|
|
ΟΤΑΝ ΕΦΤΑΣΑ ΣΤΟ ATM, λίγο πρὶν τὰ μεσάνυχτα, εἶδα καμιὰ εἰκοσαριὰ ἀνθρώπους νὰ περιμένουν στὴν οὐρὰ κι ἀποφάσισα νὰ στηθῶ κι ἐγώ.
Εἶχε τόση ζέστη ποὺ ὁ κορμὸς τοῦ φοίνικα δίπλα μου ἔμοιαζε νὰ τρέχει
θαμπὸ ρετσίνι ὅποτε πέφταν πάνω του τὰ φῶτα κανενὸς ἁμαξιοῦ. Ὅταν
τὸ ἁμάξι ἀπομακρυνόταν κι ἔκανε πάλι ἡσυχία σχεδὸν μποροῦσα ν’ ἀκούσω
τὸ στυφὸ τρίψιμο μεταξὺ πατοῦσας καὶ σαγιονάρας, καθὼς οἱ ἄνθρωποι
μετατόπιζαν τὸ βάρος τους ἀπ’ τὸ ἕνα πόδι στὸ ἄλλο.
«Περιμένετε πολλὴ ὥρα;» ρώτησε ἡ γυναίκα μπροστά μου τὸν ἄντρα μπροστά
της. Ἦταν κι οἱ δυό τους γύρω στὰ πενῆντα μὲ πενῆντα πέντε. Ἡ γυναίκα
εἶχε κοντὰ καστανὰ μαλλιά, ἀσαφῶς ἀετίσια μύτη, λεπτὰ ζυγωματικὰ
καὶ μαύρους κύκλους κάτω ἀπ’ τὰ μάτια. Φοροῦσε μιὰ ψιλοτσαλακωμένη
λευκὴ φούστα κι ἕνα τυρκουὰζ μπλουζάκι.
«Περίπου εἴκοσι λεπτά,» ξεφύσηξε ὁ ἄντρας μπροστά της, γυρίζοντας
νὰ τὴν κοιτάξει. Ἦταν φαλακρός, μὲ ὄξινα μπλὲ μάτια, βαρὺ σαγόνι κι ἕνα
ἀραιὸ γκρίζο μούσι, περίπου δέκα ἡμερῶν. Φοροῦσε ἕνα ξεβαμμένο
λαχανὶ πουκάμισο καὶ μιὰ μπὲζ βερμούδα. Ὅλο σφαλιάριζε τὶς γάμπες
του γιὰ νὰ διώξει τὰ κουνούπια.
«Μὰ δὲν εἶναι φοβερὴ αὐτὴ ἡ κατάσταση;» ρώτησε ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα
μπροστά της, βάζοντας τὸ ἀριστερὸ χέρι στὴ μέση της καὶ πετώντας τὸ
γοφό της ἐλαφρὰ πρὸς τὰ ἔξω.
«Τί νὰ κάνουμε;» τῆς ἀπάντησε, σηκώνοντας τοὺς ὤμους του.
«Ἄχ, αὐτοὶ οἱ Εὐρωπαῖοι... Τόσο ἄκαρδοι!» ἀναφώνησε ἡ γυναίκα.
«Ἐγὼ πάλι θά ’λεγα πὼς εὐθύνεται κυρίως ἡ δική μας κυβέρνηση», τῆς
ἀπάντησε ὁ ἄντρας, γυρίζοντας νὰ τὴν κοιτάξει.
«Μὰ πῶς μπορεῖτε νὰ λέτε κάτι τέτοιο;»
«Ἀπαγορεύεται νὰ ’χω ἄποψη;»
«Ὄχι, ἀλλὰ αὐτὸ δὲ σημαίνει πὼς ἡ ἄποψή σας εἶναι καὶ σωστή.»
«Καὶ τί λοιπόν; Θὲς νὰ χρεοκοπήσουμε; Αὐτὸ θές;»
«Μὰ εἴμαστε ἤδη χρεοκοπημένοι!» διαμαρτυρήθηκε ἡ γυναίκα. «Κοίτα
γύρω σου.»
«Ὅλο αὐτό», εἶπε ἐκεῖνος, δείχνοντας μὲ μιὰ κυματιστὴ κίνηση τοῦ χεριοῦ
του γύρω-γύρω καὶ σηκώνοντας τὸ ἕνα του φρύδι, «θά ’πρεπε νά ’χε φροντίσει
ἡ δική μας κυβέρνηση νὰ τὸ ἀποτρέψει.»
«Μὰ τί λὲς τώρα; Θὲς νὰ πέσει κι ἄλλο ὁ μισθός σου; Αὐτὸ θές;» τὸν ρώτησε
ἐκείνη.
«Βασικά, εἶμαι συνταξιοῦχος», τῆς ἀπάντησε.
«Ἄ... Κι ἐγώ... Τί ἔχεις νὰ πεῖς λοιπὸν γιά...»
«Ποῦ δούλευες;» τὴ διέκοψε.
«Στὴν Ὀλυμπιακή. Ἤμουν ἀεροσυνοδός.»
«Κι ἐγὼ δούλευα στὴν Ὀλυμπιακή. Πιλότος», εἶπε ἐκεῖνος, ξανασηκώνοντας
τὸ ἕνα του φρύδι.
«Ναί, ἔ; Κοίτα νὰ δεῖς σύμπτωση...» Ἡ γύναικα γύρισε πρὸς στιγμὴν νὰ μὲ
κοιτάξει. Ἔκανα μισὸ βῆμα πίσω. «Λοιπόν... Νομίζω πὼς δὲ θά ‘θελες νὰ
πέσει κι ἄλλο ἡ σύνταξή σου, ἔτσι δὲν εἶναι;» τὸν ρώτησε, βάζοντας τὸν
δείκτη της στὸ μάγουλό της.
«Ὄχι, βέβαια, καὶ φαντάζομαι οὔτε κι ἐσύ», τῆς ἀπάντησε χαμογελώντας
της.
«Ξέρεις,» εἶπε, καθαρίζοντας τὸ λαιμό της, «σὲ τέτοιες στιγμὲς θά ’πρεπε
νὰ ἀποφεύγουμε τὸ διχασμό. Δὲ βοηθάει.»
«Τὸ ξέρω. Ἐξ’ ἄλλου τὸ λένε συνέχεια καὶ στὶς εἰδήσεις τὶς τελευταῖες
μέρες», τῆς ἀπάντησε, χαμογελώντας εἰρωνικά.
«Οὔφ! Σταμάτα πιά!» τοῦ νιαούρισε. «Δὲ χρειάζεται νὰ τὸ παίζεις σκληρὸς
συνέχεια.»
«Λοιπόν, θὲς νὰ πᾶμε γιὰ ἕνα ποτό;» τὴ ρώτησε.
«Τί; Τώρα;»
«Ναί, γιατί ὄχι;»
Κοίταξε γύρω της καὶ μᾶλλον τῆς φάνηκε πὼς κανεὶς ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους
ποὺ περίμεναν στὸ ATM δὲν εἶχε προσέξει τὴ συζήτησή τους. «Πολὺ θὰ τὸ
’θελα, ἀλλά...»
«Ἀλλὰ τί;»
«Εἶμαι παντρεμένη.»
«Κι ἐγώ.»
Ἡ γυναίκα γύρισε νὰ μὲ ξανακοιτάξει. Ἔκανα ἕνα βῆμα πίσω. «Ἐντάξει,
πᾶμε», εἶπε στὸν ἄντρα.
Ἔφυγαν ἀπ’ τὴν οὐρὰ κι ἄρχισαν νὰ περπατᾶνε πλάι-πλάι. Ἕνα ἁμάξι ἔστριψε
καὶ τὰ φῶτα του ἔπεσαν πρὸς στιγμὴν στὶς πλάτες τους, στοὺς πισινούς
τους, στὶς γάμπες τους, στὶς σαγιονάρες τους. Ἔμοιαζαν νὰ κινοῦνται ἀργά,
σὰ νά ’ναι κάτω ἀπ’ τὸ νερό. Ἀποφάσισα νὰ φύγω κι ἐγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου