|
|
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ σὲ ἕνα τραπέζι
περίμενε τὴ γυναίκα του νὰ σερβίρει φαγητό. Τὴν ἄκουσε νὰ χτυπᾶ μιὰ
κατσαρόλα ποὺ τὴν εἶχε κάψει. Μισοῦσε τὸν ἦχο ποὺ ἔκανε ἡ κατσαρόλα
ὅταν τὴ χτυποῦσαν, γιατὶ διατυμπάνιζε τὸν πόνο της μὲ τέτοιο τρόπο
ποὺ τὸν ἔκανε νὰ θέλει νὰ καταφέρει κι ἄλλα τέτοια χτυπήματα. Καὶ
ξεκίνησε νὰ χτυπᾶ τὸ ἴδιο του τὸ πρόσωπο, κι οἱ ἀρθρώσεις τῶν δαχτύλων
του κοκκίνισαν. Πῶς μισοῦσε τὶς κόκκινες ἀρθρώσεις, ἐκεῖνο τὸ χτυπητὸ
χρῶμα, περισσότερο αὐτάρεσκο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πληγή.
Ἄκουσε νὰ πέφτει ὁλόκληρό το γεῦμα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς γυναίκας του στὸ
πάτωμα τῆς κουζίνας κι ἐκείνη νὰ ἀναθεματίζει. Γιατὶ καθὼς τὸ ἔφερνε
πρὸς τὰ μέσα, τῆς εἶχε κάψει τὸν ἀντίχειρα. Ἄκουσε τὰ πιρούνια καὶ τὰ
κουτάλια, τὶς κοῦπες καὶ τὰ πιάτα νὰ κλαῖνε τὴν ἴδια ὥρα ποὺ προσγειώνονταν
στὸ πάτωμα τῆς κουζίνας. Πῶς μισοῦσε τὸ γεῦμα ἐκεῖνο πού, μόλις ἔχει
ἑτοιμαστεῖ, ἀρχίζει καὶ σὲ καίει θανάσιμα, καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό,
στριγγλίζει καὶ σκούζει τὴ στιγμὴ ποὺ προσγειώνεται στὸ πάτωμα, ὅπου
οὕτως ἢ ἄλλως ἀνήκει.
Ἔδωσε ἄλλη μιὰ γροθιὰ στὸ πρόσωπό του κι ἔπεσε στὸ πάτωμα.
Μόλις συνῆλθε, ἦταν πολὺ θυμωμένος, κι ἔτσι ἔδωσε ἄλλη μιὰ γροθιὰ
στὸ πρόσωπό του καὶ ζαλίστηκε. Ἡ ζαλάδα τὸν θύμωσε κι ἔτσι ἄρχισε νὰ
κοπανᾶ τὸ κεφάλι του στὸν τοῖχο, λέγοντας τώρα θὰ δεῖς τί πάει νὰ πεῖ
στ’ ἀλήθεια ζαλάδα ἀφοῦ θὲς νὰ ζαλιστεῖς. Σωριάστηκε στὸ πάτωμα.
Ἄ, τὰ πόδια δὲν βαστᾶνε, ἔ; … Ἄρχισε νὰ δίνει γροθιὲς στὰ πόδια του. Εἶχε
δώσει ἕνα καλὸ μάθημα στὸ κεφάλι του καὶ τώρα θὰ ἔδινε ἕνα μάθημα
στὰ πόδια του.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἄκουσε τὴ γυναίκα του νὰ θρυμματίζει τὰ ἐναπομείναντα
πιατικὰ καὶ τὰ πιατικὰ νὰ σκούζουν καὶ νὰ τσιρίζουν.
Κοιτάχτηκε στὸν καθρέφτη τοῦ τοίχου. Ἄ, ὥστε μὲ κοροϊδεύεις, ἔ; Κι ἔτσι
ἔκανε τὸν καθρέφτη κομμάτια μὲ μιὰ καρέκλα, ἡ ὁποία ἔσπασε. Ἄ, μᾶλλον
δὲν θέλεις νὰ εἶσαι καρέκλα ἄλλο πιά· παραεῖσαι καλὴ γιὰ νὰ κάθονται
πάνω σου, ἔ; Ἄρχισε νὰ χτυπᾶ τὰ κομμάτια τῆς καρέκλας.
Ἄκουσε τὴ γυναίκα του νὰ χτυπᾶ τὴν ἑστία τοῦ μαγειρέματος μὲ ἕνα
σφυρί. Φώναξε «πότε θὰ φᾶμε;», ἐνῶ στρίμωχνε ἕνα κερὶ μέσα στὸ στόμα
του.
Ὅταν θὰ εἶμαι ἐντελῶς ἕτοιμη, οὔρλιαξε ἐκείνη.
Θὲς νὰ ἔρθω νὰ στὶς βρέξω; Οὔρλιαξε ἐκεῖνος.
Γιὰ κόπιασε καὶ θὰ φᾶς κλοτσιὰ ποὺ θὰ σοῦ πεταχτοῦν τὰ μάτια ἔξω.
Θὰ σοῦ ξεριζώσω τὰ αὐτιά.
Θὰ σοῦ ρίξω σφαλιάρα στὰ μοῦτρα.
Θὰ σὲ κλοτσήσω ἀκριβῶς στὸ διάφραγμα.
Θὰ σὲ διπλώσω στὰ δύο.
Ὁ γέρος ἔφαγε τελικά το ἕνα ἀπὸ τὰ δυό του χέρια. Ἡ γριὰ εἶπε, παλιοηλίθιε,
γιατί δὲν τὸ μαγείρεψες πρῶτα; Σὰν ζῶον κάνεις – Ἀφοῦ τὸ ξέρεις ὅτι
πρέπει νὰ κατευνάζω τὴν κουζίνα κάθε βράδυ, εἰδάλλως θὰ μὲ μαγειρέψει
καὶ θὰ μὲ προσφέρει στὰ ποντίκια μέσα στὸ καλύτερο σερβίτσιο μου. Καὶ
ξέρεις τί λιγοφάγα ποὺ εἶναι· ὕστερα θὰ πλακώσουν οἱ μύγες, καὶ πῶς
μισῶ τὶς μύγες μέσα στὴν κουζίνα μου.
Ὁ γέρος κατάπιε ἕνα κουτάλι. Ὡραῖα, εἶπε ἡ γριά, τώρα εἴμαστε μεῖον
ἕνα κουτάλι.
Ὁ γέρος, μὴν μπορώντας νὰ συγκρατήσει τὸν θυμό του, ἔκανε τὸν ἑαυτό
του μιὰ χαψιά.
Ἐντάξει, εἶπε ἡ γριά, τώρα τὸ παράκανες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου