της έλξης του πέρα από προκατ απόψεις και ιδεοληψίες» - κατά
πως λέει ο ίδιος.. Λέει ο Αναγνωστάκης για τον εαυτό του, στην περίοδο που
ζούσε στη Θεσσαλονίκη : «Βαμμένος Παοκτζής, θεριό ανήμερο». Όμως η
μετεγκατάστασή του στην ελληνική πρωτεύουσα συνδέεται με μια ελαφρά μεταβολή , καθότι συνδέεται με τον Απόλλωνα Αθηνών. Το αφήνουμε να το
πάρει το ποτάμι - και πηγαίνουμε σε ένα κείμενο για τον Άγιαξ, όπου ο Αναγνωστάκης θεωρεί ότι αυτή η ομάδα
μετέβαλε το ομαδικό παιγνίδι σε έργο τέχνης !
Το
δεύτερο θέμα του Παύλου είναι ο Γιώργος Μαρκόπουλος , φίλαθλος της ΑΕΚ από τα
γενοφάσκια του, που κατά τον συγγραφέα έδωσε ένα από τα καλύτερα ποιήματα που
αναφέρονται στον κόσμο του ποδοσφαίρου- την «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής
Χρήστο Αρδίζογλου». Το ποίημά του είναι μια ελεγεία, όταν ο γνωστός ποδοσφαιριστής, που συμβόλισε
μια εποχή τη δόξα και τη λατρεία των οπαδών , κρεμά τα παπούτσια του για να γίνει χωροφύλακας, υπάλληλος της ΔΕΗ ή
του Ο.Τ.Ε.: Όπως συνηθιζόταν τότε να δίνεται ως εφάπαξ εκ μέρους των
ποδοσφαιρικών σωματείων, η αποκατάσταση των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών….
«Ω δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας// στα
αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου/ Δεν ημπορώ να φανταθώ την
ώρα/που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει θα φύγει από ταΓήπεδα/θα σταδιοδρομήσει
ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω//και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη/Στην
Αταλάντη και πάλι λέγω/όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας από γήπεδα, «αστέγους»,/φιστίκια-αστέρια
στα πανέρια των μικρών του σινεμά//θα γράφει στις εκθέσεις του/«Ο πατέρας μου
εγεννήθη εις την Αθήνα./Ήρθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του/προς αναζήτηση
εργασίας/όπου μεγάλωσα κι εγώ»/ Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου/Που
θα σηκώσει για άλλη μια φορά τελεσίδικα πια / όπως οι τρελοί τους επιταφίους
των νεκροταφείων/ την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει».
Ο Μαρκόπουλος μένει « στη σχέση αγάπης μιας ομάδας ποιητών προς το
ποδόσφαιρο και προς τις μαγικές και ανεξαγόραστες στιγμές ευτυχίας που μου
χάρισε από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου και εξακολουθεί να μου χαρίζει μέχρι
σήμερα». Ο ίδιος μάλιστα εφευρίσκει με την
τελευταία του ποιητική συλλογή την κατηγορία Κρυφός κυνηγός, « για να χαρακτηρίσει τον παίκτη εκείνο που… περιφέρεται στα
αντίπαλα καρέ, με ύπουλες βλέψεις, επιτήδειες κινήσεις και απρόβλεπτη
συμπεριφορά, προσδοκώντας την κατάλληλη στιγμή, που θα του δοθεί η ευκαιρία να
αιφνιδιάσει την αντίπαλη άμυνα».
Ο Νάσος Βαγενάς , ποιητής, κριτικός και
πανεπιστημιακός, συνενώνει ακόμη μια
ιδιότητα σχετική με το θέμα : Υπήρξε ο ίδιος ποδοσφαιριστής όταν ήταν νέος
–έπαιξε στον Εθνικό Πειραιώς και στην Εθνική Νέων της Ελλάδας. Και συγκρίνει
τις κοινωνίες της Δράμας και της Κύπρου, προκαλώντας το ενδιαφέρον του Σάββα Παύλου.
ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΛΕΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Γράφει
ο Βαγγέλης Παυλής στο Facebbok
:
«Χτες
τυχαία παρακολούθησα μια ποδοσφαιρική διαδικτυακή εκπομπή, της οποίας ο
παρουσιαστής-οπαδός μεγάλης ποδοσφαιρικής ομάδας:
-
δήλωσε στεναχωρημένος που κέρδισε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ αντίπαλη
ελληνική ομάδα στην οποία ποτέ δεν θα πει "συγχαρητήρια'
-
κατηγορούσε, με αποκόμματα εικόνων, λόγων και ειδήσεων, τη βασική αντίπαλή του
ομάδα ότι εξαγοράζει παιχνίδια γι' αυτό κερδίζει,
-
απαξίωνε τους οπαδούς της βασικής αντίπαλής του ομάδας μη κρύβοντας το μένος
του,
-
εκεί που μιλούσε κόσμια, ξαφνικά εξύβρισε χυδαία οπαδό άλλης αντίπαλης ομάδας
επειδή διαφώνησε μαζί του,
-
υποστήριξε ότι η πολιτική ψήφος πρέπει να δίνεται με ποδοσφαιρικά (εκβιαστικά)
κριτήρια και παρότρυνε τους οπαδούς της ομάδας του να καταψηφίσουν όσους είναι
"απέναντι",
-
φάνηκε πρόθυμος να υποστηρίξει τα συμφέροντα των μεγαλοεργολάβων της ομάδας του
έναντι των αντίθετων συμφερόντων... τα οποία -αυτά και μόνον αυτά- συνιστούν
"μαφία".
Και
καταλήγει ο κ. Παυλής : «Θα ήταν αστεία και γραφικά όλα αυτά αν την εκπομπή
του, και συνεπώς τον δημόσιο λόγο του, δεν τον χορηγούσαν τα official stores
της ομάδας του, η οποία χρηματοδοτείται -όπως και όλες- από την Ελληνική
Πολιτεία και λανσάρει πρότυπα».
Εγώ όμως θα πάω πιο πέρα από τον κ. Παυλή . Και θα χαρακτηρίσω όλα αυτά ως καταστάσεις που αναζωπυρώνουν την
ιστορία των Πρασίνων και Βένετων, επί Βυζαντίου ! Ότι συνιστούν μια μετάβαση σε
μια κοινωνία ποδοσφαιροκεντρική ή μπασκετοκεντρική, όπου η επιλογή δεν θα
γίνεται όπως τώρα, δηλαδή μεταξύ δυο ή περισσοτέρων πολιτικών γραμμών, αλλά με
βάση τις χρωματικές επιλογές των αντιπάλων μερών.
Σημειώσεις
1. Γιάννης Σχίζας, Εποχή, 24.11.2002, «Οι νέοι
Μολιέροι»
2. Σάββας Παύλου, συμμετοχή στο Συνέδριο «Όψεις
και πτυχές της ιστορίας του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα και στην Κύπρο», οργανωμένο
από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου (Επιστημονική
Επιτροπή Συνεδρίου: Πέτρος Παπαπολυβίου, Β. Καρδάσης, Αλ. Κιτροέφ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου