|
|
|
ΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΟ, βρώμικοι, ρουφηγμένοι ἀπ’ τὸ σκοτάδι. Τίποτα περισσότερο ἀπὸ δύο σιλουέτες ἀμυδρὰ ἀνθρώπινες, μὲ τὰ σώματα χαμένα στὶς σκιές τους. Ἴδιες καὶ ὅμως τόσο διαφορετικές. Ἀργοσάλευτος ὁ ἕνας, νὰ μετακινεῖται στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους μὲ τὴν παθητικότητα τοῦ ἀνυποψίαστου ἢ τὴν ἀπόλυτη ἀδιαφορία. Κυρτωμένος ὁ ἄλλος, ἀγκομαχῶντας ἀπ’ τὴν προσπάθεια νὰ τὸν σύρει ἀνάμεσα στὰ ἀγριόχορτα καὶ τὰ σκουπίδια. Κάπου-κάπου σταματοῦσε γιὰ νὰ πάρει ἀνάσα. Μετὰ ξανάρχιζε σκύβοντας ἀκόμα περισσότερο πρὸς τὸ φορτίο του. Ἡ μυρουδιὰ τῶν λιμνασμένων νερῶν τοῦ Ριατσουέλο μᾶλλον ἁπλωνόταν παντοῦ, ἀλλὰ ἐδῶ ἦταν πιὸ ἔντονη∙ μὲ τὴ γλυκερὴ ἀπόπνοια τοῦ χερσότοπου ποὺ βρομοκοποῦσε σκουριά, περιττώματα ζώων, αὐτὴ ἡ πηχτὴ ἀπ’ τὴν ἐπερχόμενη κακοκαιρία μυρουδιά, τὴν ὁποία κατὰ καιροὺς ὁ ἄνδρας ἐπιχειροῦσε χειρονομῶντας νὰ ξεκολλήσει ἀπ’ τὸ πρόσωπό του. Κομματάκια ἀπὸ γυαλὶ ἢ μέταλλο συγκρούονταν μεταξύ τους ἀνάμεσα στὰ ἀγριόχορτα, ἂν καὶ εἶναι σίγουρο ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς δύο δὲν θὰ ἄκουγε αὐτοὺς τοὺς ἰσόχρονους καὶ ἰδιότυπους ἤχους∙ οὔτε τὸ πνιχτὸ μουρμουρητὸ τῆς πόλης ποὺ ἐκεῖ ἔμοιαζε νὰ κλυδωνίζεται κάτω ἀπ’ τὴ γῆ∙ κι ὁ ἄνδρας ποὺ εἶχε ἀναλάβει τὴ μεταφορὰ ἄκουγε ἴσως μόνον ἐκεῖνο τὸν βύθιο καὶ ὑπόκωφο γδοῦπο ποὺ ἔκανε τὸ σῶμα ἀναπηδῶντας στὸ ἔδαφος, τὸν τριγμὸ τῶν πεταμένων χαρτιῶν καὶ τὸ ἀπροσδιόριστο πάτημα τῶν παπουτσιῶν στὰ κονσερβοκούτια καὶ τὰ μπάζα. Κάποιες φορὲς ὁ ὦμος τοῦ ἄλλου σκάλωνε στοὺς σκληροὺς θάμνους ἢ σὲ κάποια πέτρα. Τὸν ἐλευθέρωνε τότε τραντάζοντάς τον, ἐνῷ ξεστόμισε κάποιο παράξενο ἐπιφώνημα ἢ ἔβγαζε ἐκεῖνο τὸ γογγυτὸ τῶν φορτοεκφορτωτῶν ὅταν ρίχνουν μὲ δύναμη τὸ ἀτίθασο φορτίο στὴν πλάτη. Ἦταν φανερὸ ὅτι τοῦ φαινόταν ὅλο καὶ πιὸ βαρύς. Ὄχι μόνο ἐξ αἰτίας τῆς παθητικῆς ἀντίστασης ποὺ ἀντιμετώπιζε κάποιες στιγμὲς ἀπ’ τὰ ἐμπόδια, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τοῦ δικοῦ του φόβου, τὴν ἀγανάκτηση ἢ τὴν ἀγωνία∙ τοῦ ἐξαντλοῦσαν τὶς δυνάμεις, ὠθῶντας τον νὰ τελειώνει τὸ συντομότερο. Στὴν ἀρχὴ τὸν ἔσερνε ἀπ’ τὰ χέρια.
Ἐὰν δὲν εἶχε πέσει τόσο τὸ σκοτάδι, θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει δεῖ τὰ δύο ζευγάρια
χέρια πλεγμένα, πρᾶγμα ποὺ δὲν βοηθοῦσε καθόλου τὴν ἐπιχείρηση
διάσωσης ἀντικριστά. Ὅταν τὸ σῶμα ξανασκάλωσε, ἅρπαξε τὰ δύο πόδια
καὶ ἄρχισε νὰ τὸν τραβάει μὲ γυρισμένη τὴν πλάτη, σκυμμένος πρὸς τὰ
ἐμπρὸς γιὰ καλύτερη εὐστάθεια στὶς λακκοῦβες. Τὸ κεφάλι τοῦ ἄλλου
χοροπηδοῦσε ζωηρά, εὐχαριστημένο προφανῶς ἀπ’ τὴν ἀλλαγή. Σὲ
μιὰ στροφή, τὰ φανάρια κάποιου αὐτοκινήτου ἔριξαν ξαφνικὰ ἕνα κίτρινο
φῶς ποὺ ἔφτασε κατὰ κύματα πάνω στοὺς σωροὺς ἀπὸ σκουπίδια, στὰ ἀγριόχορτα
καὶ στὶς ἀνωμαλίες τοῦ ἐδάφους. Ἐκεῖνος ποὺ τραβοῦσε ξάπλωσε πάνω
στὸν ἄλλον. Γιὰ μιὰ στιγμή, κάτω ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀμυδρὴ πινελιά, τὰ πρόσωπά
τους ἔδειχναν, μελανιασμένο καὶ τρομαγμένο τὸ ἕνα, γεμᾶτο χώματα
τὸ ἄλλο∙ προσπαθοῦσαν νὰ μείνουν ψύχραιμοι. Τὸ σκοτάδι τοὺς κατάπιε
πάλι. Σηκώθηκε καὶ συνέχισε νὰ τὸν
τραβᾶ ἀκόμα λίγο, ὅμως εἶχαν ἤδη φτάσει κάπου ὅπου τὰ ἀγριόχορτα ἦταν
πιὸ ψηλά. Τὸν βόλεψε ὅπως μποροῦσε, τὸν κουκούλωσε μὲ σκουπίδια, ξερὰ
κλαδιά, μπάζα. Φαινόταν αἴφνης νὰ θέλει νὰ τὸν προστατέψει ἀπὸ ἐκείνη
τὴν ὀσμὴ ποὺ τύλιγε τὸ χερσότοπο ἢ τὴ βροχὴ ποὺ δὲν θὰ ἀργοῦσε νὰ πέσει.
Σταμάτησε, πέρασε τὸ χέρι ἀπὸ τὸ ἱδρωμένο μέτωπο καὶ ἔφτυσε ὀργισμένος.
Τότε ἄκουσε ἐκεῖνο τὸ κλαψούρισμα ποὺ τὸν αἰφνιδίασε. Ἔβγαινε ἀδύναμο
καὶ ἐπιτακτικὸ ἀπ’ τον χερσότοπο, σὰν ὁ ἄλλος, μέσα στὸ μνῆμα του ἀπὸ
σκουπίδια, νὰ εἶχε ἀρχίζει νὰ διαμαρτύρεται μὲ κλάμα νεογέννητου. Θὰ τὸ ἔσκαγε· ὅμως σταμάτησε τυφλωμένος
ἀπὸ τὴ λάμψη μιᾶς ἀστραπῆς ποὺ ἔβγαλε ἀπ’ τὸ σκοτάδι τὸν μεταλλικὸ
σκελετὸ τῆς γέφυρας καὶ κατάλαβε πόσο λίγο εἶχε ἀπομακρυνθεῖ. Νικημένος,
ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Γονάτισε καὶ πλησίασε σὰν κυνηγόσκυλο ἐκεῖνο
τὸ κλαψούρισμα∙ ἀδύναμο, πνιχτό, ἐπίμονο. Κοντὰ στὸν σωρὸ ὑπῆρχε ἕνα
ἀσπριδερὸ μπογαλάκι. Ὁ ἄνδρας ἔμεινε γιὰ λίγο χωρὶς νὰ ξέρει τί νὰ
κάνει. Σηκώθηκε γιὰ νὰ φύγει, ἔκανε κάποια βήματα παραπαίοντας, ἀλλὰ
δὲν μπόρεσε νὰ προχωρήσει. Τὸ κλαψούρισμα τώρα τὸν σφυροκοποῦσε.
Ἀσθμαίνοντας, γύρισε σιγά-σιγά πίσω στὰ τυφλά. Ξαναγονάτισε, διστακτικὸς
ἀκόμα. Ὕστερα ἅπλωσε τὸ χέρι. Τὸ «ἀμπαλὰζ» ἔτριξε. Μέσα στὶς σελίδες
τῆς ἐφημερίδας ἀγωνιζόταν μιὰ μικρὴ ἀνθρώπινη φιγούρα. Ὁ ἄνδρας
τὴν πῆρε στὰ χέρια του. Οἱ κινήσεις του ἦταν ἀδέξιες καὶ ἀφηρημένες,
οἱ κινήσεις κάποιου ποὺ δὲν ξέρει τί κάνει∙ ἀλλὰ ποὺ σὲ κάθε περίπτωση
δὲν μπορεῖ νὰ μὴν τὸ κάνει. Ἀνασηκώθηκε ἀργά, σὰν ἀηδιασμένος ἀπὸ αὐτὴ
τὴν ξαφνικὴ τρυφερότητά του πρὸς τὴν πιὸ ἀκραία ἐγκατάλειψη, καὶ
βγάζοντας τὸ πανωφόρι του σκέπασε μὲ ἐκεῖνο τὸ ὑγρὸ καὶ κλαψιάρικο
πλάσμα. Κάθε φορὰ ὅλο καὶ πιὸ γρήγορα,
σχεδὸν τρέχοντας, ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ τὸν χερσότοπο μὲ τὸ κλάμα καὶ
χάθηκε στὸ σκοτάδι. Πηγή: https://www.literatura.us/augusto/baldio.html
Ἀουγοῦστο Ρόα
Μπάστος (Augusto Roa Bastos). (Ἀσουνσιόν
[Asunción], Παραγουάη, 1917 – Ἀσουνσιόν, 2005). Θεωρεῖται ὁ σπουδαιότερος
συγγραφέας της Παραγουάης τοῦ 20οῦ αἰῶνα καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους
μυθιστοριογράφους τῆς λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Πέρασε
τὴν παιδική του ἡλικία στὸ Ἰτοῦρμπε –μικρὸ χωριὸ μὲ κουλτούρα γκουαρανί–,
μόνιμο σκηνικὸ καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς στὸν λογοτεχνικό του κόσμο. Πῆρε
μέρος στὸν πόλεμο τοῦ Τσάκο ἀνάμεσα στὴ χώρα του καὶ τὴ Βολιβία, ἐμπειρία
ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦσε στὸ μυθιστόρημά του Hijo del hombre (1960), ἔργο ποὺ καλύπτει
ἑκατὸ χρόνια ἱστορίας τῆς Παραγουάης. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ τεχνικὴ
ἀκρίβεια μὲ τὴν ὁποία ὁ συγγραφέας ἀφηγεῖται τὴν ὑπόθεση τοῦ ἔργου
του, καθὼς καὶ ἡ ἔνταση τοῦ μικτοῦ λόγου του μὲ τὸν ὁποῖο μεταφέρει
τὴν τοπικὴ γλῶσσα. Ἐνάντιος στὸ δικτατορικὸ καθεστὼς τῆς χώρας
του, ἔζησε στὸ ἐξωτερικὸ καὶ περισσότερο στὸ Μπουένος Ἄϊρες δουλεύοντας
ὡς δημοσιογράφος καὶ καθηγητής. Ἀνάμεσα στὰ βιβλία του εἶναι
οἱ συλλογὲς διηγημάτων: El
trueno entre las hojas (1953), El
baldío (1966), Madera
quemada (1967), Los
pies sobre el agua (1967), Moriencia
(1969) y Cuerpo
presente (1971). Τὸ σπουδαιότερο ἔργο του εἶναι τὸ μυθιστόρημα
Yo, el supremo
(1974), ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ δικτάτορα τῆς Παραγουάης El doctor
Francia γιὰ τὰ χρόνια ἀπὸ 1814 μέχρι 1840. Στὸ τελευταῖο ἐμβαθύνει
στὶς ρίζες τῆς ἱσπανικῆς γλώσσας στὴν Παραγουάη, δίνοντας ἔμφαση
στὴ δημιουργία νεολογισμῶν, παραποιήσεων καὶ σὲ συνεχῆ παιχνιδίσματα
τόσο λεξιλογικῶν ὅσο καὶ συντακτικῶν. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συγγραφὴ σεναρίων
γιὰ κινηματογραφικὲς ταινίες, ἄλλα ἔργα του εἶναι τά: El pollito de fuego
(1974), Lucha hasta el
alba (1979), La
vigilia del almirante (1992), Ὁ
κατήγορος (ἑλλην. ἔκδ. 1999), Contravida (1995) καὶ Madame Sui (1995). Τὸ
1989 ἀξιώθηκε τὸ Βραβεῖο Θερβάντες καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιά, τὸ Βραβεῖο
la Orden Nacional del Mérito de Paraguay.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:
Χρηστάκου Βασιλική.
Ἰατρὸς καρδιολόγος καὶ ἀριστοῦχος ἀπόφοιτος τοῦ τμήματος Ἱσπανικὴ
γλώσσα καὶ Πολιτισμὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοιχτοῦ Πανεπιστημίου. Μεταφράζει
λογοτεχνία ἀπὸ τὴν ἱσπανικὴ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.
Εἰκόνα: Στιγμιότυπο ἀπὸ
τὸ «El Baldío», τοῦ Marcelo Martinessi.
Φωτογραφία:
lababosacine.com.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου