«Ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει»
Μ. Βασίλειος, PG 32, 149c
Τοῦ κ. Κων. Ἰ. Δάλκου, Φιλολόγου,
ἐπιτ. Δ/ντοῦ τοῦ 3ου
Λυκ. Αἰγάλεω
Φίλε
ἀναγνώστη, δυστυχῶς σχεδὸν δὲν εἶναι πλέον εἴδηση καὶ δὲν ἐκπλήσσουν ἀσφαλῶς
κανέναν οἱ ἀνακοινούμενες πολλὲς δεκάδες τῶν συμπολιτῶν μας ποὺ ἐδῶ καὶ πολὺν
καιρὸκαθημερινῶς μᾶς «ἀφήνουν χρόνους», ὑποκύπτοντας στὴν φονικὴ πανδημία. Οὔτε
πάλιν, ἐπίσης δυστυχῶς, μᾶς ἐκπλήσσουν π.χ. οἱ παρὰ ταῦτα, καὶ παρὰ λόγον,ποικίλες
ἐνστάσεις ὄχι ὀλίγων πολιτῶν, καὶ κυρίως ὅσων ἰδεολογικοποιοῦντὴν ἄρνηση τοῦ ἐμβολιασμοῦ
καὶ διακινδυνεύουν τῆς ζωῆς «τὸ μέγα καλὸ καὶ πρῶτο» ὑποστηρίζοντας ἀκραῖες
πολιτικὲς ἢ θρησκευτικὲς ἰδεοληψίες. Ἐκτὸς ὅμως τῶν τελευταίων αὐτῶν, ποὺ
εἶναι, ὅπως φαίνεται, ἀνίατες περιπτώσεις, ἐνδείξεις μᾶλλον ἑνὸς ὑπερφίαλου
ἐγωισμοῦ ἢ κάποιας ἀρτηριοσκληρωτικοῦ τύπου ἐμμονῆς, ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καὶ οἱ
ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ δροῦν ἁπλῶς ἀπὸ συνήθεια, ἀφέλεια, φόβο, εὐπιστία ἢ
ἀπερισκεψία ἢ ἔχουν ἐμπιστευθῆ τὴν ζωή τουςστὸ σχῆμα καὶ τὴν ὑποτιθέμενη
αὐθεντία κάποιωνφανατικῶν,ἀφελῶν, τυπολατρῶνἢ ἁπλῶς ἀγραμμάτων.
Στὴν ὁμάδα
τῶν ἀπερισκέπτων θὰ ἐνέτασσα μᾶλλον καὶ τὸν μητροπολίτη,ποὺ πρὸ δύο περίπου
ἑβδομάδων τὸν ἔδειξαν οἱ κάμερες νὰ προσπαθῇ «στὰ κλεφτά», καὶ μᾶλλον ἀγενῶς,
νὰ χαμηλώσῃ τὴν μάσκα ὅσων ἐπλησίαζαν γιὰ ν’ ἀσπασθοῦν τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ πιθανῶς
τὴν δεξιά του. Διότι προφανῶς ἀπερισκεψία καὶ ἀφέλεια θὰ μποροῦσε ἀκατακρίτως
νὰ τοῦ καταλογισθῇ, καὶ μόνον ἂν εἶχε τὴν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτὴ ἡ ἐξ ὑφαρπαγῆς
ὑποστολὴ τῆς μάσκας δὲν θὰ γινόταν θέμα καὶ θέαμα πανελλήνιο, ἐπιχειρούμενη
ἐνώπιον τῶν τηλεοπτικῶν φακῶν καὶ τῶν ἑκατοντάδων κινητῶν megapixel. Στὴν ὁμάδα τῶν πολλῶν ἀφελῶν καὶ εὐπίστων ἀνήκει
προφανῶς καὶ ἡ ἡλικιωμένη ἐκείνη γλυκύτατη κυρία πού, ὅτανἐνώπιον τοῦ
τηλεοπτικοῦ φακοῦ ἐρωτήθηκεγιατίπροσκύνησε χωρὶς μάσκα τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δημητρίου,ἀποκρίθηκε
μὲ ταπεινότητα, ἀλλὰ καὶ ἀπόλυτη βεβαιότητα :
-Δεν
τὸ ἐπιτρέπει, παιδί μου, ἡ θρησκεία μας!
Ἐπὶ τοῦ τελευταίου αὐτοῦ ἰσχυρισμοῦ θὰ ἐπιχειρήσω, ταπεινῶς κι ἐγώ, νὰ ἐκθέσω τὰ πράγματα.Διότι, μολονότι δὲν ἀξίζει προφανῶς τὸν κόπο νὰ ἀσχοληθῇ κανεὶς σοβαρὰ μὲ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς στενόμυαλες ἀντιλήψεις καὶπρακτικές, παρὰ ταῦτα φαίνεται ὅτιαὐτὲς καὶ παρόμοιες ἄλλες ἐπηρεάζουν τελευταίως βλαπτικῶς τὴν ὑγεία καὶ τὴν ζωή μας.
Θὰ μοῦ συγχωρηθῇ λοιπόν, παρὰ τὶς Πλατωνικὲς ἐπ’αὐτῆς
ἀντιρρήσεις, νὰ ἐφαρμόσω καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ τὴν ἀρχαία διδακτικὴ μέθοδο ποὺ
εἰσηγεῖται καὶ Ἀντισθένης ὁ Κυνικὸς μὲ τὴν ἀπόφανση «ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις». Τοῦτο σημαίνει ὅτι,
προκειμένου νὰ διασαφήσουμε τὰ πράγματα, πρέπει ν’ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν
διευκρίνηση τῆς σημασίας τῶν ὀνομάτων, δηλαδὴ τῶν λέξεων.Βεβαίως, ὅπως ἐν
συνεχείᾳ θὰ φανῆ, καὶ τὸ ἐγχείρημα αὐτὸ δὲν εἶναι εὐχερές, διότι, ὅπως ἔχει
γράψει ὁ Hobbes,
τίποτε δὲν εἶναι καθολικώτερο τῶν λέξεων, ἀφοῦ κάθε κατονομαζόμενο ἀντικείμενο ἔχει
δική του ἀτομικότητα καὶ εἶναι μοναδικό.Προκειμένου λοιπὸν περὶ τοῦ ἐλάσσονος, ἔστω,
ζητήματος τῆς προσκυνήσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ καὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων («ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα») θὰ ἐπιχειρήσουμε
νὰ διευκρινήσουμε τὶς σημασίες τῶν λέξεων ποὺ γενικῶς χρησιμοποιοῦνται.Ἐν
προκειμένῳ λοιπόν, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, χρησιμοποιοῦμε στὴν γλῶσσα μας τὰ
γνωστὰ ρήματαπροσκυνῶ, ἀσπάζομαι, φιλῶ
καὶ τὰ πρὸς αὐτὰ ἐτυμολογικῶς ἢ μὴ συναφῆ ὀνόματα.
Κατ’ ἀρχὴν τὸ ρῆμα προσκυνῶ ἔχει β΄ συνθετικὸ τὸ μᾶλλον προελληνικό, καὶ ἤδη Ὁμηρικό,κυνέω, τοῦ ὁποίου οἱ εὔχρηστοι, ἀλλὰ
σπάνιοι, μέλλων καὶ ἀόριστος (κύσω - ἔκυσα) ἀπαντοῦν, ἀποκλειστικῶς σὲ ποιητικὰ
κείμενα, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ φιλήματος (πρβλ. ἀγγλ. kis, γερμ.kuss). Ἀντιθέτως ὅμως, ὡς σύνθετο,
τὸ ῥ.προσκυνῶ χρησιμοποιεῖται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὑποκλίνομαι
καὶ τοῦ προσπίπτω κατὰ πρόσωπον μέχρι τοῦ ἐδάφους. Τὴν πρακτικὴ αὐτὴ τοῦ
σεβασμοῦ καὶ τῆς ὑποταγῆς σὲ ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα, καὶ πρὸ τῆς εἰκόνας των ἀκόμη,
συναντοῦμε π.χ. στὴν βιβλικὴ ἀφήγηση (Δαν. Γ΄), σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν, ὅταν ἀκουγόταν
ἡ φωνὴ τῶν «παντὸς γένους» μουσικῶν ὀργάνων, «πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι προσεκύνουν (ὄχι βέβαια διὰ
φιλήματος) τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ ἣνἔστησεν(«ἐν πεδίῳ Δεειρᾷ ἐν χώρᾳ Βαβυλῶνος»)Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς».
Αὐτὴν
ἀκριβῶς τὴν ἀρχαίαν ἀνατολικὴ συνήθεια ἀποτυπώνει καὶ ἡ ὀρθόδοξη λατρευτικὴ
πράξη τῆς μικρῆς καὶ μεγάλης μετανοίας. Ἡ πρώτη εἶναι μιὰ ἁπλή, συνοδευόμενη ἀπὸ
τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, κλίση τῆς κεφαλῆς, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἀπαιτεῖ κλίση τῶν
γονάτων καὶ πρόσπτωση μέχρι τοῦ ἐδάφους. Ἡ προσκύνηση ἑπομένως συνδέεται μὲ τὶς
ἔννοιες τῆς τιμῆς, τοῦ σεβασμοῦ ἢ τῆς λατρείας καὶ ὄχι κατ’ἀνάγκην μὲ τὴν πράξη
τοῦ φιλήματος, διότι κατὰ τὸνκυριακὸνπρὸς τὴν Σαμαρείτιδα λόγον«πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν
πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Αὐτὰ τὰ προσκυνήματα μποροῦν καὶ ἀπὸ
μακριά, καὶ δι’ ἀλληλογραφίας ἀκόμη, νὰ ἀποσταλοῦν, χωρὶς προφανῶς νὰ ἐνοχληθῇ κάποιος
Δεσπότης! Διότι οἱ παλαιότεροι θὰ ἐνθυμοῦνται ἀσφαλῶς τὸ δημοτικό, νομίζω, ἐκεῖνο
τραγουδάκι, οὗ ἡ ἀρχὴ «Κάτω στοῦ Βάλτου τὰ
χωριά», τὸ ὁποῖο κάποτετραγουδούσαμεκαὶ χορεύαμε στὰ σχολεῖα. Παραθέτω τὸ
δεύτερο τετράστιχο :
Πιάνουν καὶ γράφουν μιὰ γραφή,
βρίζουν τὰ γένια τοῦ Κατῆ,
στέλνουνε καὶ στὸ Κομπότι,
προσκυνοῦνε τὸν Δεσπότη.
Τὸ δεύτερο ρῆμα ποὺ ἐν προκειμένῳ
χρησιμοποιεῖται εἶναι τὸ ἀμφιβόλου ἐτυμολογίαςἀσπάζομαι, στὸ ὁποῖον οἱ γλωσσολογοῦντες ἀποδίδουν δύοδιάφορετικὲς
ρίζες μὲ τὴν σημασία ἡ μία τοῦ προσελκύωκαὶ ἡ ἄλλη τοῦ ὁμιλῶ ἢ προσαγορεύω.Ἐν
πάσῃ περιπτώσει τὸ ρῆμα ἀσπάζομαι σημαίνει, κατ’ ἀρχὴν καὶ κυρίως, ὑποδέχομαι
κάποιον μετὰ χαρᾶς, χαιρετίζω διὰ λόγων ἢ χειραψίας, ἀκόμη καὶ ἀπευθύνω τὸν ὕστατο
χαιρετισμό (πρβλ. τὸ «δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν»).
Τὸ ρῆμα ἔχει βεβαίως προσλάβει καὶ ἄλλες σημασίες, ὅπως τὴν σημασία τοῦ ἐνστερνίζομαι,
ἀλλὰ καὶ κάποιες ποὺ δηλώνουν τὸν τρόπο τοῦ ἐγκάρδιου χαιρετισμοῦ, ὅπως π.χ. τὶς
σημασίες τοῦ ἐναγκαλίζομαι καὶ τοῦ φιλῶ διὰ τοῦ στόματος. Προκειμένου ὅμως περὶ
τοῦ τελευταίου εἴδους τοῦ ἀσπασμοῦ φαίνεται πὼς οἱ γράφοντες αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη
νὰ προσθέσουν κάποια σχετικὴ διευκρίνηση Ὁ ἀριστοφανικὸς π.χ.Φιλοκλέων ἀφηγεῖται
πῶς τὸν περιποιοῦνται («ἀσπάζονται»)οἱ
δικοί του, γιὰ νὰ τοῦ ὑποκλέψουν τὸν δικαστικὸ μισθό, καὶ πῶς ἡ κόρη του θὰ
σκύψῃ καὶ θὰ τὸν φιλήσῃ («προσκύψασα
φιλήσῃ), ἁρπάζοντας τὸ «τριώβολον»
μὲ τὸ στόμα. Ὁ Πλούταρχος ἀφηγεῖται ὅτι μὲ ἀφετηρία κάποιο γεγονὸς ἀπὸ τὴν ἵδρυση
τῆς Ρώμης ἐπικράτησε στὴν ρωμαϊκὴ κοινωνία ἡ συνήθεια «τοὺς συγγενεῖς, τὰς γυναίκας καὶ τοὺς οἰκείους ἄνδρας ἀσπάζεσθαι τοῖς
στόμασι».
Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἀρχικὴ σημασία τοῦ διὰ λόγων
χαιρετισμοῦ ἔχει τὸ ρῆμα ἀσπάζομαι καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Χαρακτηριστικὸ
παράδειγμα χρήσεως τοῦ ρήματος εὑρίσκεται στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (α΄, 40 –
44), ὅπου ἡ ἀφήγηση τῆς ἐπισκέψεως τῆς Θεοτόκου στὴν Ἐλισάβετ : «καὶ εἰσῆλθε (Μαριὰμ) εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου
καὶ ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ. καὶ ἐγένετοὡς
ἤκουσενἡ Ἐλισάβεττὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς».
Τοῦτο ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἀρχαῖος ἑρμηνευτὴς μὲ τὴν παρατήρηση : «Ἰστέον ὅτι οὐ φιλήματι, ἀλλὰ φωνῇ».Παρόμοιους
ἀσπασμούς – χαιρετισμοὺς διαβιβάζει ἀφθόνως διὰ τῶν ἐπιστολῶν του ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος, ὅπως π.χ. πρὸς τὴν ἐκκλησία τῆς Κορίνθου : «Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. Ἀσπάζονται ὑμᾶς πολλὰ Ἀκύλας καὶ
Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ’ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ...» καὶ προσθέτει τονίζοντας ἐδῶ
τὴν διαφορὰ τῆς σημασίαςτοῦ ρήματος : «Ἀσπάσασθε
ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ»,καὶ ὑπογράφει στὸ τέλος τῶν γραπτῶν αὐτῶν
χαιρετισμῶν μὲ τὴν φράση «Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ
χειρὶ Παύλου»!
Φιλῶ (φιλέω) εἶναι τὸ τρίτο ρῆμα ποὺ
χρησιμοποιοῦμε προκειμένου περὶ τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων. Καὶ περὶ αὐτοῦ ἰσχύουν
περίπου ὅσα ἐσημειώσαμε περὶ τοῦ ἀσπάζομαι. Διότι ἡ πρώτη καὶ βασικὴ σημασία
του εἶναι ἀγαπῶ (τὸ ὁποῖον οἱ ἀρχαῖοι
διέκριναν σαφῶς ἀπὸ τὸ ἐρᾶν). Ἀπαντᾶται ὅμως ἀκόμη μὲ τὴν σημασία τοῦ
συμπεριφέρομαι φιλικά, καλωσορίζω, φιλοξενῶ. Ὁ ἀναγνώστης θὰ ἐνθυμῆται π.χ. τὸν
ὁμηρικὸ στίχο (α 123) «χαῖρε, ξεῖνε, παρ’
ἄμμι φιλήσεαι...», ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ μεταφράσῃ ἡ Βουγιουκλάκη στὴν ταινία
«Τὸ ξύλο βγῆκε ἀπ’ τὸν παράδεισο».Τὸ
ρῆμα φιλῶἔχει προσλάβει βεβαίως καὶ ἄλλες
σημασίες, ὅπως τοῦ ἀποδέχομαι, ἐπιδοκιμάζω ἢ συνηθίζω νὰ πράττω καί, προφανῶς, ἐκεῖνες
ποὺ δηλώνουν ἐξωτερικὰ δείγματα ἀγάπης,εὐνοϊκῆς ὑποδοχῆς, τιμῆς ἢ σεβασμοῦ.Δηλαδὴ
σημαίνει ἐπίσης καὶ τὴνἔκφραση τῶν συναισθημάτων αὐτῶνδιὰ φιλήματος στὸ στόμα, στὶς
παρειές, ἢ καὶ στὰ πόδια τῶν προσώπων ποὺ τὰ ἐμπνέουν.
Ἐπ’
αὐτοῦ νομίζω πὼς εἶναι πολὺ κατατοπιστικὸ τὸ ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο (I, 134) ποὺ
ἀφορᾷ ἕνα περσικὸ ἔθιμο : «Ἐντυγχάνοντες
δ’ ἀλλήλοισι ἐν τῇσι ὁδοῖσι, τῷδε ἄν τις διαγνοίη εἰ ὁμοῖοί εἰσι· ἀντὶ γὰρ τοῦ
προσαγορεύειν ἀλλήλους φιλέουσι τοῖσι στόμασι, ἢν δὲ ᾖ οὕτερος ὑποδεέστερος ὀλίγῳ,
τὰς παρειὰς φιλέονται, ἢ δὲ πολλῷ ᾖ οὕτερος ἀγενέστερος, προσπίπτων προσκυνέει
τὸν ἕτερον». Μεταφράζω : Ὅταν τύχῃ νὰ συναντηθοῦν (οἱ Πέρσες) στὸν δρόμο,
μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀντιληφθῇ ἂν εἶναι μεταξύ των ἰσότιμοι ἀπὸ τὸ ἑξῆς. Ἀντὶ λοιπὸν
νὰ ἀπευθύνουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον λόγια χαιρετισμοῦ, φιλιοῦνται στὸ στόμα. Ἂν ὅμως
ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι λίγο κατώτερος κοινωνικά, φιλιοῦνται στὰ μάγουλα. Ὅταν ὅμως
διαφέρουν πολύ, ὁ κατώτερος γονατίζει καὶ προσκυνεῖ τὸν ἄλλον»!
Ἡ ἀνατολικὴ αὐτὴ ἐθιμοτυπία,ὅπως μπορεῖ κανεὶς
νὰ διαπιστώσῃ ἀπὸ τὸ «Περὶ βασιλείου
τάξεως» Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου, εἶχε προφανῶς ἐπηρεάσει καὶ τὴν
βυζαντινὴ Αὐλή, ἀλλ’ ἐν πολλοῖς φαίνεται ὅτι ἐτηρεῖτοκαὶ στὴν ἑβραϊκὴ κοινωνία
τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁ σεβασμὸς π.χ. πρὸς τοὺς ραββίνους ἐκδηλωνόταν μὲ
ἀσπασμοὺς στὶς παρειὲς καὶ τὰ χέρια, ὅπως προκύπτει καὶ ἀπὸ τὸ φίλημα τοῦ Ἰούδα,
ὁ ὁποῖος «μισῶν ἐφίλει, φιλῶν ἐπώλει»τὸν
Διδάσκαλον. Ἐνθυμηθῆτε καὶ τὴν γυναῖκα ἐκείνην τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία κλαίουσα
«κατεφίλει τοὺς πόδας» τοῦ Ἰησοῦ.
Φίλε ἀναγνώστη, ἡ σχολαστικὴ αὐτὴ ἀνάλυση εἶχε
σκοπὸ νὰ δείξῃ τὸ ἤδη, καὶ γιὰ τὸνἁπλῶς λογικευόμενον, αὐτονόητο, ὅτι δηλαδὴ
γενικῶς ἡ προσκύνηση, ἀλλὰ καὶ εἰδικώτερα ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων στὰ
προσκυνητάρια τῶν ναῶν δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ φίλημα οὔτε ἀκυρώνεται μὲ τὴν
παράλειψή τουἢ τὴν ἀπόσταση ποὺ ἐπιβάλλει γιὰ λόγους ὑγείας ἡ χρήση τῆς μάσκας.
Ὑπάρχουν λοιπὸν πολλῶν εἰδῶν τιμητικὲς προσκυνήσεις, στὶς ὁποῖες ἔχει ἀναφερθῆἐξ
ἄλλου καὶ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὴν αἵρεση
τῆς εἰκονομαχίας. Ὁρίζει λοιπὸν ἡ Σύνοδος ὅτι σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς εἰκόνες, μὲ ὅποιο
ὑλικὸ κι ἂν ἔχουν τεχνουργηθῆ, ὅπου κι ἂν αὐτὲς εὑρίσκωνται, σὲ ναούς, σὲ ἱερὰ
σκεύη, σὲ σπίτια σὲ τοίχους, σὲ δρόμους κλπ., «ἀσπασμὸν καὶ τιμητικὴν προσκύνησιν ἀπονέμειν καὶ θυμιαμάτων καὶ φώτων
προσαγωγὴν πρὸς τὴν τούτων τιμὴν ποιεῖσθαι». Προσκυνοῦνται ἑπομένως οἱ ἱερὲς
εἰκόνες ὄχι μόνον διὰ τοῦ φιλήματος, ἀλλὰ μὲ κάθε εἶδος προσκυνήσεων, στὶς ὁποῖες
ἡ Σύνοδος συμπεριλαμβάνει τὸ ἄναμμα τῶν καντηλιῶν ἢ τῶν κεριῶν καὶ τὴν προσφορὰ
θυμιάματος.
Πολὺ
φοβοῦμαι λοιπὸν ὅτι ὅσοι κληρικοὶ ἢ μὴ διδάσκουν αὐτὸν τὸν περιορισμὸ τῆς
προσκυνήσεως δὲν ἔχουν ἀντιληφθῆ ὅτι κατ΄ οὐσίαν εἰσηγοῦνται ἕνα ἄλλο εἶδος εἰκονομαχίας!
Ὅπως λοιπὸν τεκμαίρεται ἀπὸ τὸν Β΄ «Κατὰ
Εἰκονομάχων Ἀντιρρητικὸν Λόγον» τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου κάποιοι ἐξ
αὐτῶν δὲν φαίνεται νὰ ὑπεστήριζαν τὴν καταστροφὴ τῶν εἰκόνων, ἀλλὰ τὴν τιμητικὴ
τοποθέτησή τους σὲ τόπους ὑψηλούς, ὥστε νὰ μὴν προσκυνοῦνται. Εἶναι λοιπὸν
προφανὲς ὅτι καὶ αὐτοὶ περιώριζαν τὴν ἔννοια τῆς προσκυνήσεως στὴν σωματικὴ
μόνον προσέγγιση καὶ ἐπαφή. Δὲν εἶναι βέβαια ἐδῶ ἐπαρκὴςκαὶ κατάλληλος ὁ χῶρος,
γιὰ νὰ μεταφέρω τὴν μακρὰ ἐπ’ αὐτοῦ συζήτηση τοῦ Ἁγίου μὲ τὸν εἰκονομάχο, ἀλλ’ ὁ
Θεόδωρος ἐν τέλει τὸν ἀναγκάζει νὰ ἀποδεχθῇ τὴν ἰσοδυναμία τῶν ὅρων τιμὴ καὶ
προσκύνησις καί, κατὰ συνέπειαν, ὅτι ἡ εἰκόνα προσκυνεῖται ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν ἔχῃ
χαμηλὰ ἢ ὑψηλὰ τοποθετηθῆ. Ὁ ἱερὸς ὅμως πατήρ, ὁ ἡγέτης τῶν ὀρθοδόξων κατὰ τὴ
β΄ περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται τὴν 11η
Νοεμβρίου, προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο. Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ εἶχε δογματίσει ὅτι οἱ
θεώμενοι τὶς ἱερὲς εἰκόνες «διανίστανται
πρὸς τὴν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καὶ ἐπιπόθησιν», δηλαδὴ παρακινοῦνται νὰ ὑψωθοῦν
στὴν ἀνάμνηση καὶ τὸν πόθο τῶν ἱερῶν προσώπων ποὺ αὐτὲς εἰκονίζουν. Ὁ Θεόδωρος ἐκτείνει
τὴν διατύπωση αὐτή στὶς συνέπειές της, δεχόμενος ὅτι τὸ «ἀξιωθῆναι ἰδεῖν ἐν γραφῇ, ἴσον ἐστὶ τῷ προσκυνεῖν», δηλαδὴ καὶ
μόνον τὸ νὰ ἀντικρύσῃ κανείς, μὲ προσευχητικὴ προφανῶς διάθεση, τὴν εἰκόνα ἰσοδυναμεῖ
μὲ προσκύνηση. Καὶ αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸν ἐπίσης ἅγιο πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρο Α’ (ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 2 Ἰουνίου) συμβαίνει «ἐν ἀκαρεί», δηλαδὴ ἀκαριαίως!
Τίθεται λοιπὸν τὸ ζήτημα ποιά εἶναι ἡ ἀφετηρία
τῆς διδασκαλίας ὅτι ἡ μάσκα ἐμποδίζει τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων καὶ ἑπομένως ὅτι
ἡ χρήση της ἐντὸς τοῦ ναοῦ εἶναι ἕνα εἶδος ἁμαρτίας, ἀφοῦ, ὅπως τηλεοπτικῶς ἐδήλωσε
ἡ συμπαθὴς κυρία, «δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ θρησκεία μας». Προφανῶς πηγὴ τῆς ψευδοῦς
αὐτῆς πληροφορίας καὶπολὺ πιὸ ἐπικίνδυνων ἄλλων δὲν εἶναι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἑλλαδικῆς
Ἐκκλησίας, οὔτε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος οὔτε ὁ Πατριάρχης, οἱ ὁποῖοι, ὡς ὑπεύθυνοι,
συμβουλεύουν τὰ εὔλογα. Ἀντιθέτως ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος φαίνεται νὰ χειμάζεται
ἀπὸ ἕνα εἶδος ἀναρχίας, ὅπου ὁ πατὴρ τάδε καὶ ὁ πατὴρ δεῖνα κηρύσσουν ἑαυτοὺς ἀλαθήτους
καὶ ὑπεράνω ὅλων αὐτῶν, παραβαίνοντας ἀπὸ ἄκρατον μᾶλλον έγωισμὸ τὸν ὅρκον ὑπακοῆς
ποὺ ἔδωσαν κατὰ τὴν χειροτονία τους καὶ γράφοντας στὰ παλαιότερα τῶν ὑποδημάτων
τους τὴν Γραφικὴ ἐντολὴ «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις
ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ἀφοῦ ἀγνοοῦν ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο συνοδικὸ σύστημα
λήψεως τῶν ἀποφάσεων. Παρὰ ταῦτα οἱ ἴδιοι, ἀντιφάσκοντες,ἀπαιτοῦν ἀπὸ ὅσους τοὺς
ἐμπιστεύονται ἕνα εἶδος μοναστηριακῆς ὑπακοῆς, αὐτοαποκαλούμενοι «γέροντες», ἂν
καὶ ἐγκαταβιοῦν εἰς τὸν κόσμο. Ἐκτὸς αὐτοῦ διαφημίζονται κάποτε καὶ κάποιοι ὑπαρκτοί
ἢ καὶ ἀνύπαρκτοι μοναστηριακοὶ «γέροντες» καὶ «γερόντισσες» ὡς «χαρισματικοί»,
«διορατικοὶ» καὶ «προορατικοί» ποὺ προβλέπουν συνεχῶς πολέμους, σεισμοὺς καὶ
καταποντισμοὺς καὶ τὴν προσεχῆ ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος φέρεται ὡς ἀναντιρρήτως
ἐμπνευστὴς καὶ τοῦ ἐμβολίου κατὰ τοῦ κορωνοϊοῦ!
Δὲν γνωρίζω βέβαια πῶς ὅλοι αὐτοί, ἢ ὅσοι
πιθανῶς εὑρίσκονται πίσω ἀπὸ αὐτούς, ἀναλαμβάνουν αὐτὲς τὶς τόσο σοβαρές, ἀκόμη
καὶ ἰατρικῆς φύσεως, εὐθύνες, τὸ σαφῶς ὅμως ὁρατὸ εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα στὸν χῶρο
τῆς Ἐκκλησίας, ἀντίστοιχη πρὸς τὴν πολιτική,ἀναρχία, ἡ ὁποία ὅμως ἀποδυναμώνει
τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας καὶ ἐγκυμονεῖ σχίσματα. Διότι, καὶ κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἱεροῦ
Χρυσοστόμου «κακὸν ἡ ἀναρχία πανταχοῦ καὶ
πολλῶν ὑπόθεσις συμφορῶν καὶ ἀρχὴ ἀταξίας καὶ συγχύσεως, μάλιστα δὲ ἐν Ἐκκλησίᾳ
τοσοῦτον ἐπισφαλεστέρα ἐστίν, ὅσον καὶ τὸ τῆς ἀρχῆς μεῖζον καὶ ὑψηλότερον»
Εἶναι δηλαδὴ ἡ ἀναρχία τόσο περισσότερο ἐπικίνδυνη, ὅσο μεγαλύτερη καὶ πιὸ ὑψηλῶς
ἱστάμενη εἶναι ἡ ἀρχὴ ποὺ ἀμφισβητεῖται.
Φίλε ἀναγνώστη, ἐνθυμούμενος τὴν γνωστὴ
παροιμία γιὰ τὸ κάρβουνο ποὺ ἀναμμένο καίει καὶ σβηστὸ μουντζουρώνει, δὲν εἶμαι
βέβαιος, ὡς μὴ εἰδικὸς ἐξ ἄλλου, ἂν ἔπρεπε νὰ γράψω, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ
δημοσιεύσω τὶς δύο,κυρίως, τελευταῖες παραγράφους. Ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει,
καταλήγοντας, νομίζω πὼς μπορῶ ἀκατακρίτως νὰ ἀπευθυνθῶπρὸς τὴν συμπαθῆ κυρία,
τῆς ὁποίας ὁ λόγος ἀπετέλεσε τὴν ἀφορμὴ τοῦ σημειώματος αὐτοῦ καὶ σὲ κάθε ἄλλον
ποὺ κατατρύχεται ἀπὸ παρόμοιους φόβους καὶ ἐνοχές, λέγοντας τὰ ἑξῆς ἁπλὰ καὶ εὐνόητα:
Δὲν χρειάζεται προκειμένου νὰ προσκυνήσετε τὴν οἱανδήποτε εἰκόνα νὰ ὑποστείλετε
τὴν μάσκα σας οὔτε νὰ ἀποτυπώσετε τὸ κραγιόνι σας ἐπάνω στὸ ἀποτύπωμα τῶν χειλιῶν
τοῦ προηγουμένου οὔτε ν’ ἀναζητήσετε ἐπάνω στὸ τζάμι ἢ τὴν κορνίζα τοῦ εἰκονίσματος
κάποιον χῶρο,ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν θὰ ἀντλήσετε ἰοὺς καὶ μικρόβια. Κανεὶς δὲν
μπορεῖ νὰ σᾶς ἐγγυηθῆ τὸ ἀντίθετο. Ἐξ ἄλλου θὰ ἦταν ὑποκριτικό, ἀφοῦ συνήθης
πρακτικἠ εἶναι, ἰδίως ὅταν οἱ ναοὶ πανηγυρίζουν, κάποιος νὰ στέκεται πλάι στὴν
προσκυνούμενη εἰκόνα καὶ νὰ τὴν ἀπολυμαίνῃ τακτικὰ μὲ κολώνια.
Μπορεῖτε λοιπὸν νὰ προσκυνήσετε ἁπλῶς ὑποκλινόμενοι
ἢ γονατίζοντας ἢ ἀνάβοντας ἕνα κερί. Ἂν ὅμως ἐπιθυμῆτε ὁπωσδήποτε νὰ
προσκυνήσετε μὲ τὸν τρόπο τοῦ ἀσπασμοῦ, μπορεῖτε ἄριστα νὰ τὸ πράξετε ἀσπαζόμενοι
τὶς εἰκόνες ποὺ ἔχετε στὸ σπίτι σας, οἱ ὁποῖες εἶναι τὸ ἴδιο ἱερές, ὅπως ἐκεῖνες
τοῦ ναοῦ τῆς ἐνορίας σας. Αὐτὸ ἐξ ἄλλου βεβαιώνει καὶ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος,
ἡ ὁποία ἀντιμετώπισε σὺν τοῖς ἄλλοις καὶτοὺς ἰσχυρισμοὺς τῶν εἰκονομάχων ὅτι, ἐπειδὴ
δὲν ἔχει παραδοθῆ κάποια εὐχὴ ποὺ νὰ τὴν ἁγιάζῃ, ἡ εἰκόνα «μένει κοινὴ καὶ ἄτιμος, ὡς ἀπήρτισεν αὐτὴν ὁ ζωγράφος». Ἐδογμάτισε
λοιπὸνὅτι «πολλὰ τῶν ἐν ἡμῖν καθιερωμένων
εὐχὴν ἱερὰν οὐ δέχονται, αὐτόθεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος πλήρη ὄντα ἁγιασμοῦ καὶ
χάριτος». Δηλαδὴ δέχεται ὅτι καὶ οἱ εἰκόνες, ὅπως π.χ. ὁ τίμιος σταυρὸς καὶ
τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, εἶναι ἀφ’ ἑαυτῶν ἱερές, ἀντλῶντας τὸν ἁγιασμό τους ἀπὸ τὰ ἱερὰ
πρόσωπα, τῶν ὁποίων φέρουν τὸ ὄνομα. Στὸ «Πηδάλιον»
ἐπίσης, στὴν συλλογὴ δηλαδὴ τῶν κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ λογιώτατος ἅγιος
Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης (ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 14η Ἰουλίου)
σημειώνει ὅτι «αἱ ἅγιαι εἰκόνες δὲν
χρειάζονται νὰ μυρώνωνται μὲ ἅγιον μῦρον ἢ νὰ ἁγιάζωνται μὲ εὐχὰς ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα»,
προσθέτοντας ὅτι ἡ σχετικὴ εὐχὴ ποὺ ὑπάρχει στὸ «Εὐχολόγιον» «παπική ἐστι καὶ ὄχι
ὀρθόδοξος καὶ νεωτερικὴ καὶ ὄχι παλαιά»!
Μπορεῖτε ἐπίσης εἰσερχόμενοι στὸν ναό, μὲ
μάσκα ἢ χωρίς, νὰ προσκυνήσετε τὴν Πλατυτέρα στὴν κόγχη τοῦ Ἰεροῦ Βήματος, τὸν
Παντοκράτορα στὸν τροῦλλο καὶ ψηλὰ γύρω σας τὸν χορὸ τῶν ἁγίων, χωρὶς νὰ
ζητήσετε σκάλα ἀπὸ τὸν νεωκόρο ἢ νὰ στήσετε σκαλωσιά. Ἁπλῶς χρειάζεται νὰ ἀγνοήσετε
τὴν στενοκεφαλιὰ καὶ τὴν τυπολατρία ὅσων, ἐλπίζω ἀνεπιγνώστως, σμικρύνουν τὸ
μεγαλεῖο, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου