|
|
ΙΟΥΛΙΟ τοῦ 1847, ὁ στρατηγὸς Κριεζώτης,
προφυλακισμένος στὸ φρούριο τῆς Χαλκίδας, ἔφυγε κρυφὰ καὶ σήκωσε
μπαϊράκι ἐνάντια στὴν Κυβέρνηση. (Πρωθυπουργὸς ὁ παλιός του φίλος,
ὁ Κωλέτης). Μάζεψε πολλοὺς χωριάτες Χαλκιδαίους καὶ παλιοὺς στρατιωτικοὺς
τριγύρω του. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πάλι κίνησε ὁ Γαρδ. Γρίβας μὲ βασιλικὸ
στρατὸ κι' ἀπάντησε τοὺς ἀντάρτες στὸν Κοπανᾶ, θέση λίγο ὄξω ἀπὸ τὴ
χώρα. Ἕνα μικρὸ πολεμικὸ μὲ τὸ Σπῦρο Σκουζὲ κυβερνήτη χτυποῦσε ἀπὸ
τὴ θάλασσα μὲ τὸ κανόνι. Ἀπάνου στὴ μάχη μιὰ κανονιὰ πέτυχε στ' ἀριστερὸ
χέρι τὸν Κριεζώτη ἄσκημα ἐνῷ βαστοῦσε τὸ σπαθί. Τοὔπεσε τὸ σπαθὶ
κ' ἔμεινε τὸ χέρι κρεμασμένο, παράλυτο.
— Κόφτε το μ' ἕνα μαχαῖρι! φώναξε ὁ Κριεζώτης.
Κανένας ἀπὸ τοὺς τριγύρω του δὲν τόλμησε νὰ κάμῃ τέτοιο πρᾶμα.
—
Κόφτε το! Ἀκίνητοι
ὅλοι, ἄλαλοι ἀπὸ τὴν τρομάρα τους.
Σκύβει, πιάνει ὁ ἴδιος τὸ σπαθί, τραβάει μιὰ καὶ τὸ χαλασμένο χέρι
ἔπεσε κάτου(1).
Ἐκεῖ
κοντὰ ἤτανε κάποιο ψαροκάϊκο κ' εἶχε κατράμι· εἶπε ὁ στρατηγὸς
γοργὰ καὶ βράσαν τὸ κατράμι. Καὶ τότε, νά τί γίνηκε: Ὁ ἴδιος, χωρὶς ἡ
ματιά του νὰ λυγίσῃ, εἶπε καὶ φέρανε κοντά του τὸ κατράμι, σήκωσε τὸ
κομμένο καλάμι τοῦ χεριοῦ του κ' ἔχωσε τὴν πληγὴ μέσ' τὸ κατράμι. Τ'
ὠμὸ κρέας τσιτσίριξε, ὅμως ἀλύγιστη ἔμεινε τοῦ στρατηγοῦ ἡ ματιὰ
κι' ἀσάλευτη ἡ μορφή του.
Ἐκεῖ
σταμάτησε τοῦ Κριεζώτη τὸ κίνημα, ποὺ στὴν ἀρχὴ φάνηκε πολὺ σοβαρὸ
κι' ἀνησύχησε πολὺ τὸ Κράτος. Ὁ Κριεζώτης διάλυσε τὰ παληκάρια
του καὶ τράβηξε μὲ λίγους κατὰ τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ νησιοῦ. Ἐκεῖ
ἔπιασε καΐκι κ' ἔφυγε στὴν Τουρκιά. Ξωρισμένος πέθανε στὴ Σμύρνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου