Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Πέ­τρος Ζερ­βός : Πε­ρι­μέ­νον­τας στὸ ΑΤΜ

 



ΟΤΑΝ ΕΦΤΑΣΑ ΣΤΟ ATM, λί­γο πρὶν τὰ με­σά­νυ­χτα, εἶ­δα κα­μιὰ εἰ­κο­σα­ριὰ ἀν­θρώ­πους νὰ πε­ρι­μέ­νουν στὴν οὐ­ρὰ κι ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ στη­θῶ κι ἐ­γώ.

        Εἶ­χε τό­ση ζέ­στη ποὺ ὁ κορ­μὸς τοῦ φοί­νι­κα δί­πλα μου ἔ­μοια­ζε νὰ τρέ­χει θαμ­πὸ ρε­τσί­νι ὅ­πο­τε πέ­φταν πά­νω του τὰ φῶ­τα κα­νε­νὸς ἁ­μα­ξιοῦ. Ὅ­ταν τὸ ἁ­μά­ξι ἀ­πο­μα­κρυ­νό­ταν κι ἔ­κα­νε πά­λι ἡ­συ­χί­α σχε­δὸν μπο­ροῦ­σα ν’ ἀ­κού­σω τὸ στυ­φὸ τρί­ψι­μο με­τα­ξὺ πα­τοῦ­σας καὶ σα­γι­ο­νά­ρας, κα­θὼς οἱ ἄν­θρω­ποι με­τα­τό­πι­ζαν τὸ βά­ρος τους ἀ­π’ τὸ ἕ­να πό­δι στὸ ἄλ­λο.

        «Πε­ρι­μέ­νε­τε πολ­λὴ ὥ­ρα;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα μπρο­στά μου τὸν ἄν­τρα μπρο­στά της. Ἦ­ταν κι οἱ δυ­ό τους γύ­ρω στὰ πε­νῆν­τα μὲ πε­νῆν­τα πέν­τε. Ἡ γυ­ναί­κα εἶ­χε κον­τὰ κα­στα­νὰ μαλ­λιά, ἀ­σα­φῶς ἀ­ε­τί­σια μύ­τη, λε­πτὰ ζυ­γω­μα­τι­κὰ καὶ μαύ­ρους κύ­κλους κά­τω ἀ­π’ τὰ μά­τια. Φο­ροῦ­σε μιὰ ψι­λο­τσα­λα­κω­μέ­νη λευ­κὴ φού­στα κι ἕ­να τυρ­κου­ὰζ μπλου­ζά­κι.

        «Πε­ρί­που εἴ­κο­σι λε­πτά,» ξε­φύ­ση­ξε ὁ ἄν­τρας μπρο­στά της, γυ­ρί­ζον­τας νὰ τὴν κοι­τά­ξει. Ἦ­ταν φα­λα­κρός, μὲ ὄ­ξι­να μπλὲ μά­τια, βα­ρὺ σα­γό­νι κι ἕ­να ἀ­ραι­ὸ γκρί­ζο μού­σι, πε­ρί­που δέ­κα ἡ­με­ρῶν. Φο­ροῦ­σε ἕ­να ξε­βαμ­μέ­νο λα­χα­νὶ που­κά­μι­σο καὶ μιὰ μπὲζ βερ­μού­δα. Ὅ­λο σφα­λι­ά­ρι­ζε τὶς γάμ­πες του γιὰ νὰ δι­ώ­ξει τὰ κου­νού­πια.

        «Μὰ δὲν εἶ­ναι φο­βε­ρὴ αὐ­τὴ ἡ κα­τά­στα­ση;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα τὸν ἄν­τρα μπρο­στά της, βά­ζον­τας τὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι στὴ μέ­ση της καὶ πε­τών­τας τὸ γο­φό της ἐ­λα­φρὰ πρὸς τὰ ἔ­ξω.

       

«Τί νὰ κά­νου­με;» τῆς ἀ­πάν­τη­σε, ση­κώ­νον­τας τοὺς ὤ­μους του.

        «Ἄχ, αὐ­τοὶ οἱ Εὐ­ρω­παῖ­οι... Τό­σο ἄ­καρ­δοι!» ἀ­να­φώ­νη­σε ἡ γυ­ναί­κα.

        «Ἐ­γὼ πά­λι θά ’­λε­γα πὼς εὐ­θύ­νε­ται κυ­ρί­ως ἡ δι­κή μας κυ­βέρ­νη­ση», τῆς ἀ­πάν­τη­σε ὁ ἄν­τρας, γυ­ρί­ζον­τας νὰ τὴν κοι­τά­ξει.

        «Μὰ πῶς μπο­ρεῖ­τε νὰ λέ­τε κά­τι τέ­τοι­ο;»

        «Ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νὰ ’­χω ἄ­πο­ψη;»

        «Ὄ­χι, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲ ση­μαί­νει πὼς ἡ ἄ­πο­ψή σας εἶ­ναι καὶ σω­στή.»

        «Καὶ τί λοι­πόν; Θὲς νὰ χρε­ο­κο­πή­σου­με; Αὐ­τὸ θές;»

        «Μὰ εἴ­μα­στε ἤ­δη χρε­ο­κο­πη­μέ­νοι!» δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ἡ γυ­ναί­κα. «Κοί­τα γύ­ρω σου.»

        «Ὅ­λο αὐ­τό», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος, δεί­χνον­τας μὲ μιὰ κυ­μα­τι­στὴ κί­νη­ση τοῦ χε­ριοῦ του γύ­ρω-γύ­ρω καὶ ση­κώ­νον­τας τὸ ἕ­να του φρύ­δι, «θά ’­πρε­πε νά ’­χε φρον­τί­σει ἡ δι­κή μας κυ­βέρ­νη­ση νὰ τὸ ἀ­πο­τρέ­ψει.»

        «Μὰ τί λὲς τώ­ρα; Θὲς νὰ πέ­σει κι ἄλ­λο ὁ μι­σθός σου; Αὐ­τὸ θές;» τὸν ρώ­τη­σε ἐ­κεί­νη.

        «Βα­σι­κά, εἶ­μαι συν­τα­ξι­οῦ­χος», τῆς ἀ­πάν­τη­σε.

        «Ἄ... Κι ἐ­γώ... Τί ἔ­χεις νὰ πεῖς λοι­πὸν γιά...»

        «Ποῦ δού­λευ­ες;» τὴ δι­έ­κο­ψε.

        «Στὴν Ὀ­λυμ­πια­κή. Ἤ­μουν ἀ­ε­ρο­συ­νο­δός.»

        «Κι ἐ­γὼ δού­λευ­α στὴν Ὀ­λυμ­πια­κή. Πι­λό­τος», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος, ξα­να­ση­κώ­νον­τας τὸ ἕ­να του φρύ­δι.

        «Ναί, ἔ; Κοί­τα νὰ δεῖς σύμ­πτω­ση...» Ἡ γύ­ναι­κα γύ­ρι­σε πρὸς στιγ­μὴν νὰ μὲ κοι­τά­ξει. Ἔ­κα­να μι­σὸ βῆ­μα πί­σω. «Λοι­πόν... Νο­μί­ζω πὼς δὲ θά ‘θε­λες νὰ πέ­σει κι ἄλ­λο ἡ σύν­τα­ξή σου, ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι;» τὸν ρώ­τη­σε, βά­ζον­τας τὸν δεί­κτη της στὸ μά­γου­λό της.

        «Ὄ­χι, βέ­βαι­α, καὶ φαν­τά­ζο­μαι οὔ­τε κι ἐ­σύ», τῆς ἀ­πάν­τη­σε χα­μο­γε­λών­τας της.

        «Ξέ­ρεις,» εἶ­πε, κα­θα­ρί­ζον­τας τὸ λαι­μό της, «σὲ τέ­τοι­ες στιγ­μὲς θά ’­πρε­πε νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὸ δι­χα­σμό. Δὲ βο­η­θά­ει.»

        «Τὸ ξέ­ρω. Ἐ­ξ’ ἄλ­λου τὸ λέ­νε συ­νέ­χεια καὶ στὶς εἰ­δή­σεις τὶς τε­λευ­ταῖ­ες μέ­ρες», τῆς ἀ­πάν­τη­σε, χα­μο­γε­λών­τας εἰ­ρω­νι­κά.

        «Οὔφ! Στα­μά­τα πιά!» τοῦ νι­α­ού­ρι­σε. «Δὲ χρει­ά­ζε­ται νὰ τὸ παί­ζεις σκλη­ρὸς συ­νέ­χεια.»

        «Λοι­πόν, θὲς νὰ πᾶ­με γιὰ ἕ­να πο­τό;» τὴ ρώ­τη­σε.

        «Τί; Τώ­ρα;»

        «Ναί, για­τί ὄ­χι;»

        Κοί­τα­ξε γύ­ρω της καὶ μᾶλ­λον τῆς φά­νη­κε πὼς κα­νεὶς ἀ­π’ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ πε­ρί­με­ναν στὸ ATM δὲν εἶ­χε προ­σέ­ξει τὴ συ­ζή­τη­σή τους. «Πο­λὺ θὰ τὸ ’­θε­λα, ἀλ­λά...»

        «Ἀλ­λὰ τί;»

        «Εἶ­μαι παν­τρε­μέ­νη.»

        «Κι ἐ­γώ.»

        Ἡ γυ­ναί­κα γύ­ρι­σε νὰ μὲ ξα­να­κοι­τά­ξει. Ἔ­κα­να ἕ­να βῆ­μα πί­σω. «Ἐν­τά­ξει, πᾶ­με», εἶ­πε στὸν ἄν­τρα.

        Ἔ­φυ­γαν ἀ­π’ τὴν οὐ­ρὰ κι ἄρ­χι­σαν νὰ περ­πα­τᾶ­νε πλά­ι-πλά­ι. Ἕ­να ἁ­μά­ξι ἔ­στρι­ψε καὶ τὰ φῶ­τα του ἔ­πε­σαν πρὸς στιγ­μὴν στὶς πλά­τες τους, στοὺς πι­σι­νούς τους, στὶς γάμ­πες τους, στὶς σα­γι­ο­νά­ρες τους. Ἔ­μοια­ζαν νὰ κι­νοῦν­ται ἀρ­γά, σὰ νά ’­ναι κά­τω ἀ­π’ τὸ νε­ρό. Ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ φύ­γω κι ἐ­γώ.


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Πέ­τρος Ζερ­βὸς εἶ­ναι κά­το­χος MA, MFA καὶ PhD ποὺ τοῦ ἔ­χουν ἀ­πο­νε­μη­θεῖ ἀ­πὸ τὸ Indiana University Bloomington τῶν Ἡ­νω­μέ­νων Πο­λι­τει­ῶν. Ἔ­χει δι­δά­ξει ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ κα­θὼς καὶ ἀγ­γλι­κὴ καὶ ἀ­με­ρι­κά­νι­κη λο­γο­τε­χνί­α στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα. Αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Ἀ­με­ρι­κά­νι­κο Κολ­λέ­γιο Ἑλ­λά­δας – Deree College

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου